Μουσείο Depot στο Ρότερνταμ: καθρέφτες, χαζολόγημα κι ελάχιστη τέχνη

Μουσείο Depot στο Ρότερνταμ: καθρέφτες, χαζολόγημα κι ελάχιστη τέχνη

6' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το μουσείο είχε τραβήξει την προσοχή μου χρόνια πριν σε μια βόλτα. Ελάχιστα ήξερα την πόλη και περιφερόμουν άσκοπα σε κάτι σαν πάρκο με πάπιες, σκόρπια υπαίθρια γλυπτά, δέντρα, λιμνούλες και γεφυράκια. Ωσπου έπεσα πάνω σ’ ένα εντυπωσιακό κτίριο.

Ενα ογκώδες καμπυλωτό πράγμα που καθρέφτιζε τα πάντα γύρω του. Κυριολεκτικά, δημιουργούσε κύματα από ανεστραμμένες εικόνες, έδειχνε την πόλη όλη και το μεγάλο εργοτάξιο στη βάση του.

Ηταν σαν να το είχε πετάξει κάποιος εξωγήινος. Γύρω του είχε δημιουργηθεί ένας κρατήρας από χώματα, μπουλντόζες, εκσκαφείς και χαντάκια. Μια εκτενής περίφραξη έλεγε το μέλλον: το πράγμα που φαινόταν σαν να έχει πέσει από τον ουρανό θα γινόταν μια αποθήκη έργων τέχνης ανοιχτή στο κοινό, ο κόσμος θα μπορούσε να περιδιαβεί ανάμεσα στα έργα και να νιώσει για λίγο επιμελητής/επιμελήτρια έκθεσης.

Υποσχόταν μια άμεση επαφή του επισκέπτη με θησαυρούς που κανονικά βλέπει μόνο μια σφιχτή ελίτ. Περηφανευόταν για την έκταση του πλούτου της συλλογής, πίνακες, αντικείμενα και video art επρόκειτο να βγουν από αποθήκες και αρχεία και να παρουσιαστούν στο κοινό.

Τα χρόνια πέρασαν, η αποθήκη (όλο το όνομα είναι: Depot Boijmans Van Beuningen) άρχισε τη λειτουργία της το 2021 κι εγώ ένα πρωί του χειμώνα του 2023 πια ήμουν σε απόσταση δέκα λεπτών με τα πόδια και περίμενα ν’ ανοίξουν για να πάω. Επινα τον καφέ μου σ’ ένα ήσυχο καφέ με βαριά χαλιά αντί για πολυθρόνες και κάτι μέσα μου έτρεμε: ή τέλειο θα ήταν ή χάλια.

Μουσείο Depot στο Ρότερνταμ: καθρέφτες, χαζολόγημα κι ελάχιστη τέχνη-1

Υπήρξαν από την αρχή προειδοποιητικά σημάδια. Το εισιτήριο «έτσουζε». Είκοσι ευρώ. Με λίγα παραπάνω μπορούσα να πάρω το τρένο να πάω στο Αμστερνταμ και να δω Βερμέερ και Ρέμπραντ στο Rijks. Κρατήθηκα. Είχα έρθει μέχρις εδώ για να δω κάτι καινούργιο. Μήπως, όμως, είχα μπλέξει με κάτι τόσο σύγχρονο που τελικά θα με κατέθλιβε; Μήπως θα πήγαινα σε τίποτα υπερβολικά φουτουριστικό, εις βάρος της ίδιας της απόλαυσης της τέχνης; Εδιωξα τις κακές σκέψεις, αποτελείωσα τον καφέ μου, πλήρωσα τα είκοσι ευρώ, εξασφάλισα τη θέση μου και αποθήκευσα το ηλεκτρονικό εισιτήριο. Επρεπε να επιλέξω την ακριβή ώρα της επίσκεψής μου. Ούτε αυτό μου άρεσε. Οχι πως δεν είχα παραιτηθεί από την ιδέα πως μπορεί κανείς να είναι αυθόρμητος/η στο Ρότερνταμ. Ομως, η όλη φάση θύμιζε κακό ακριβό εστιατόριο, όπου πρέπει να κλείσεις από νωρίς, να προσδιορίσεις την ακριβή ώρα της παραμονής σου, να σκανάρεις με το κινητό σου το μενού και να φας μια μπουκιά από κάτι που μοιάζει με κάτι άλλο, ενώ ανέχεσαι τους σερβιτόρους να σου περιγράφουν πράγματα που βλέπεις ακριβώς μπροστά σου.

Φθάνοντας στο μουσείο κατάλαβα ότι είχα πιαστεί στη φάκα. Πράγματι υπήρχαν κάτι υπάλληλοι που έμοιαζαν μάλλον σερβιτόροι παρά φύλακες μουσείου. Σου έβαζαν στάμπα στο χέρι λες κι είχες πάει στο κλαμπ και μόνο «καλή διασκέδαση» δεν σου έλεγαν. Προκειμένου να λάβεις οποιαδήποτε πληροφορία έπρεπε να σκανάρεις πράγματα με το κινητό σου. Ομως, το κόλπο χαλούσε όποτε οι επισκέπτες έκαναν κάτι αφύσικο, αντί να πιάσουν το κινητό άρχιζαν να συζητούν χαλαρά για το πώς λειτουργεί το ιλιγγιώδες κτίριο. Προσανατολιστήκαμε κι εμείς χωρίς τη χρήση κάποιας εφαρμογής σαν να ήμασταν τίποτα αναρχικοί και απλώς ακολουθήσαμε τους άλλους. Δεν σκανάραμε πράγματα με το κινητό μας και οι γυμνοί τοίχοι με τις ελάχιστες λέξεις ή περιγραφές επέτειναν την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε χίπστερ κλαμπ. Το εσωτερικό του κτιρίου ήταν προφανώς εντυπωσιακό. Γυαλί, έργα τέχνης, χαοτικά σκαλιά και διαφανή ασανσέρ με εκτεθειμένα τα καλώδια και τους θαλάμους τους. Ενιωθες πως είσαι στα σωθικά κάποιου πράγματος, αλλά ποιου πράγματος;

Δεν ήταν ακριβώς έκθεση αυτό. Ναι, υπήρχαν πίνακες και αντικείμενα, αλλά, συνεπές προς τη διακηρυγμένη αποστολή τού να σε κάνει να νιώσεις επιμελητής/επιμελήτρια, το χοντρό, υπερφίαλο κτίριο σου έδειχνε τα κάλλη του άτακτα, τυχαία. Υπήρχε επιμέλεια, αλλά με τρόπο που να δίνει μια εντύπωση αφροντισιάς. Εν ολίγοις, δεν είχε αφήγηση. Δεν σου έλεγε κάποια ιστορία. Δεν έχτιζε με συνοχή νόημα γύρω από κάποια ιδέα. Δεν εξηγούσε – ήταν υπερβολικά κουλ. Βρισκόμασταν μπροστά στη μουσειακή εκδοχή τού να είσαι επιδεικτικά μεταμοντέρνος: τα πράγματα δεν έβγαζαν νόημα, ήταν νησίδες ομορφιάς που δεν μπορούσες καν να τις πολυπλησιάσεις χωρίς να πέσεις σ’ ένα κενό από γυαλί, μούρη με μούρη με το πρόσωπό σου. Η διάρθρωση του μουσείου ήταν ένα σαφές, κάπως κυνικό, επιχείρημα μέσα από πολλές βίδες, σωλήνες, στρώματα γυαλιού και χώρους εργασίας. Ελεγε: χρειάζεται πολλή δουλειά από πολλούς ανθρώπους για να στηθεί μια έκθεση.

Μουσείο Depot στο Ρότερνταμ: καθρέφτες, χαζολόγημα κι ελάχιστη τέχνη-2

Είδαμε τα γραφεία των συντηρητών έργων τέχνης. Ηταν τόσο λαμπερά και εξοπλισμένα με πανάκριβες τεχνολογίες που σ’ έκαναν να νιώθεις απολύτως κουλ. Αν δεν είχα ένα σωρό φίλους που έχουν υπερχρεωθεί με σπουδές γύρω από την πολιτιστική διαχείριση κι από απλήρωτες μαθητείες στον κλάδο, ίσως να ζήλευα και λίγο.

Είδαμε κάποιες επιμέρους εκθέσεις που είχαν αφήγηση. Αυτές είχαν και τον περισσότερο κόσμο. Υπήρχε και μια εγκατάσταση βίντεο σ’ έναν σεληνιακό χώρο, τεράστιο, με απίστευτες δυνατότητες ακουστικής, με την πιο τέλεια εικόνα του κόσμου και με την πιο μινιμαλιστική εσωτερική αισθητική (σκέτο τσιμέντο). Ενιωθες πως είσαι στην κορυφή του οπτικού πολιτισμού, ενώ ταυτόχρονα έχανες πλήρως την επαφή με τον έξω κόσμο. Τα σπλάχνα του κήτους ήταν πολύ βαθιά και οι δυνατότητες για μεγάλα έργα (τουλάχιστον σε διαστάσεις) προφανείς.

Τελικά όλος ο κόσμος κατέληγε στην ταράτσα. Εβγαζε σέλφι μπροστά από τη συνηθισμένη θέα της πόλης και τον χαμηλό μπλε ορίζοντα. Είχε ήλιο και παγωνιά και όλοι ήταν ντυμένοι σαν να πήγαιναν για σκι. Βρήκα έντιμη την υπερσυγκέντρωση του κόσμου στην ταράτσα. Αυτό δεν κάνουν όλοι όταν πάνε στα μουσεία; Δεν βγάζουν φωτογραφία τον εαυτό τους; Δεν φοράνε χίπστερ σκουφάκια και μποτάκια; Τουλάχιστον σ’ αυτό το μεταμοντέρνο πράγμα το γυαλί και τα ανορθόδοξα επίπεδα του εσωτερικού ήταν τέτοιας πολυπλοκότητας που δεν μπορούσες να βγάλεις μια σέλφι της προκοπής. Ο φωτισμός στους χώρους της αποθήκης δεν ήταν ο επαγγελματικός φωτισμός της γκαλερί που ενεργοποιεί σε κάποιους την επιθυμία να βγάλουν φωτογραφία το πρόσωπό τους μπροστά από έναν πίνακα (ιχ). Είχε έναν ιατρικό φωτισμό και μες στα σπλάχνα του κήτους έβλεπες ατελείωτες σειρές από πίνακες που συντηρούνταν και φυλάσσονταν, αλλά όχι τους ίδιους τους πίνακες. Οπότε ο πολύς κόσμος χάζευε τη θέα από την ταράτσα και έτρωγε στο εφιαλτικά γεμάτο εστιατόριο, κι εγώ είχα γίνει κυνική.

Νομίζω η αποθήκη έλεγε με φλύαρο τρόπο πράγματα για την αξία τού να υπάρχει ένα μάτι, ένα χέρι που διαλέγει. Κάποιος ή κάποια που μέσα στην τόση πληροφορία και προσβασιμότητα σου λέει: άκου, τα μελέτησα τα πράγματα και αξίζει να δεις αυτό.

Επιστρέφοντας προς την έξοδο πήγαμε σε μια ετεροχρονισμένη ανοιχτή συζήτηση όπου μπορούσες να ρίξεις την άποψή σου γραμμένη σ’ ένα χαρτί και να μελετήσεις τις απόψεις άλλων επισκεπτών και ανθρώπων της τέχνης. Η συζήτηση αφορούσε το ανδρικό και το αποικιοκρατικό βλέμμα, οπότε, πάλι, λίγο πολύ το προφανές υπονοούμενο ήταν πως το μάτι που διαλέγει έχει εξουσία και την ασκεί πάνω σου μέσα από μεγάλα πολιτιστικά ιδρύματα και οργανισμούς, εμπόριο έργων τέχνης και διαχείριση των τρόπων θέασης του κόσμου. Οι επισκέπτες μάθαιναν στην πράξη ότι τα πρόσωπα που στήνουν μια έκθεση διαλέγουν μέσα από μια εντυπωσιακή γκάμα έργων τι θα συντηρήσουν, τι θα κρεμάσουν στους τοίχους, πώς θα το φωτίσουν και τι θα πουν σχετικά. Κι όλη αυτή η σειρά των επιλογών είναι η πραγμάτωση της εξουσίας τους. ΟΚ, πολύ καλά. Ομως εγώ είχα μείνει νηστική, ένιωθα όπως σ’ αυτά τα εστιατόρια που το γεύμα σε κάνει μόνο να πεινάς.

Μουσείο Depot στο Ρότερνταμ: καθρέφτες, χαζολόγημα κι ελάχιστη τέχνη-3

Μετά απ’ αυτήν την περιήγηση ήθελα μια γερά επιμελημένη γκαλερί. Ηθελα χέρια που θα διαλέξουν να μου προσφέρουν τους πιο νόστιμους καρπούς του ανθρώπινου πνεύματος. Κι ίσως αυτός ακριβώς να ήταν ένας από τους στόχους του Depot, να καλλιεργήσει τέτοιου είδους επιθυμίες που μετά μπορεί κανείς να καλύψει αλλού. Δεν είχε πάντως κάτι το εντυπωσιακά δημοκρατικό, κατά τη δική μου γνώμη, αυτό το άνοιγμα των σπλάχνων της αποθήκης προς το κοινό. Κάτι βαθιά δημοκρατικό έχουν τα μουσεία που αναλαμβάνουν την αποστολή της διαφώτισης του διεθνούς κοινού, χωρίς υπεκφυγές, αυτά που σε παίρνουν απ’ το χέρι και σε μορφώνουν. Δεν ξέρω κατά πόσο χρειαζόμαστε κι άλλα μέρη με γυαλιστερούς καθρέφτες για πρόσοψη, άναρχο εσωτερικό και ταράτσες. Νομίζω πως ο σκοπός δεν είναι να αυτοθαυμάζονται όσοι πάνε εκεί, αλλά να μαθαίνουν ή τουλάχιστον να συνειδητοποιούν την άγνοιά τους.

Το Depot στερεί κάτι σημαντικό από τους επισκέπτες, την ικανότητα να δουν τον κόσμο σαν να ήταν άλλοι. Μια σπουδαία λειτουργία της τέχνης, λοιπόν, απουσίαζε από την επίσκεψη ή έμενε στα μισά της διαδρομής. Ξεκινούσες σαν επιμελητής ή επιμελήτρια έκθεσης (σου έδιναν ακόμη και άσπρη ποδιά να βάλεις αν ήθελες) και κατέληγες ο ίδιος, κάποιος που φωτογραφίζει μια πόλη από ψηλά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT