Πολύ πριν από την πρεμιέρα της στο Ηρώδειο, ήταν η πιο πολυσυζητημένη παραγωγή με άφθονα τοξικά, συχνά εμετικά σχόλια στο Διαδίκτυο και ειρωνικές παρατηρήσεις. Αιτία; Πώς τολμάει ένας τέως λυρικός τενόρος να καταπιαστεί με το σκέλος του επαγγέλματος που είχε εγκαταλείψει; Και πώς τολμάει ένας επιτυχημένος σκηνοθέτης κινηματογράφου να καταπιαστεί με όπερα; Ας περιμένουμε και ας κρίνουμε κατόπιν εορτής.
Πριν κρίνουμε, όμως, να επισημάνω ένα απαράδεκτο γεγονός: Η ομάδα έκανε μόνο μία πρόβα στο Ηρώδειο αντίθετα με ό,τι συμβαίνει τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών, όταν το θέατρο είναι διαθέσιμο για αρκετές πρόβες, απαραίτητες για όπερα. Πώς να συμπτυχθούν σε μία πρόβα το στήσιμο του σκηνικού, οι δοκιμές της χορωδίας, της ορχήστρας και των τραγουδιστών;
Και όμως, το αποτέλεσμα στην πρεμιέρα (28/8) ήταν ως επί το πλείστον ικανοποιητικό, σε ένα Ηρώδειο κατάμεστο, με κοινό που καταχειροκρότησε τους συντελεστές. Και μιας και μιλάμε για τη Νόρμα, ας αρχίσουμε με την πρωταγωνίστρια, τη Λιβανοκαναδέζα σοπράνο Τζόις Ελ Κούρι, την καλύτερη και πειστικότερη Νόρμα που έχω δει τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ωραία σκηνική παρουσία, φωνή με υπέροχο ηχόχρωμα και αποχρώσεις, φινέτσα όσον αφορά τις δυναμικές ενδείξεις –π.χ. εξαίσια πιανίσιμι– και αξιοσημείωτη τεχνική μαεστρία.
Τον Οροβέζο ενσάρκωσε εντυπωσιακά ο νέος Σέρβος μπάσος Σάβα Βέμιτς. Ψηλός και σκηνικά επιβλητικός, με βαθιά φωνή μπάσο προφόντο που τόσο λείπει στην εποχή μας και μελλοντικά ιδανικός για τους μεγάλους βερντιανούς ρόλους.
Ως Πολιόνε, ο Μάριος Φραγκούλης έκανε μια γενναία και αξιοπρεπή προσπάθεια να επιστρέψει στον αρχική καλλιτεχνική καταγωγή του. Η φωνή του έχει πάντα το πολύ ωραίο χρώμα και τη χροιά που τη χαρακτήριζε στις αρχές της πορείας του και μετά από εμφανές τρακ στις αρχικές σκηνές, η λαμπερή πατίνα της ενθουσίασε το κοινό. Περισσότερη προσοχή χρειαζόταν στη στήριξη της χαμηλής φωνητικής ζώνης.
Τον ρόλο της Ανταλτζίζα, που σωστά ανατέθηκε σε σοπράνο και όχι σε μέτζο (όπως συνηθίζεται στη μετά Κάλλας εποχή), ερμήνευσε η Αμερικανίδα Τερέζα Καρλομάνιο, στο ευρωπαϊκό ντεμπούτο της. Εξαιρετικά ευπαρουσίαστη, διαθέτει μια νεανική, απαλή λυρική φωνή που χρειάζεται ακόμη δουλειά όσον αφορά τις ψηλές νότες.
Απόλυτα ικανοποιητικοί, και φωνητικά και δραματικά, η Διαμαντή Κριτσωτάκη ως Κλοτίλδη και ο Αλεξάντερ Μάρεβ ως Φλάβιο.
Η σκηνοθεσία του Τομ Βολφ όσον αφορά το δραματικό σκέλος της όπερας, δηλαδή τους οπερατικούς χαρακτήρες και τη σχέση μεταξύ τους, ήταν ευαίσθητη, ψαγμένη και καθ’ όλα ικανοποιητική. Περισσότερες πρόβες στον χώρο θα είχαν σίγουρα εξασφαλίσει καλύτερη οργάνωση των κινήσεων των χορωδιών (Fons Mixed και Musicalis Choir) και των χορευτών στο σκηνικό του Ντέιβιντ Nεγκρίν, υποβλητικά φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο. Επίσης θα επιθυμούσαμε μεγαλύτερη ομοιογένεια στα κοστούμια των Δρυίδων (του Γιάννη Μεντζικώφ), που έμοιαζαν να προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους.
Μεγάλο μείον της βραδιάς ήταν η ορχήστρα (Εθνική Συμφωνική της ΕΡΤ) υπό τον Αμερικανό μαέστρο Γιουτζίν Κον: απογοητευτική στην εισαγωγή και στη συνέχεια αναιμική καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ο Κον ειδικεύεται στα ρεσιτάλ διάσημων τραγουδιστών, αλλά η διεύθυνση όπερας απαιτεί πολύ πιο έντονη και συνεχή ροή ενέργειας από τον μαέστρο προς τους ερμηνευτές.