ΒΕΝΕΤΙΑ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Δέκα ημέρες σινεμά και παραζάλης στη Βενετία. Τρεις, τέσσερις ή ακόμη και πέντε προβολές την ημέρα για όσους προλαβαίνουν και… αντέχουν. Από την άλλη, κάπως έτσι έχουμε καταφέρει να δούμε σχεδόν όλες τις ταινίες του φετινού διαγωνιστικού τμήματος του φεστιβάλ και, συνεπώς, να έχουμε ολοκληρωμένη άποψη σχετικά με τη φετινή «σοδειά» της Μόστρα. Η τελική ετυμηγορία, βέβαια, ανήκει στην κριτική επιτροπή του προέδρου, Ντάμιεν Σαζέλ, η οποία θα γνωστοποιήσει τις αποφάσεις τις σε μερικές ώρες, ωστόσο μέχρι τότε εμείς μπορούμε να κάνουμε τις προβλέψεις μας.
Ξεκίνημα, φυσικά, με τον Χρυσό Λέοντα. Δίχως να έχει τα πολλά μεγάλα ονόματα άλλων εκδόσεων, το φετινό διαγωνιστικό τμήμα της διοργάνωσης κινήθηκε αναμφισβήτητα σε υψηλά επίπεδα. Ανάμεσα στην πλειονότητα των ταινιών που ήταν άνω του μετρίου –καθόλου δεδομένο– ξεχώρισαν σίγουρα 3-4 φιλμ, όπως το φιλόδοξο «La Bete» του Μπερτράν Μπονελό ή το επικό ταξίδι ενηλικίωσης στο «Io Capitano» του Ματέο Γκαρόνε. Αντικειμενικά, ωστόσο, κανένα τους δεν έφτασε την κινηματογραφική πληρότητα ή την καλλιτεχνική δεξιοτεχνία του «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου. Μετά την επιτυχία της «Ευνοούμενης», ο Ελληνας κινηματογραφιστής έκανε το βήμα παρακάτω και κατά κοινή παραδοχή αξίζει το κορυφαίο βραβείο του φεστιβάλ.
Αμέσως μετά έρχεται το Μεγάλο Βραβείο της επιτροπής. Εδώ προφανώς υποψήφια θα μπορούσαν να είναι τα φιλμ που αναφέρονται παραπάνω συν το μικρότερο βεληνεκούς, αλλά πραγματικά υπέροχο, «Evil Does Not Exist» του Ιάπωνα Ριουσούκε Χαμαγκούτσι. Η δική μας επιλογή, πάντως, είναι το «Green Border», η θαρραλέα και ταυτόχρονα δεξιοτεχνική καταγραφή της Ανιέσκα Χόλαντ πάνω στο ζήτημα του μεταναστευτικού – προσφυγικού και συγκεκριμένα των βίαιων pushbacks, που έχει ήδη προκαλέσει αντιδράσεις στην πατρίδα της, Πολωνία.
Η κινηματογραφική πληρότητα και καλ- λιτεχνική δεξιοτεχνία του «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου κατά κοινή παρα- δοχή αξίζει το κορυ- φαίο βραβείο του φεστιβάλ.
Και ο Αργυρός Λέοντας της σκηνοθεσίας θα μπορούσε να έχει διάφορους αποδέκτες, όπως ο ίδιος ο Γιώργος Λάνθιμος –αν δεν πάρει τον Χρυσό βέβαια– μέχρι τον Μάικλ Μαν, που κινηματογράφησε συναρπαστικά τις κόντρες των αγωνιστικών αυτοκίνητων στο «Ferrari». Για εμάς τον αξίζει περισσότερο ο Ματέο Γκαρόνε, ο οποίος άνοιξε δρόμο μέσα από την απέραντη έρημο, μέχρι τις ακτές της Αφρικής και το αμπάρι ενός πλοιαρίου για τους ήρωές του στο «Io Capitano».
Αυτές τις δέκα ημέρες στη Βενετία παρακολουθήσαμε, εκτός των άλλων, και σπουδαίες ερμηνείες. Στους άνδρες, ο Κέιλεμπ Λάντρι Τζόουνς γέμισε με το ιδιαίτερο πρόσωπό του τον φακό του Λικ Μπεσόν στο αξιόλογο αλλά κάπως άνισο «Dogman»· ο Μπράντλεϊ Κούπερ τα δίνει όλα υποδυόμενος τον Λέοναρντ Μπερνστάιν, στο δικό του «Maestro»· ο Μαντς Μίκελσεν παραδίδει άλλη μία εξαιρετική ερμηνεία στο σκληρά ρεαλιστικό «Bastarden» του Νικολάι Αρσέλ. Με μικρή διαφορά από τον τελευταίο, η προτίμησή μας πάει στον μοναδικό Φραντς Ρογκόφσκι του μαραθώνιου «Lubo». Επί τρεις ώρες, ο Γερμανός ηθοποιός κάνει τα πάντα, μιλώντας τέσσερις διαφορετικές γλώσσες και υποδυόμενος τον χαρακτήρα του σε βάθος δύο δεκαετιών, σε ένα φιλμ που έχει τις δικές του αδυναμίες, παρ’ όλα αυτά αναδεικνύεται και μόνο λόγω αυτής της αφοσιωμένης περφόρμανς.
Οσο για τον γυναικείο ρόλο, εκεί τα πράγματα είναι ίσως ακόμη πιο ανοιχτά. Η Κάρεϊ Μάλιγκαν κάνει καλή δουλειά σε σχεδόν ισότιμο με τον πρωταγωνιστή ρόλο στο «Maestro»· η Εμα Στόουν ενσαρκώνει για άλλη μια φορά ιδανικά το λανθιμικό όραμα στο «Poor Things»· επίσης η σπουδαία Πολωνή ηθοποιός Μαλγκορζάτα Χαζέφσκα-Κριστόφικ φέρνει σε πέρας έναν πολύ απαιτητικό, μεταμορφωτικό ρόλο, υποδυόμενη έναν τρανς άνδρα στο τολμηρό «Kobieta Z…» της Μαλγκορζάτα Σουμόφσκα. Κορυφαία όλων, ωστόσο, ήταν για εμάς η Λεά Σεϊντού του «La Bete». Η Γαλλίδα ηθοποιός εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε πλάνο της ταινίας, μαγνητίζοντας το βλέμμα του θεατή με τη διαχρονική γοητεία της, είτε ενσαρκώνει μια γυναίκα των αρχών του 20ού αιώνα, στο πρώτο κομμάτι της ταινίας, είτε μια ηρωίδα του μέλλοντος, όπως συμβαίνει παρακάτω.
Στον Μπερτράν Μπονελό («La Bete»), τέλος, θα μπορούσε να πάει και το βραβείο σεναρίου, για το ευφάνταστο πάντρεμα Ιστορίας, ερωτικού δράματος και επιστημονικής φαντασίας που επιχειρεί και σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάει στην ταινία του.