Oταν ο θάνατος παύει να είναι φόβητρο

2' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γκαμπριέλ Φορέ (1845-1924) άφησε στην ιστορία της δυτικής μουσικής ένα κομψοτέχνημα που εμπνέεται απ’ τον θάνατο.

Το έξοχο Ρέκβιεμ του περιλαμβάνει πολλές ιδιαιτερότητες. Πρώτον, δεν γράφτηκε για κανέναν νεκρό ή κάποια τέτοια αφορμή. Οπως είχε παραδεχθεί ο συνθέτης, γράφτηκε «καθαρά για την ευχαρίστησή μου, εάν μπορώ να πω κάτι τέτοιο».

Επίσης, το έργο γράφτηκε αρχικά για ένα πολύ περιορισμένο φωνητικό και ορχηστρικό σύνολο, σε τρανταχτή αντίθεση με τα πληθωρικά Ρέκβιεμ των Μπερλιόζ, Βέρντι που είχαν προηγηθεί.

Πάνω απ’ όλα, το Ρέκβιεμ του Φορέ δεν έχει σχέση με τον τρόμο του θανάτου και με το αβάσταχτο φορτίο του πένθους.

Μπορεί τα πρώτα μέτρα της εισαγωγής να εισάγουν τον ακροατή σε μια ατμόσφαιρα θρηνητική, πολύ γρήγορα όμως το αρχικό σοκ μετατρέπεται σε γαλήνη, σε μια υπερβατική αύρα που φτάνει έως την καθαρή ενατένιση ενός φωτεινού μεταθανάτιου τοπίου.

Ο Φορέ έγραψε ένα Ρέκβιεμ «καθαρά για την ευχαρίστησή μου, εάν μπορώ να πω κάτι τέτοιο».

Πιστός Καθολικός ο Φορέ, ατενίζει μέσα από αυτό το μοναδικό έργο τον θάνατο σαν πέρασμα σε κάτι ανώτερο. Γι’ αυτό και η δική του νεκρώσιμη ακολουθία θεωρείται από τις πλέον παρηγορητικές.

Η πρώτη ιδέα για τη σύνθεση του έργου ήρθε το 1888. Ωστόσο, ο συνθέτης επεξεργάστηκε το υλικό του επί σειράν ετών, φτάνοντας στην ολοκλήρωσή του το 1893-94. Ως λάτρης των μικρών μουσικών σχημάτων, ο Φορέ ολοκλήρωσε ένα έργο για μικρό σύνολο, τόσο ορχηστρικά όσο και φωνητικά (η πρώτη εκδοχή δεν είχε καν βιολιά).

Με τη συνδρομή του μουσικού Ροζέρ Ντικάς, το έργο ενορχηστρώθηκε εκ νέου, για μεγαλύτερη ορχήστρα, έπειτα και από τις πιέσεις του εκδότη του Φορέ.

Η τελευταία είναι σήμερα η πιο διαδεδομένη ερμηνεία και, παρότι δεν ανταποκρίνεται στο αρχικό όραμα του συνθέτη, ο τελευταίος συμφώνησε και έβαλε την υπογραφή του στην τελική παρτιτούρα.

Οποιος όμως επιθυμεί να ακούσει την αρχική μορφή του έργου, την πιο «μινιμαλιστική», δεν έχει παρά να ανατρέξει στην πολύ πρόσφατη, φροντισμένη επανέκδοση της εταιρείας Harmonia Mundi της πρωτοποριακής ηχογράφησης που έγινε το 1888 από τον Φιλίπ Χερεβαγί (Philippe Herreweghe), την ορχήστρα La Chapelle Royale, το χορωδιακό σύνολο Le Petits Chanteurs de Saint-Louis, Ensemble Musique Oblique, την υψίφωνο Ανιές Μελόν και τον βαρύτονο Πέτερ Κούιτζ.

Τα επτά μέρη αυτού του μικρού-μεγάλου έργου αναδεικνύονται εκπληκτικά από αυτή την ιστορική ερμηνεία. Ο πιο ανήσυχος ακροατής ας σταθεί λίγο περισσότερο στο άφθαστο Sanctus και, βέβαια, στο νανουριστικό In Paradisum, το οποίο, όπως ο κύριος Γκρι μού υπενθυμίζει, ο Τέρενς Μάλικ είχε την ευφυΐα το 1998 να συμπεριλάβει ως μουσική υπόκρουση στο άνοιγμα της «Λεπτής κόκκινης γραμμής» του.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT