Ενας γίγαντας που έμεινε στ’ αμπάρια…

Ενας γίγαντας που έμεινε στ’ αμπάρια…

Το σπουδαίο εικονογραφικό έργο του λησμονημένου εικαστικού Ευάγγελου Σπυρίδωνος για τα «Λόγια της πλώρης»

6' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας ανέβηκε στο επιβατηγό ατμόπλοιο «Αθήναι» για να εργαστεί ως γιατρός, ήταν 27 ετών και είχε μόλις πάρει την άδεια άσκησης επαγγέλματος. Γεννημένος στα Λεχαινά της Ηλείας το 1865, ήταν ένας ακόμα στεριανός που τον κέρδισε το κάλεσμα της θάλασσας. Επλευσε με το «Αθήναι» στην Ελλάδα, τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο μεταξύ 1892 και 1894, παίρνοντας έτσι μια γερή γεύση από τη ζωή των ναυτικών. Την εμπειρία του εκείνη, ο γιατρός-πεζογράφος αποτύπωσε σε ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο με τίτλο «Σ’ Ανατολή και Δύση» καθώς και σε μια συλλογή διηγημάτων που πήραν τον τίτλο «Λόγια της πλώρης». Είκοσι ιστορίες που μυρίζουν αλάτι, αγωνία και φουρτούνα και που, από τότε που πρωτοεκδόθηκαν, λίγους μήνες πριν τον ερχομό του εικοστού αιώνα, την άνοιξη του 1899, έγιναν για τη χώρα μας (ίσως μαζί και με το «Μαραμπού» του Νίκου Καββαδία), κάτι σαν «ευαγγέλιο» της ζωής στη θάλασσα.

Ενας γίγαντας που έμεινε στ’ αμπάρια…-1

Γραμμένη στην καθομιλουμένη, σε μια εποχή που το «γλωσσικό ζήτημα» ήταν ακόμα θερμό, η συλλογή χαρακτηρίστηκε «δόξα της δημοτικής πεζογραφίας». Και ενώ η γλώσσα της συχνά γίνεται δυσνόητη και κρυπτική περιέχοντας ναυτική ορολογία της εποχής, τελικά γοητεύει και γίνεται και ένα ντοκουμέντο του καιρού των ξύλινων ιστιοφόρων, μιας πρόσφατης ναυτικής μας ιστορίας και παράδοσης που σήμερα τείνει να εξαφανιστεί.

Στις αλλεπάλληλες εκδόσεις τους, τα «Λόγια της πλώρης» είχαν για μισό αιώνα τη δική τους αυτόνομη αξία και δύναμη, ώσπου οι εκδόσεις Εστία εγκαινίασαν τη δεκαετία του ’50 την κλασική «Σειρά Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» και τους έδωσαν νέα εικόνα. Ο εκδοτικός οίκος, συνεργαζόμενος με πλειάδα κορυφαίων εγχώριων ζωγράφων και εικονογράφων, παρουσίασε μια σειρά με γραφιστικό σχεδιασμό αληθινά μοντέρνο, που στεκόταν πολύ ψηλά ακόμα και μέσα στον διεθνή εκδοτικό στίβο. Τα «Λόγια της πλώρης» ήταν το όγδοο βιβλίο της σειράς και είχε εικονογράφο έναν αληθινό γίγαντα των εγχώριων γραφικών τεχνών, τον Ευάγγελο Σπυρίδωνος. Εναν γίγαντα, όμως, που έμεινε στην αφάνεια.

Ενας γίγαντας που έμεινε στ’ αμπάρια…-2

Στις σελίδες της έκδοσης τυπογραφικά στοιχεία και σχέδια σινικής μελάνης έχουν γίνει ένα, λες και Καρκαβίτσας και Σπυρίδωνος αφηγούνται μαζί. Σε εκείνα τα εντυπωσιακά, σχεδόν βιβλικά πρωτογράμματα στην αρχή του κάθε διηγήματος, ο εικονογράφος μοιάζει να λέει στον συγγραφέα πως αγάπησε τόσο το έργο του, τόσο το τίμησε, που τελικά έγινε και δικό του. Βάζει τους λακωνικούς, τρομακτικούς τίτλους διηγημάτων όπως «Κακότυχος» ή «Ναυάγια» δίπλα στις περίτεχνες εικόνες που έχει σμιλεύσει, και είναι λες και τους έγραψε ο ίδιος.

Με τις εικονογραφήσεις του Ευάγγελου Σπυρίδωνος κυκλοφόρησε η «Εστία» και άλλα έργα του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Ο «Ζητιάνος» (το έτερο δημοφιλές έργο του συγγραφέα, στο οποίο πρωταγωνιστεί ίσως η πιο διάσημη λαϊκή λογοτεχνική μορφή της Ελλάδας πριν από τον Ζορμπά του Καζαντζάκη) κοσμείται κι αυτός με τα αιχμηρά του σχέδια. Στο εξώφυλλο, ο «ζητιάνος» απεικονίζεται με τρόπο γελοιογραφικό και αγιογραφικό μαζί, με γραμμές που κόβουν σαν ξυράφι. Και αυτά τα γράμματα που έχουν γίνει στο χέρι, έχουν χαρακτήρα και δύναμη, λες και κάθε ένα τους φωνάζει τους φθόγγους με μια χροιά μοναδική, που δεν μπορεί να ακουστεί αλλού. Στο χέρι του μεγάλου μάστορα, τα κεφαλαία γράμματα τίτλων γίνονται αιχμηρά όπλα. Περισσότερο μοιάζουν με μεγαλόπρεπα εκκλησιαστικά σκεύη ή περίτεχνα γλυπτά, παρά με κοινά τυπογραφικά στοιχεία που διεκπεραιώνουν μια βασική επικοινωνιακή αποστολή. Μαζί με την κεντρική εικόνα του εξωφύλλου, φτιάχνουν μια ενότητα που συνοψίζει πιστά τον κόσμο στον οποίο ελπίζει να σε παρασύρει το βιβλίο. Ακριβώς η ίδια οπτική λειτουργία, η ίδια διαδραστική και οργανική συνύπαρξη εικονογράφου και συγγραφέα, συναντάται και στα μυθιστορήματα του Καρκαβίτσα «Η λυγερή» και «Ο αρχαιολόγος», όπου και εκεί ο Σπυρίδωνος αφήνει το μαγικό του άγγιγμα.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1900 και πέθανε το 1977. Αποφοίτησε από την ΑΣΚΤ το 1925 και από το 1940 αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και στην εικονογράφηση εντύπων.

Ενδιαφέρον έχει επίσης να βρει κανείς και το εξώφυλλο που σχεδίασε το 1958 για το βιβλίο «Φώτα στο πέλαγος» του δημοσιογράφου, συγγραφέα και ακαδημαϊκού Πέτρου Χάρη, διευθυντή της «Νέας Εστίας» από το 1935 έως το 1987. Οπως και τα «Λόγια της πλώρης», έτσι κι αυτό, κομμάτι της «Σειράς Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» της Εστίας, φέρει ένα εκπληκτικά ατμοσφαιρικό εξώφυλλο του Σπυρίδωνος, όπου ένα καράβι στον ορίζοντα φέγγει τα φώτα του στο κύμα, με τους επιβλητικούς χαρακτήρες τίτλων να φτιάχνουν και εδώ τη δική τους μαγεία, κάνοντας την εικόνα να θυμίζει την αφίσα κάποιας παλιάς ταινίας.

Ενας γίγαντας που έμεινε στ’ αμπάρια…-3
Στις σελίδες της έκδοσης τυπογραφικά στοιχεία και σχέδια έχουν γίνει ένα, λες και Καρκαβίτσας και Σπυρίδωνος αφηγούνται μαζί.

«Γιαλό-Γιαλό»

Αξέχαστη είναι και η σειρά των εικονογραφήσεων που είχε κάνει για τη θρυλική σειρά των «θαλασσινών» βιβλίων του Θέμου Ποταμιάνου, όπως το «Με το γυαλί του ψαρά» ή το «Γιαλό-Γιαλό» (για τα σχέδιά του στο οποίο τιμήθηκε στον παγκόσμιο διαγωνισμό Αντερσεν το 1960), βιβλία όπου τα ψάρια και η αλιεία τους είναι πράγματα που παρουσιάζονται απολαυστικά ως το υλικό ενός θρύλου. Εκεί, κάθε λογής θαλασσινό, κάθε λογής ενάλιος οργανισμός, γίνεται ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας, μια μορφή γεμάτη αιχμή και προσωπικότητα, ένας ήρωας σε μια αλλόκοτη ιστορία κόμικς. Και λέμε αλλόκοτη, γιατί στα σχέδια του Σπυρίδωνος συναντάμε πάντοτε κάτι το αδιόρατα και υπαινικτικά «σκοτεινό», έναν απόκοσμα χιουμοριστικό «μακάβριο χορό» της Ελλάδας του ’50.

Η γοργόνα που εμφανίζεται ξανά και ξανά στην έκδοση (όχι μόνο στο εξώφυλλο, όπου παίρνει τη μορφή ακρόπρωρου που μοιάζει έτοιμο να ζωντανέψει, αλλά και στα πρωτογράμματα δύο ιστοριών καθώς και ως διακοσμητικό σχέδιο στο τέλος μια άλλης ιστορίας), γίνεται κάτι σαν κεντρική ηρωίδα της συλλογής. Μια ηρωίδα καταραμένη και απόλυτα τρομακτική, ένα τέρας της θάλασσας με βλέμμα που μαγνητίζει και στοιχειώνει, «θεότρεμος όγκος που χιλιόμορφη κόρη στάθηκε μπροστά του», όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας. Τα σχεδόν τρία χρόνια που εκείνος ο στεριανός από τα Λεχαινά της Ηλείας πέρασε εν πλω, αποτυπώθηκαν για πάντα στα γεμάτα τρέλα και φωτιά μάτια εκείνης της τερατώδους γοργόνας του Ευάγγελου Σπυρίδωνος. Ποιος ήταν όμως, και τι ξέρουμε για αυτόν;

Ενας γίγαντας που έμεινε στ’ αμπάρια…-4

Στο «Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών» των εκδόσεων Μέλισσα, και σε λήμμα που υπογράφει ο καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης του ΕΚΠΑ Δημήτρης Παυλόπουλος, βρίσκουμε μερικές πολύτιμες πληροφορίες. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1900 και πέθανε το 1977. Αποφοίτησε από την ΑΣΚΤ το 1925 και από το 1940 αφοσιώθηκε στη ζωγραφική και στην εικονογράφηση εντύπων, φιλοτεχνώντας εξώφυλλα και βιβλία όχι μόνο της «Εστίας» αλλά και των εκδοτικών οίκων «Ατλαντίς» και «Αστήρ». Πολλά από τα βιβλία με τα οποία μεγάλωσαν (και με τα οποία ακόμα μεγαλώνουν) τα παιδιά, έχουν τη ζωγραφική του, μια ζωγραφική που, όπως σημειώνει ο Δ. Παυλόπουλος, «αναπτύσσει ένα ιδίωμα ακαδημαϊκού ρεαλισμού ιμπρεσιονιστικών χρωμάτων». Τα σκίτσα του, συμπληρώνει, «διακρίνονται για την αμεσότητα των γραμμών και τη ζωντάνια της αφήγησης». Μαθαίνουμε ακόμα πως επιδόθηκε και στη σκηνογραφία, ενώ χρημάτισε από το 1932 καλλιτεχνικός διευθυντής της διαφημιστικής εταιρείας ΑΛΜΑ.

Ενας γίγαντας που έμεινε στ’ αμπάρια…-5

Αναρωτιόμαστε, φυσικά, γιατί ένας καλλιτέχνης τέτοιου διαμετρήματος πέρασε στη λήθη. Ψάχνοντας την απάντηση, στο μυαλό μας έρχεται ένας άλλος σπουδαίος «άγνωστος», ο γραφίστας και εικονογράφος Νίκος Καστανάκης, που έριξε φως πάνω του ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κωστής Λιόντης, με μια πολύτιμη μελέτη που εξέδωσε πρόσφατα για αυτόν («Ολίγα τινά περί Νίκου Καστανάκη», εκδ. Οδός Πανός, 2022). Τον ρωτήσαμε, πώς γίνεται η ιστορία να είναι τόσο άδικη για κάποιους τόσο σπουδαίους, τόσο κορυφαίους δημιουργούς; «Πρόσωπα της σκιτσογραφίας και των γραφικών τεχνών όπως ο Ευάγγελος Σπυρίδωνος, μένουν σε πλήρη αφάνεια γιατί δεν είναι δυνατή η μελέτη τους εάν προηγουμένως δεν συγκεντρωθούν λεπτομερώς τα ακριβή δεδομένα γύρω από τις καλλιτεχνικές τους εκφάνσεις», μας απαντά ο Κ. Λιόντης, συνεχίζοντας: «Εισέρχεται δηλαδή ως βασική προϋπόθεση μελέτης τους η έρευνα. Σε τυχόν πλημμελή συνάθροιση στοιχείων, η εικόνα τους παραμένει ελλιπής ή, το πιο σύνηθες, στρεβλή. Δυστυχώς ο Σπυρίδωνος, μαζί με αρκετούς άλλους, εντάσσεται σε αυτές τις ατυχείς περιπτώσεις προσώπων, που μένουν αδιερεύνητοι, κοινώς “άψαχτοι”».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT