Τόνι Μπένετ: Ο τελευταίος του μεγάλου αμερικανικού ρεπερτορίου

Τόνι Μπένετ: Ο τελευταίος του μεγάλου αμερικανικού ρεπερτορίου

«Το μόνο που χρειάζομαι είναι ένα drum roll και απλά κάποιος να με παρουσιάσει στη σκηνή· μετά αναλαμβάνω εγώ!»

4' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Γιατί τόσος θρήνος για έναν 97χρονο που έζησε μια ζωή γεμάτη επιτυχίες, διακρίσεις και ευτυχισμένες στιγμές; Γιατί τρεις πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών –Μπιλ Κλίντον, Μπαράκ Ομπάμα και Τζο Μπάιντεν– εξέδωσαν ανακοινώσεις κάνοντας λόγο, αντίστοιχα, για «μοναδική φωνή και γενναιόδωρο πνεύμα», «εμβληματικό διασκεδαστή» που «δεν τραγουδούσε απλώς κλασικά τραγούδια, αλλά ήταν ο ίδιος μια κλασική αμερικανική αξία»;

Γιατί νέοι άνθρωποι που θα μπορούσαν να ήταν εγγόνια του έκαναν αναρτήσεις αποχαιρετώντας τον σαν να τον είχαν πόστερ στα εφηβικά τους δωμάτια; Γιατί καλλιτέχνες τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, όπως η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, ο Ελτον Τζον, ο Οζι Οζμπορν, ο Αλεκ Μπάλντουιν, ο Νάιλ Ρότζερς των Chic, ο μπλουζ κιθαρίστας Τζο Μποναμάσα, ο Ρόμπερτ ντε Νίρο υπέβαλαν τα σέβη τους και κοινοποίησαν τη θλίψη τους;

Πρώτον, ο Μπένετ υπήρξε ο τελευταίος των τελευταίων μιας εποχής που μοιάζει σαν μια vintage καρτ ποστάλ η οποία διατηρείται στη μνήμη μόνον χάρη σε κάποιες ασπρόμαυρες ταινίες του Χόλιγουντ. Θα διαβάσατε, πιθανότατα, αυτές τις μέρες ότι ο Μπένετ ήταν ταγμένος στο περίφημο Great American Songbook, δηλαδή στις αριστουργηματικές συνθέσεις, κατά κανόνα τρίλεπτης διάρκειας τραγούδια με ρομαντικούς στίχους, που γράφτηκαν την περίοδο 1920-1955 από επαγγελματίες συνθέτες, όπως Ιρβινγκ Μπέρλιν, Τζορτζ Γκέρσουιν, Κόουλ Πόρτερ, Τζερόμ Κερν, Τζόνι Μέρσερ, Χόουγκι Καρμάικλ κ.ά., που πιθανότατα δεν λένε πολλά στον μέσο Ελληνα ακροατή, αλλά όλοι έχουμε ακούσει και γνωρίζουμε δεκάδες μελωδίες που φέρουν την υπογραφή τους μέσα από κινηματογραφικά μιούζικαλ, θεατρικές παραγωγές του Μπρόντγουεϊ, αλλά και εκατοντάδες τζαζ διασκευές, τα λεγόμενα «standards».

Οπως δήλωνε ο ίδιος ο Μπένετ, «δεν θα προσπαθήσω ποτέ να το παίξω μοντέρνος επειδή έτσι επιτάσσει μια δισκογραφική εταιρεία. Δεν με ενδιαφέρει να ακολουθώ τη μόδα. Τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 υπήρξε μια αναγέννηση στη μουσική, για μένα εφάμιλλη της καλλιτεχνικής Αναγέννησης. Τότε γράφτηκαν τα καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών. Γι’ αυτό τα λέμε κλασικά και αποστολή μου είναι να διαφυλάξω την κληρονομιά τους: δεν είναι ελαφρά διασκέδαση, είναι κλασική μουσική!».

Στα 24 του η δισκογραφική εταιρεία Columbia τού προσέφερε το πρώτο ελκυστικό συμβόλαιο. Θα έμενε μαζί της, με μικρά διαλείμματα, για 70 χρόνια.

Η έλευση του ροκ εν ρολ στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έπληξε ελαφρώς τη δημοτικότητά του και, αργότερα, η περίφημη «βρετανική εισβολή» των Beatles, Rolling Stones, Zombies, Hollies έδωσε τη χαριστική βολή, καθώς τον έστειλε και αυτόν στο Λας Βέγκας να διασκεδάζει μεθυσμένους μεσήλικες λίγο πριν ή λίγο αφότου περάσουν από τη ρουλέτα…

Η δεκαετία του ’70 ήταν μια περίοδος παρακμής: εθισμός στα ναρκωτικά, τεράστια οικονομικά προβλήματα και κυνήγι από την εφορία, το πρώτο διαζύγιο, κατάρρευση του δικού του δισκογραφικού label, μια άκαρπη μετακόμιση στο Λονδίνο και μόνον δύο αξιόλογοι δίσκοι, και οι δύο με τον καταπληκτικό τζαζ πιανίστα Μπιλ Εβανς, που άρεσαν μεν στους κριτικούς, αλλά αγνοήθηκαν από το ευρύ κοινό. Το 1979 τον βρίσκει χωρίς χρήματα, χωρίς μάνατζερ, χωρίς δισκογραφική στέγη και χωρίς καμιά προοπτική.

Ολα άλλαξαν εκείνη τη χρονιά, όταν μια υπερβολική δόση κοκαΐνης του προκάλεσε ανακοπή καρδιάς. Συγκλονισμένος από τη σχεδόν μοιραία εμπειρία, ο Μπένετ κάλεσε στο τηλέφωνο τον γιο του Ντάνι, 25 ετών τότε και αποτυχημένο μουσικό της κάντρι, για να ζητήσει βοήθεια. Ηταν το σημαντικότερο τηλεφώνημα που είχε κάνει μέχρι τότε στη ζωή του – σημαντικότερο και από κάθε άλλο που θα έκανε όλα τα επόμενα χρόνια.

Ο Ντάνι Μπένετ αποδείχθηκε ο ιδανικός μάνατζερ του πατέρα του: τον απομάκρυνε από το Λας Βέγκας, για να αποτινάξει το image του ξεπεσμένου σταρ, ρύθμισε όλα τα χρέη, τον έπεισε να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, τον έβγαλε περιοδεία σε μικρά κλαμπ και έπεισε την Columbia να τον δεχθεί και πάλι στις τάξεις της. Η επάνοδος προς την επιτυχία επικυρώθηκε με την πρόσκληση του MTV το 1994, στην κορυφή της δημοτικότητας του μουσικού καναλιού, να ηχογραφήσει ένα «Unplugged» στα στούντιό του. Η απάντησή του ήταν πιστοποίηση της συνέπειάς του: «Αν θέλω να ηχογραφήσω ένα άλμπουμ μόνο με ακουστικά όργανα; Μα αυτό κάνω όλη μου τη ζωή ούτως ή άλλως!».

Η καλοντυμένη φιγούρα του Τόνι Μπένετ, με το κοστούμι, τη γραβάτα («μερικές φορές νιώθω ότι η γραβάτα είναι ο βασικός λόγος που παραμένω επιτυχημένος και ξεχωρίζω») και το προσεκτικά διπλωμένο μαντιλάκι τσέπης, εμφανιζόταν σε κάθε μουσική εκδήλωση αγκαλιά με «hip» ράπερ (Public Enemy), ατημέλητους ρόκερ παλιάς (Κιθ Ρίτσαρντς) και νέας (Red Hot Chili Peppers) γενιάς. Ηταν ο κουλ θείος, δίπλα στον οποίο ο νέοι τσακώνονταν για το ποιος θα καθίσει πιο κοντά!

Δεύτερον, ο Μπένετ αποτελούσε την επιτομή του american dream. Γιος φτωχών μεταναστών από την Ιταλία, πήρε μέρος στο τελικό στάδιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Στην αυτοβιογραφία του «The Good Life» (Simon & Schuster, 1998), έγραφε: «Οποιος νομίζει ότι υπάρχει οτιδήποτε το ρομαντικό σε έναν πόλεμο, προφανώς δεν είχε ποτέ εμπειρία από το μέτωπο. Είναι ένας εφιάλτης μόνιμος. Είδα πράγματα που κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε ποτέ να δει. Αυτό δεν είναι ζωή…».

Εκανε παρέα με Αφροαμερικανούς, σε μια εποχή που λευκοί και μαύροι δεν μπορούσαν καν να πιουν νερό από τον ίδιο ψύκτη, ενώ αρνείτο πεισματικά να εμφανιστεί στη Νότιο Αφρική του απαρτχάιντ. Πραγματοποίησε το προαναφερθέν comeback (η Αμερική πάντοτε θα αγαπάει τους ήρωες που «τσαλακώνονται», αλλά τελικά στέκονται ξανά στα πόδια τους).

Τέλος, κατάφερε να αντισταθεί στο Αλτσχάιμερ, καθώς, παραδόξως, δεν ξέχναγε ποτέ κανέναν στίχο από τα εκατοντάδες τραγούδια του ρεπερτορίου του.

Αλήθεια, τι άλλο θα μπορούσε να είχε καταφέρει ο ιταλικής καταγωγής Αντονι Ντομινίκ Μπενεντέτο, που γεννήθηκε σε έναν άλλο κόσμο, το 1926 στο Λονγκ Αϊλαντ της Νέας Υόρκης; Οπως παραδεχόταν και ο ίδιος στο πιο πρόσφατο βιβλίο του, «Just Getting Started» (Harper Collins, 2017), «οι νέοι καλλιτέχνες δείχνουν όμορφοι στις κάμερες, αλλά δεν μπορούν να κρατήσουν την προσοχή του κοινού για περισσότερα από είκοσι λεπτά. Γι’ αυτό βλέπεις να καταφεύγουν σε πυροτεχνήματα και γιγαντοοθόνες. Η γενιά μου έμαθε αλλιώς. Το μόνο που χρειάζομαι είναι ένα drum roll και απλά κάποιος να με παρουσιάσει στη σκηνή· μετά αναλαμβάνω εγώ!».

* Ο κ. Σπήλιος Λαμπρόπουλος είναι δημοσιογράφος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT