Αναβίωση για τη λησμονημένη «Λιονέλλα» του Σαμάρα

Αναβίωση για τη λησμονημένη «Λιονέλλα» του Σαμάρα

Μία καλή ευκαιρία έδωσε ο Βύρων Φιδετζής στη «Λιονέλλα» του Σαμάρα. Στις 7 Μαΐου στο θέατρο «Ολύμπια» παρουσίασε σε συναυλιακή μορφή τη λησμονημένη όπερα σε δική του ενορχήστρωση

2' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μία καλή ευκαιρία έδωσε ο Βύρων Φιδετζής στη «Λιονέλλα» του Σαμάρα. Στις 7 Μαΐου στο θέατρο «Ολύμπια» παρουσίασε σε συναυλιακή μορφή τη λησμονημένη όπερα σε δική του ενορχήστρωση.

Η διανομή που συγκεντρώθηκε για την περίσταση ανταποκρίθηκε με επιτυχία στις απαιτήσεις. Στον κεντρικό ρόλο η υψίφωνος Aννα Στυλιανάκη ερμήνευσε με υγιή και άνετη φωνή το τραγούδι της στην πρώτη πράξη, όσο και, κυρίως, τη μεγάλη της άρια στην τρίτη. Υπήρξε εξίσου πειστική στα ντουέτα με τον «κακό» της ιστορίας, τον Τσιγγάνο Ηλία, αλλά και με τον αγαπημένο της Αντόρ, που όμως δεν διστάζει να την παίξει στα ζάρια! Τον Αντόρ απέδωσε με μουσικότητα και λυρισμό o τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου, πάντα με ωραία φωνή, αν και αυτή τη φορά ίσως λιγότερο ελεύθερη στην ψηλή περιοχή. Τον ανταγωνιστή του, Βάικ, ερμήνευσε με σταθερά ωραίο ηχόχρωμα και καλλιεργημένο τραγούδι ο βαθύφωνος Χριστόφορος Σταμπόγλης, ενώ ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός βρήκε τα απαραίτητα σκούρα χρώματα και τη συναισθηματική ένταση για τον ρόλο του «απόλυτα κακού» Ηλία, τον οποίο κλήθηκε να ενσαρκώσει. Την επιτυχημένη διανομή συμπλήρωσε ο τενόρος Χρήστος Κεχρής ως Ερικ.

Μία ακόμα άγνωστη ιστορική όπερα Eλληνα συνθέτη ζωντάνεψε χάρη στον Βύρωνα Φιδετζή.

Τα εκτενή χορωδιακά του έργου απέδωσε καλά η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων (διδασκαλία: Σταύρος Μπερής). Βεβαίως, θαύματα δεν γίνονται κι έτσι από την ορχήστρα, επίσης του δήμου, δεν έλειψαν τα προβλήματα (κυρίως στα έγχορδα) ακόμα και στην ονομαζόμενη «Ουγγρική ραψωδία» της δεύτερης πράξης. Παρ’ όλα αυτά, συνολικά, δεν μπορεί κανείς να έχει παράπονο από την ερμηνεία. Μένει το ίδιο το έργο, το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στη Σκάλα του Μιλάνου για μια και μόνο βραδιά, στις 4 Απριλίου 1891 και στη συνέχεια, λόγω της έντονης αποδοκιμασίας, κατέβηκε. Τα γεγονότα της πρεμιέρας αποδίδονται στον ανταγωνισμό ανάμεσα σε μεγαλοεκδότες της εποχής, τον Σαντσόνιο, ο οποίος στήριζε τον Σαμάρα και τον Ρικόρντι, εκδότη του Βέρντι και του Πουτσίνι. Είναι εξίσου γεγονός ότι η υπόθεση της όπερας είναι ελάχιστα ελκυστική όσο και, κυρίως, γεμάτη από στερεότυπα της εποχής. Οι Τσιγγάνοι ήταν συνήθεις σε όπερες και οπερέτες ήδη από την εποχή της «Νυχτερίδας» (1874), της «Κάρμεν» (1875) και του «Βαρόνου Ατσίγγανου» (1885) και θα παρέμεναν «δημοφιλείς» τουλάχιστον μέχρι και τους «Τσιγγάνους» (1912) του Λεονκαβάλο. Ο τζόγος είχε συχνά κυρίαρχη θέση στην όπερα, όπως ήδη στην «Τραβιάτα» (1853), ενώ στην «Ντάμα Πίκα» (1890) ο κεντρικός ήρωας καταστρέφεται από το πάθος του και ρίχνει στην απόγνωση την αγαπημένη του.

Βεβαίως, αρκετές είναι οι όπερες που παρά τα προβληματικά ποιητικά κείμενα παραμένουν στο ρεπερτόριο, καθώς πρωτεύουσα σημασία έχει η μουσική. Γνωρίζουμε ότι κριτική υπέστη και η ενορχήστρωση του Σαμάρα, για την οποία, όμως, εμείς δεν έχουμε εικόνα, καθώς φαίνεται πως έχει χαθεί. Η ανασύστασή της βασίζεται στη μεγάλη εμπειρία του Φιδετζή. Ωστόσο, σε ζητήματα δομής του έργου και, κυρίως, μουσικής δραματουργίας, προφανώς ο αρχιμουσικός δεν μπορεί να επέμβει. Οπως ούτε στην κρίσιμη για την ιταλική όπερα παράμετρο της μελωδίας, η οποία ίσως βοηθούσε τη «Λιονέλλα» να επιβιώσει. Τότε όπως και τώρα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT