«Αστυγραφίες» που γεφυρώνουν τις γενιές

«Αστυγραφίες» που γεφυρώνουν τις γενιές

Εχει πολύ ενδιαφέρον η ιδέα της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης Συραγώς Τσιάρα να οργανωθούν διαγενεακά προγράμματα επισκέψεων στην «Αστυγραφία», στα οποία οι παππούδες και οι γιαγιάδες θα διηγούνται στα εγγόνια τους τα δικά τους βιώματα από την Αθήνα των δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70

2' 23" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχει πολύ ενδιαφέρον η ιδέα της διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης Συραγώς Τσιάρα να οργανωθούν διαγενεακά προγράμματα επισκέψεων στην «Αστυγραφία», στα οποία οι παππούδες και οι γιαγιάδες θα διηγούνται στα εγγόνια τους τα δικά τους βιώματα από την Αθήνα των δεκαετιών του ’50, του ’60 και του ’70. Αλήθεια, τι έχει περάσει στις νέες γενιές από την Αθήνα των δεκαετιών εκείνων; Την πρωτεύουσα μιας χώρας που ανοικοδομήθηκε από τα συντρίμμια της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, που αναπτύχθηκε υδροκεφαλικά προετοιμαζόμενη για το μεταπολεμικό όνειρο της δανεικής ευμάρειας;

Η έκθεση «Αστυγραφία. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970», που φιλοξενείται στην Εθνική Πινακοθήκη έως τις 3 Μαρτίου 2024 σε σύλληψη και επιμέλεια της κ. Τσιάρα, περιλαμβάνει 202 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, εγκαταστάσεις, φωτογραφίες, ενώ προβάλλονται αποσπάσματα από 22 κινηματογραφικές ταινίες. Η αξία των ταινιών –λαμπρά δείγματα του ελληνικού νεορεαλισμού– για την κατανόηση των αρμών της έκθεσης είναι καθοριστική για τον θεατή της, καθώς οι ελληνικές ταινίες του ’50 και του ’60 εισήγαγαν νέες αντιλήψεις για τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, την οικογένεια και την κοινωνία, διαμόρφωσαν καταναλωτικές συνήθειες, σκιαγράφησαν τους όρους συνύπαρξης στο κέντρο, τη γειτονιά, τη (νεοεμφανιζόμενη) πολυκατοικία μέσω της αντιπαροχής. Ετσι «συνομιλούν» – «εξηγούν» με τα εικαστικά έργα.

«Η πόλη αλλάζει και μαζί της αλλάζουν και οι άνθρωποι. Γίνεται πεδίο συγκρότησης νέων ταυτοτήτων για εσωτερικούς και εξωτερικούς μετανάστες, αγκαλιά και καταφύγιο, τόπος συνάντησης και επιθυμίας, αλλά και μηχανισμός αποξένωσης, απόρριψης, μαζικοποίησης και περιθωριοποίησης», γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα η Συραγώ Τσιάρα.

Εστίασα περισσότερο σε δύο ενότητες της έκθεσης. Η πρώτη για την οικιστική ανάπτυξη της πρωτεύουσας, καθώς η κατασκευή πολυκατοικιών, μέσω κυρίως της αντιπαροχής και της εργολαβίας, άλλαξε το τοπίο, την κλίμακα και τη σχέση των κατοίκων και των επισκεπτών με το περιβάλλον της πόλης. Η δεύτερη, αφορά τον μικρόκοσμο της καθημερινής ζωής, την οργάνωση του ιδιωτικού χώρου, τη μετανάστευση τόσο από την επαρχία στα αστικά κέντρα όσο και προς το εξωτερικό.

Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες οι Ελληνες αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή σε μια προσπάθεια να αποσείσουν το αίσθημα του μετεμφυλιακού. Επιθυμούσαν το νέο ξεκίνημα μέσα από ανωνυμία και έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, και αυτά τους τα προσέφερε η μεγάλη πρωτεύουσα, τα περίκλειστα διαμερίσματα, ο οργασμός της ανοικοδόμησης και της οικονομικής ανάπτυξης.

Ωστόσο, η άναρχη ανάπτυξη της Αθήνας κατά τις περασμένες δεκαετίες, τα χρόνια κακοδιατηρημένα κτίρια και πεζοδρόμια, οι υποφωτισμένες γειτονιές, δημιουργούν την αίσθηση μιας πόλης σε αποδρομή. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 οι άνθρωποι έβγαιναν στο φως της ανάπτυξης, μεταπολιτευτικά έζησαν τη λάμψη των παχιών αγελάδων, πλέον ο ρυθμός της προσωπικής ζωής επηρεάζεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

«Τώρα οι άνθρωποι αναζητούν την ορατότητα μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα. Ολοι βιώνουμε την ψηφιακή εποχή του εαυτού μας, παρουσιάζουμε μία ιδεατή εικόνα για τη ζωή μας», λέει η κ. Τσιάρα, σε μια μικρή κουβέντα μας ύστερα από μία ξενάγησή της –αληθινή τύχη– στο κοινό της έκθεσης. Πώς όμως μπορεί μία ρετουσαρισμένη εικόνα να προσφέρει αληθινά βιώματα;

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT