«…στο χώμα το δικό μας οι πεθαμένοι κοιμούνται μονάχα… δεν είναι πεθαμένοι».
Ο κύριος Γκρι αφήνεται να βυθιστεί στον κόσμο του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Να ξαναβυθιστεί, για την ακρίβεια. Το «Γκρίχου», το πρώτο διήγημα της συλλογής «Μεταποίηση» (Πατάκης), που επανεκδόθηκε, είναι σε μινιατούρα η ελληνική εκδοχή του «Πέδρο Πάραμο», εκείνου του αριστουργήματος του Χουάν Ρούλφο. Είναι επίσης μια συνέχεια των αφηγήσεων που συναντάμε στο δίτομο κλασικό έργο του Νικολάου Πολίτη «Παραδόσεις». Συνομιλεί ακόμα με τις έξοχες «Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων» του Βασίλη Γκουρογιάννη, ακόμα και με τις ιστορίες για ζόμπι.
Ο Παπαμάρκος έκανε κάτι μοναδικό με το «Γκιακ», τόσο λογοτεχνικά όσο και εμπορικά. Ομως, και η «Μεταποίηση» δεν πάει πίσω. Ο κύριος Γκρι λατρεύει τις ιστορίες του αρχαιογνώστη από τη Μαλεσίνα Λοκρίδος, που ως γνήσιος Αρβανίτης έφτασε έως την Οξφόρδη για να επιστρέψει στα πάτρια, γενικώς και ειδικώς, δριμύτερος. Με οπλοστάσιο την αρχαία ελληνική μανία, τη Νέκυια του Ομήρου ή τον Λάβκραφτ, επινοεί μια προφορικότητα που έχει σάρκα και οστά. Η γλώσσα στον Παπαμάρκο είναι σαν τα γκόλεμ του εβραϊκού μυστικισμού: φυσάει πνοή στις λέξεις του κι αυτές ζωντανεύουν. Και είναι λέξεις που ζωντανεύουν σε έναν κόσμο-σύνορο, έναν κόσμο οριακό.
Στο «Γκρίχου», ο Τάκης επιστρέφει από κάποιο πόλεμο σχεδόν ανάπηρος στο ένα χέρι. Ο αδελφός του ο Χρήστος έχει πεθάνει και δύο ξένοι, αδέλφια μεταξύ τους, του κλέβουν τα ζώα και τον ξυλοφορτώνουν. «Αμα ήταν ο Χρήστος, έλεγα». Και να που ο Χρήστος επιστρέφει. «Τι είναι, ρε Τάκη, και με σηκώνεις; Είναι αμαρτία που με ξυπνάς».
«Τι είναι, ρε Τάκη, και με σηκώνεις; Είναι αμαρτία που με ξυπνάς».
Ο Χρήστος «καθαρίζει» – με αγριότητα. Ο Τάκης δεν ντρέπεται πια, παίρνει πίσω τα ζώα του, του προξενεύουν κοπέλες. Αλλά τις νύχτες…
Στη μελέτη και ανθολογία «Παραλογές» (Ερμής, 1970) ο σπουδαίος Γιώργος Ιωάννου κάνει λόγο για «ανακάλεμα» των νεκρών: να γυρίσουν και να βοηθήσουν τους ζωντανούς. «Ανακάλεμα», γράφει, «έχουμε π.χ. στους Πέρσες του Αισχύλου. Ανακαλείται ο Δαρείος».
Ο πεθαμένος στο πασίγνωστο «Του νεκρού αδελφού», ο Χρήστος στο «Γκρίχου», περπατούν, τρώνε, πίνουν, καπνίζουν, μιλούν «έξω από κάθε χριστιανική αντίληψη σχετική με ανάσταση νεκρών» (Ιωάννου).
Ομως αυτό το ανακάλεμα, σιωπηρά, ανομολόγητα, δεν είναι που κάνουμε όλοι έως σήμερα; Αυτό το κουβεντολόι με τον νεκρό, που είναι συνομιλία με τον βαθύτερο, τον αχανή εαυτό μας;
Αλλά έχει ένα τίμημα αυτό όταν παύει ο νεκρός να έχει τον δικό του χώρο και παίρνει κάτι απ’ τον δικό μας: «Είναι αμαρτία να τρώω με τους πεθαμένους», λέει ο Τάκης. Ομως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Γλίτωσε από μια ντροπή, κοινωνική, για να το βρει από μιαν άλλη, μεταφυσική.