Θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει με κάποια ελευθερία, αλλά όχι υπερβολή, «ροκ σταρ» της κλασικής μουσικής. Πόσο συχνά συμβαίνει άλλωστε δύο πιανίστριες να συγκεντρώνουν κοινό άνω των 100.000 ανθρώπων σε μία και μόνο συναυλία; Οι αδελφές Κάτια και Μαριέλ Λαμπέκ το κατόρθωσαν αυτό το 2016, στη Βιέννη, ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα, στο Βερολίνο, είχαν καταχειροκροτηθεί από σχεδόν 35.000 θεατές. Οι δίσκοι τους επιτυγχάνουν εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις – είναι ενδεικτικό ότι η ηχογράφηση της «Γαλάζιας ραψωδίας» του Τζορτζ Γκέρσουιν πούλησε μισό εκατομμύριο αντίτυπα και έγινε ένας από τους πρώτους «χρυσούς» δίσκους κλασικής μουσικής.
Εχουν επισκεφθεί την Ελλάδα αρκετές φορές, με τελευταία τον Απρίλιο του 2022, θα ξαναβρεθούν ωστόσο στην Αθήνα την ερχόμενη Τετάρτη 21 Ιουνίου, όταν θα εμφανιστούν στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού για μια συναυλία με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ, σε διεύθυνση του Ελληνογάλλου μαέστρου Διονυσίου Δερβή-Μπουρνιά και με τη συμμετοχή του συγγραφέα Χρήστου Χωμενίδη. Εκεί θα ερμηνεύσουν το απολαυστικό «Καρναβάλι των ζώων» του Καμίγ Σεν-Σανς, το οποίο βασίστηκε σε χιουμοριστικούς αυτοσχεδιασμούς του. «Πρόκειται για μια πολύ χαρούμενη σύνθεση, την οποία θέλω να πω στους θεατές που θα βρεθούν το Ηρώδειο να απολαύσουν», μου λέει τηλεφωνικά η Κάτια Λαμπέκ, η οποία απολαμβάνει τόσο τις εμφανίσεις στο αθηναϊκό κοινό, που για τον λόγο αυτό ξεπερνάει την κούραση που της προκαλούν τα αεροπορικά ταξίδια. Με ενθουσιασμό μιλάει για τη θέρμη του ελληνικού κοινού και η αδελφή της, Μαριέλ.
Μόλις τριών ετών
Οι δυο τους αγάπησαν τη μουσική, θυμούνται, από πολύ νεαρή ηλικία. Η Κάτια ήταν μόλις τριών όταν συνειδητοποίησε πόσο της άρεσε το πιάνο. Η μητέρα τους ήταν πιανίστρια και ανέλαβε τη μύησή τους στον κόσμο της μουσικής – η Κάτια ήταν τότε πέντε ετών και η Μαριέλ τριών. «Η μητέρα μας ήταν αυστηρή και απαιτούσε προσπάθεια και συγκέντρωση», θυμάται η Μαριέλ, η οποία δεν έχει μνήμες από την πρώτη της επαφή με τα πλήκτρα, αλλά έχει αναμνήσεις από την Κάτια να παίζει στο πιάνο. «Ο πατέρας μας ήταν γιατρός, αλλά λάτρευε τη μουσική, τραγουδούσε σε χορωδία», μου λέει η Κάτια, «και συχνά του ζητούσα να μου τραγουδήσει κάτι και εγώ προσπαθούσα να το παίξω στο πιάνο. Ημουν δε πολύ ανυπόμονη, ήθελα να τα μάθω όλα μεμιάς. Το πιάνο όμως απαιτεί σκληρή προσπάθεια, αυτοσυγκέντρωση, δουλειά. Επρεπε να κάνω υπομονή και να δουλεύω πολύ».
Αποφάσισαν να συνυπάρξουν πάνω στη σκηνή μετά την αποφοίτησή τους από το Ωδείο του Παρισιού, παρότι είχαν εκπαιδευτεί ως σόλο καλλιτέχνες, θέλοντας να κάνουν κάτι αντισυμβατικό που θα συνδύαζε την αγάπη που έτρεφαν η μια για την άλλη και ταυτόχρονα για τη μουσική.
Εχουν πίσω τους περισσότερα από 50 χρόνια καριέρας. Εχουν συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους μουσικούς, συνθέτες, μαέστρους του 20ού και 21ου αιώνα, έχουν εμφανιστεί στις σημαντικότερες αίθουσες και συναυλιακούς χώρους, έχουν αποθεωθεί από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, η μουσική τους έχει απαθανατιστεί σε δεκάδες δίσκους και ηχογραφήσεις. Εχουν μετανιώσει για κάτι; «Οχι», λέει η Κάτια Λαμπέκ, «δεν σκέφτομαι με όρους μετάνοιας, αλλά με οδηγό την ελπίδα. Ελπίζω να συνεχίσω να παίζω και να απολαμβάνω τη μουσική, η οποία είναι τόσο σημαντική για μένα».
Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής, Eργα Σεν-Σανς, Πεκού / Σαββόπουλου, Μπιζέ. Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 9 μ.μ.