Επανάσταση με τσέλο και θέρεμιν

Το 1966, οι Beach Boys προκάλεσαν ισχυρές δονήσεις στο μουσικό στερέωμα και εκθρόνισαν –για λίγο– τους Μπιτλς

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν στις αρχές του καλοκαιριού του 1967 κυκλοφόρησε το «Sgt Pepper’s Lonely Hearts Club Band», το όγδοο άλμπουμ των Μπιτλς, το Time έγραψε για μια «ιστορική καμπή στην ιστορία της μουσικής», ενώ οι Times του Λονδίνου μίλησαν για μια «αποφασιστική στιγμή στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού». Λόγια μεγάλα, που όμως δικαιολογούνται από το ίδιο το διαμέτρημα του αντικειμένου τους, εφόσον δεν επρόκειτο για «ακόμα έναν δίσκο» ενός ροκ συγκροτήματος, μια ακόμα συλλογή τραγουδιών, αλλά για έναν αυτοδύναμο καλλιτεχνικό μικρόκοσμο με ολοκληρωμένο και πρωτοποριακό υβριδικό αφήγημα. Μελόδραμα, μιούζικαλ και καμπαρέ, κλασική ορχήστρα και πολυφωνική χορωδία, ποπ και ροκ μουσική, κλασικό, μοντέρνο και μεταμοντέρνο, όλα τους συμπυκνώθηκαν σε αυλάκια εκείνου του βινυλίου με τρόπο ιστορικό.

Και όμως, όπως συχνά συμβαίνει στην ιστορία της τέχνης, όλο αυτό δεν ήταν κάτι απόλυτα ρηξικέλευθο. Ο Πολ Μακάρτνεϊ, κύριος εμπνευστής του εγχειρήματος, είχε επηρεαστεί από έναν συνάδελφό του στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, την ψυχή των Beach Boys, τον τραγουδιστή, συνθέτη και παραγωγό Μπράιαν Γουίλσον. Τον Γουίλσον που, με το ουρανοκατέβατο καλλιτεχνικό του χάρισμα, ένα χρόνο πριν είχε κάνει τη δική του «ιστορική καμπή» στη μουσική, με την κυκλοφορία του άλμπουμ των Beach Boys «Pet Sounds». Ο Μακάρτνεϊ το είχε πει ξεκάθαρα: «Το άλμπουμ «Pet Sounds» ήταν η έμπνευσή μου για να κάνω το Sgt Pepper’s». Μια διάσημη δήλωση που συμβολίζει με τον πιο τρανταχτό τρόπο τη βαρύτητα εκείνου του δίσκου που, το καλοκαίρι του ’66, άλλαξε για πάντα το δημόσιο πρόσωπο των «ξανθών σέρφερ» με τις σανίδες στο χέρι, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι μουσικοί και οι παραγωγοί έβλεπαν την τέχνη της ηχογράφησης ενός δίσκου.

Από το υλικό των ηχογραφήσεων για τον δίσκο προέκυψε και ένα κομμάτι-φαινόμενο που κυκλοφόρησε ξεχωριστά ως σινγκλ, το θρυλικό «Good Vibrations» («Καλές δονήσεις»), που εκείνη τη στιγμή ήταν η πιο ακριβή ποπ μουσική παραγωγή που είχε γίνει ποτέ. Οι δοκιμαστικές ηχογραφήσεις του ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 1966, κράτησαν έξι μήνες και έγιναν σε τέσσερα διαφορετικά στούντιο του Λος Αντζελες (εφόσον, όπως είχε πει ο Γουίλσον, «κάθε στούντιο έχει τον δικό του ξεχωριστό ήχο»).

Το τραγούδι «Good Vibrations» από το άλμπουμ «Pet Sounds» των Καλιφορνέζων σέρφερ θεωρήθηκε –όχι άδικα– φορέας ενός «νέου ήχου».

Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, όταν το κομμάτι βγήκε στα δισκοπωλεία ως σινγκλ, έγινε αμέσως παγκόσμια επιτυχία. Σύσσωμος ο Τύπος έγραψε πως επρόκειτο για το «πιο περιπετειώδες δείγμα ποπ μουσικής που είχε ποτέ κυκλοφορήσει» κάτι που ακόμα και σήμερα γίνεται αντιληπτό, εφόσον στα τέσσερα λεπτά της διάρκειάς του το κομμάτι περνάει μέσα από έξι διαφορετικά στάδια στα οποία απολαμβάνει κανείς μια αληθινή γιορτή από ασυνήθιστα όργανα και ήχους, μια μουσική πανδαισία που ουδέποτε στο παρελθόν είχε ακουστεί στο πλαίσιο της ποπ μουσικής. Ο Ντέρεκ Τέιλορ, εκπρόσωπος Τύπου της μπάντας, το είχε χαρακτηρίσει «συμφωνία τσέπης», ενώ η βρετανική Sunday Express ανακοίνωνε με μεγάλα γράμματα: «Επιτέλους! Βρήκαν τον νέο ήχο!». Εστω και προσωρινά, ο Μπράιαν Γουίλσον είχε εκθρονίσει τους Λένον και Μακάρτνεϊ από την κορυφή της παγκόσμιας μουσικής βιομηχανίας.

«Εικαστικό» κομμάτι

Το «Good Vibrations» ήταν ένα αληθινά «εικαστικό» κομμάτι, το πρώτο στα μουσικά χρονικά στο οποίο συμμετείχε το τσέλο –όργανο της κλασικής μουσικής παράδοσης– ως πρωταγωνιστικό ροκ όργανο. Δεν μπήκε όμως το τσέλο στο στούντιο, αλλά και το θέρεμιν – ένα ηλεκτρικό θέρεμιν που έδινε μια απόκοσμη, «διαστημική» διάσταση στον ήχο του κομματιού, που μάλιστα συμβολίζει και την έννοια των “δονήσεων” που αναφέρονται στους στίχους του. Δονήσεις για τις οποίες, όπως είχε πει ο Γουίλσον, είχε ακούσει μικρός από τη μητέρα του –ενεργειακά κύματα που μπορούν να μας επηρεάσουν εξ αποστάσεως– που στο πλαίσιο του κομματιού έχουν γίνει θεραπευτικές, εφόσον προέρχονται, όπως λένε οι στίχοι, από ένα ευγενικό κορίτσι που χαμογελάει και που ο ήλιος «παίζει ανάμεσα στα μαλλιά της».

Παρά την αχαλίνωτη καινοτομία και τη φουτουριστική μουσική του αξία, το «Good Vibrations» μιλάει για κάτι πολύ παλιό: τη χαρά και τον ενθουσιασμό που νιώθει κανείς κοντά σε αυτόν που αγαπάει. Είναι αυτή η «θέρμη του ήλιου», για την οποία είχε τραγουδήσει τόσο συγκινητικά ο Γουίλσον στο «Warmth of the Sun» του 1964, εκεί που, ενώ θρηνούσε την αγάπη που μόλις είχε χάσει, του αρκούσε που, όταν ερχόταν η νύχτα, εκείνος «έχει μέσα του τη ζεστασιά του ήλιου». Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1997, σε μια αγγλική έκδοση για τον ίδιο και το συγκρότημά του, έγραψε προς τους θαυμαστές του έναν πρόλογο που κατέληγε ως εξής: «Nα θυμάστε πως, με τη μουσική μας, πάντοτε η πρόθεσή μας ήταν να σας γεμίσουμε με αγάπη».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT