Τα μυστικά του μαντολίνου

Ο ισραηλινός Αβί Αβιτάλ μιλάει στην «Κ» λίγο πριν την εμφάνισή του στο 8ο Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Κουφονησίων

5' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Αβί Αβιτάλ θυμάται πολύ καλά την πρώτη του γνωριμία με το μαντολίνο. Ήταν περίπου πέντε χρονών και μόλις είχε μετακομίσει με τους γονείς του σε ένα νέο διαμέρισμα, στην πόλη Μπερ Σεβά του Ισραήλ. Ένας από τους γείτονες έπαιζε το συγκεκριμένο όργανο και έτσι, μια ημέρα που ο μικρός Αβί βρισκόταν στο σπίτι του για μια οικογενειακή επίσκεψη, έτυχε να το βρει αφημένο πάνω σε ένα τραπέζι. «Έκανα τότε, ό,τι θα έκανε κάθε παιδί στον κόσμο», λέει στην «Κ» ο 45χρονος σήμερα μουσικός, που την ερχόμενη Τρίτη θα εμφανιστεί στο 8ο Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Κουφονησίων. «Διαισθητικά, χάιδεψα με τα δάχτυλά μου τις χορδές. Ακούστηκε ένας ήχος πολύ γλυκός και γοητευτικός, μια μαγική στιγμή για ένα παιδί. Αν βέβαια, αντί για μαντολίνο, ο γείτονας είχε όμποε, δεν θα ήξερα τι να κάνω. Κανένας ήχος δεν θα ακουγόταν, τίποτε το μαγικό δεν θα είχε συμβεί. Από εκείνη τη μέρα, αυτός ο πρωταρχικός τρόπος που έχουν τα νυκτά έγχορδα για να παράγουν ήχο, με συναρπάζει».

Σύντομα ο Αβί Αβιτάλ άρχισε να παίζει στην τοπική νεανική ορχήστρα της πόλης του, που κάθε άλλο παρά αδιαφορούσε για έναν μικρό λάτρη του μαντολίνου: το συγκεκριμένο έγχορδο, λέει ο μουσικός, ήταν διαδεδομένο στο Ισραήλ πριν από δεκαετίες, μεταξύ άλλων γιατί μια ορχήστρα με πολλά μαντολίνα ταίριαζε με τα κοινωνικά ιδανικά των ισραηλινών κιμπούτς, όπου οι άνθρωποι δούλευαν την ημέρα και το βράδυ μαζεύονταν για να διασκεδάσουν. Φυσικά, το μαντολίνο ήταν δημοφιλές και σε άλλες χώρες ή περιόδους της ιστορίας: ήδη από την εποχή του μπαρόκ για παράδειγμα, όπου είχε κυρίως εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Στις αρχές του 20ου αιώνα το συναντούσες σχεδόν παντού: στην Ιταλία, όπου ερασιτέχνες μουσικοί έπαιζαν με τη βοήθειά του αγαπημένες άριες του Ροσίνι και του Βέρντι που ποιος ξέρει πότε θα ακούγονταν ξανά στο θέατρο μιας μικρής πόλης, αλλά και στις ΗΠΑ, ως ένα από τα όργανα του bluegrass ιδιώματος. Ακόμα και στην Ιαπωνία έφτασε η χάρη του μαντολίνου.

Τα μυστικά του μαντολίνου-1

«Ωστόσο, η ευλογία του μαντολίνου, το γεγονός ότι ήταν ανέκαθεν ένα τόσο φιλικό και τόσο δημοφιλές στους ερασιτέχνες όργανο, είχε και το αντίθετό της», λέει ο Αβί Αβιτάλ και εξηγεί: «οι περισσότεροι μεγάλες συνθέτες της κλασικής μουσικής το αγνόησαν, γιατί δεν το αντιμετώπισαν σαν ένα όργανο για κονσέρτα. Προφανώς και δεν το βλέπω έτσι: πιστεύω ότι το μαντολίνο δεν είναι απλώς κατάλληλο για συναυλίες, αλλά είναι και ένα όργανο ικανό να προσφέρει πολλές εκπλήξεις και να αποκαλύψει πολλά μυστικά μέσα σε μια αίθουσα συναυλιών. Ποτέ δεν ένιωσα ότι είναι πιο περιορισμένο από οποιοδήποτε άλλο όργανο».

Πώς να το νιώσει άλλωστε; Ο άνθρωπός μας φοίτησε στη Μουσική Ακαδημία της Ιερουσαλήμ, έπειτα στο Κονσερβατόριο «Τσεζάρε Πολίνι» στην Πάδοβα και στη συνέχεια έφτασε να δίνει συναυλίες στο Carnegie Hall και στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης, στην αίθουσα της Φιλαρμονικής του Βερολίνου ή σε μουσικά φεστιβάλ όπως του Άσπεν και του Σάλτσμπουργκ. Σε κάποιες από αυτές τις εμφανίσεις συνοδευόταν από ορχήστρες όπως η συμφωνική του BBC, η φιλαρμονική του Μονάχου και η Συμφωνική Ορχήστρα του ιταλικού καναλιού RAI, ενώ τη μπαγκέτα κρατούσαν μαέστροι όπως οι Κριστόφ Ουρμπάνσκι, Ρόμπερτ Σπάνο, Ντανιέλε Ρουστιόνι κ.ά. Ο Αβιτάλ είναι επίσης υπεύθυνος για περίπου εκατό αναθέσεις έργων για μαντολίνο, σε συνθέτες όπως οι Άνα Κλάιν, Ντέιβιντ Μπρους και Τζιοβάνι Σονίνα, ενώ το 2012 έγινε ο πρώτος μαντολινίστας που υπόγραψε συμβόλαιο με τη Deutsche Grammophon, όπου ηχογράφησε μεταξύ άλλων συνθέσεις ή μεταγραφές έργων των Μπαχ, Βιβάλντι, Μότσαρτ κ.λπ.. Δεν ήταν η μοναδική του πρωτιά: το 2010 έγινε ο πρώτος μαντολινίστας που βρέθηκε υποψήφιος για βραβείο Grammy κλασικής μουσικής. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για έναν «πρέσβη» του μαντολίνου. 

«Έτσι όπως το βλέπω εγώ, δεν θα έλεγα τόσο ότι παίζω μαντολίνο, όσο ότι παίζω απλώς μουσική», παρατηρεί ο Αβί Αβιτάλ. «Το μαντολίνο είναι το όργανο που τυχαίνει να έχω στα χέρια μου. Ο κόσμος έχει αρχίσει πράγματι να το ανακαλύπτει, με τη βοήθεια και άλλων συναδέλφων. Και η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ να το προωθήσω. Όταν όμως  ανεβαίνω στη σκηνή, δεν απευθύνομαι στους ανθρώπους σαν να τους λέω “και τώρα ακούστε το μαντολίνο”. Τους προσφέρω απλώς μουσική». 

Η οποία, μπορεί να περιλαμβάνει εκείνες τις μεταγραφές έργων που λέγαμε: ο Αβιτάλ τα επιλέγει ανάλογα με την προστιθέμενη αξία που αισθάνεται ότι μπορεί να τους προσδώσει, με την προσωπική σύνδεση που έχει μαζί τους, με τη «φρέσκια» εμπειρία που είναι ικανός να προσφέρει παίζοντάς τα. Η τελευταία μπορεί να συνίσταται και στο ότι ο Μπαχ, παιγμένος σε μαντολίνο, ακούγεται, όπως λέει ο Αβιτάλ, «πιο τραγανιστός». Το μαντολίνο, γενικά, είναι «τόσο ευέλικτο που μοιάζει με χαμαιλέοντα», προσθέτει ο μουσικός. Άλλες φορές ωστόσο, είναι ένα όργανο που τονίζει υπάρχοντα στοιχεία: «ο Βιβάλντι ακούγεται ακόμα πιο Ιταλός», εξηγεί ο Ισραηλινός, «ο Ραχμάνινοφ πιο Ρώσος μιας και το μαντολίνο παραπέμπει στη μπαλαλάικα και οι R.E.M. ακούγονται σαν άλλος ένας υπέροχος τρόπος για να αξιοποιηθεί ο μοναδικός ήχος του οργάνου». 

Οι R.E.M. είπε; Ναι, γιατί η μεγάλη επιτυχία τους, το «Loosing My Religion», έχει τη βασική μελωδική γραμμή του, παιγμένη με μαντολίνο. Ο Αβιτάλ αναγνωρίζει ότι το κομμάτι συνέβαλε θετικά στην περαιτέρω διάδοση του αγαπημένου του οργάνου.

Τα μυστικά του μαντολίνου-2

Όταν πάντως τον ρωτάμε για τα κριτήρια με τα οποία διάλεξε το πρόγραμμα που θα παρουσιάσει την ερχόμενη Τρίτη, 25 Ιουλίου, στο 8ο Φεστιβάλ Κλασικής Μουσικής Κουφονησίων, ο μουσικός αφήνει κατά μέρους το δημοφιλές και το γενικό, για να εστιάσει στο ειδικό. 

«Οταν σχεδιάζω το πρόγραμμα μιας συναυλίας, λαμβάνω πάντοτε υπόψη μου τον χώρο, την αρχιτεκτονική του, τον αριθμό των θεατών, την εποχή του χρόνου,  την ώρα της ημέρας κ.ά.», λέει ο Αβιτάλ και προσθέτει ότι στα Κουφονήσια έχει ήδη βρεθεί άλλες τέσσερις φορές. Εκεί γνώρισε και τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ, τον μαέστρο Κορνήλιο Μιχαηλίδη. «Ξέρω λοιπόν που ακριβώς πρόκειται να παίξω», λέει ο Ισραηλινός, που εκείνο το βράδυ θα συνοδεύεται από τον Σίμο Παπάνα (βιολί), τον Αντώνη Σουσάμογλου (βιολί), τον David Bogorad (βιόλα) και τον Δήμο Γκουνταρούλη (βιολοντσέλο). «Το κεντρικό κομμάτι του προγράμματος», καταλήγει, «είναι ενός βρετανού συνθέτη, του Ντέιβιντ Μπρους. Λέγεται “Cymbeline” και τα τρία μέρη του αντιστοιχούν στις τρεις φάσεις του κύκλου της ημέρας -ανατολή, μεσημβρία, δύση- αλλά και του κύκλου της ανθρώπων: γέννηση, ζωή και θάνατος. Το κομμάτι περιέχει και ένα στοιχείο αναστοχασμού και αναπόλησης. Έχει κάτι το μαγικό. Και γνωρίζω ότι, όταν θα το παίζω, ο ήλιος θα δύει: η τέλεια οπτική φιλοφρόνηση μιας δραματικής μελωδίας». 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT