Στη Νινέττα.
Tρεις δεκαετίες από την αναχώρηση του Γιάννη Ρίτσου το έργο του συνεχίζει να εμπλουτίζεται με τη σταδιακή έκδοση από την παρακαταθήκη των ανέκδοτων συλλογών του. Σε ό,τι αφορά το δημοσιευμένο έργο πριν από τον θάνατό του, γνωρίζουμε λίγο-πολύ τα πάντα, χάρη στη μνημειώδη «Βιβλιογραφία» της Αικατερίνης Μακρυνικόλα1. Είναι λοιπόν ιδιαίτερη τύχη να βρίσκει κανείς ένα άγνωστο ποίημα, που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο της βιβλιογραφίας της Μακρυνικόλα, ούτε ο τίτλος του στα «δημοσιεύματα που δεν εντοπίστηκαν».
Από το 1927 ώς το 1930 ο Γιάννης Ρίτσος νοσηλεύθηκε στο σανατόριο «Σωτηρία», με σοβαρή φυματίωση. Σε όλη τη διάρκεια της θεραπείας του έγραφε και δημοσίευε ποιήματα. Το 1927 δημοσίευσε 25 ποιήματα στο «Φιλολογικό περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» που σηματοδότησαν την εξέλιξη της γραφής του μετά τα πρώιμα που έστελνε στη «Διάπλαση των Παίδων».
Το 1928 δημοσίευσε άλλα 16 ποιήματα. Το 1929 βρισκόταν ακόμα στο «Σωτηρία»· στις 21 Ιουλίου 1928 είχε αυτοκτονήσει ο Καρυωτάκης και ο Ρίτσος είχε γνωριστεί στο σανατόριο με τη Μαρία Πολυδούρη (η οποία πέθανε στις 29 Απριλίου 1930). Το 1929 ήταν μια δύσκολη χρονιά και είχε δημοσιεύσει μόνο το ποίημα «Επίλογος» στο περιοδικό Φαντάζιο (τεύχος της 28ης Φεβρουαρίου).
Τον Ιούνιο του 1929 κυκλοφόρησε το 4ο τεύχος του περιοδικού «Πυρσός» με νέο τίτλο: «Οι νέοι»· στο τεύχος υπάρχει το άγνωστο ποίημα του Ρίτσου.
Ο «Πυρσός» είχε βγάλει τρία τεύχη το 1928 και αυτοπροσδιοριζόταν ως «εβδομαδιαίο όργανο των νέων λογοτεχνών». Διευθυντής του ήταν ο Νάσος Μαρτίνος. Ο Χ.Λ. Καράογλου το χαρακτηρίζει «θνησιγενές» και αναφέρει ότι «σύμφωνα με “Δήλωση” της Δ/νσης, από το επόμενο τεύχος, το τέταρτο (…), ο τίτλος θα άλλαζε από “Πυρσός” σε “Οι Νέοι”»2.
Ο Καράογλου και η ομάδα του δεν εντόπισαν πουθενά αυτό το 4ο τεύχος («μάλλον δεν κυκλοφόρησε», σημειώνει). Ομως το 4ο αυτό τεύχος κυκλοφόρησε με καθυστέρηση και ένα μοναδικό (απ’ ό,τι φαίνεται) αντίτυπο διασώθηκε.
Στο εκδοτικό σημείωμα του 4ου τεύχους, η Συντακτική Επιτροπή δικαιολόγησε την πεντάμηνη παύση του περιοδικού διότι, ετοιμάζοντας ένα αφιέρωμα στον Καρυωτάκη, όλοι οι συνεργάτες νόσησαν με Δάγκειο πυρετό. Στην τελευταία σελίδα προανήγγειλε φιλολογικό μνημόσυνο για τον Καρυωτάκη, η σκιά του οποίου ήταν βαριά. Το περιοδικό ήταν αξιόλογο. Ανάμεσα στους συνεργάτες των τριών πρώτων τευχών βρίσκονταν ο Γεράσιμος Γρηγόρης, ο Ορέστης Λάσκος, ο Χρήστος Λεβάντας και ο Γιώργος Κοτζιούλας. Οι συνεργάτες του 4ου τεύχους περιλάμβαναν ακόμα τον Γεράσιμο Γρηγόρη, τον Βασίλη Μεσολογγίτη, τον Καίσαρα Εμμανουήλ, τον Τεύκρο Ανθία, τον Παύλο Κριναίο και τον Γιάννη Ρίτσο με αυτό το ποίημα (με την ορθογραφία της έκδοσης χωρίς το τονικό σύστημα):
Διωγμένος έρως
Κάποιος χτυπάει, κάποιος χτυπάει ξανά τη θύρα μου·
– τέτοια ώρα τι γυρεύετε από μένα.
– βαθειά είναι η Νύχτα, έχουν σημάνει πια μεσάνυχτα
κι’ αν δεν κοιμάμαι είναι τα μάτια μου κλεισμένα.
– Εσύ σαι; ω ναι αναγνώρισα το βήμα σου
μάν’ είναι τόσο ωραίο το καλεσμά σου
κι’ αν λαχταράει η καρδιά στάρρωστα στήθεια μου,
Η Ρουμπίνη, κόρη της προϊσταμένης νοσοκόμας, τον αγάπησε και του μετέδωσε ελπίδα ζωής στα τρία χρόνια που νοσηλευόταν στο «Σωτηρία» παλεύοντας με τη φυματίωση.
κλειστή θα μένει η θύρα μου μπροστά σου.
Θα περιμένεις μες στη Νύχτα και γω ανήσυχος
κι’ άυπνος θ’ ακούω και θα προσέχω ν’ αναμένεις
κι όμως τα χέρια να σου ανοίξουν θάναι αδύναμα
κι’ ίσως να κουραστείς να με προσμένεις.
Και πριν χαράξει θε ν’ ακούσω να μακραίνουνε
συρτά, βαρειά σα σε κηδεία, τα βήματά σου
κι’ όμως χωρίς να μετανοιώσω γιατί σάφησα,
στηλά τα μάτια μου θα μείνουν στο Οραμά σου.
Η δραματικότητα του ποιήματος έχει εξήγηση. Το ποίημα γράφτηκε στο σανατόριο όπου ο Ρίτσος γνώρισε τον πρώτο πραγματικό έρωτα στη ζωή του – τη Ρουμπίνη, κόρη της προϊσταμένης νοσοκόμας, που τον αγάπησε και του μετέδωσε ελπίδα ζωής: «ώσπου ήρθε η Ρουμπίνη και είπε νά με – όχι δεν το ‘πε· ήταν: νά με, και το φως έγινε ακόμα πιο δυνατό ως μέσα στη νύχτα» (έγραψε ο Ρίτσος στον «γέροντα με τους χαρταετούς»). Ο «Διωγμένος έρως», διωγμένος όχι από έλλειψη επιθυμίας, αλλά από την αδυναμία της αρρώστιας, είναι, ίσως, μια μεταφορική ανάπλαση της συνάντησής του με τη Ρουμπίνη. Μάλλον έφτασε στη σύνταξη του «Πυρσού/Οι Νέοι» από τον συνεργάτη του περιοδικού Παύλο Κριναίο, καθημερινό επισκέπτη της Πολυδούρη στο «Σωτηρία».
(1) Αικατερίνη Μακρυνικόλα, «Bιβλιογραφία Γιάννη Ρίτσου 1924-1989», Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, 1993.
(2) Χ. Λ. Καράογλου (επιμ.), «Περιοδικά λόγου και τέχνης (1901-1940)· Αναλυτική βιβλιογραφία και παρουσίαση, τόμος Β: Αθηναϊκά περιοδικά (1926-1933)», University Studio Press 2002.
Ο κ. Βάσιας Τσοκόπουλος είναι ιστορικός.