Μια μελωδία για το φθινόπωρο

Το «September Song» ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του Κουρτ Βάιλ από τη στιγμή που έφυγε από τη Γερμανία για τις ΗΠΑ

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τέσσερις αιώνες μετά τη γέννηση της όπερας στην Ιταλία, εμφανίστηκε στη Γερμανία ένα εκρηκτικό της απότοκο. Ηταν το «επικό θέατρο» του δραματουργού Μπέρτολτ Μπρεχτ και του συνθέτη Κουρτ Βάιλ, που μίλησε με πάταγο για τον ταραχώδη γερμανικό μεσοπόλεμο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ηταν η εποχή που κάτω από το γκρίζο σύννεφο που κρεμόταν πάνω από τη γερμανική κοινωνία, μια γενιά καλλιτεχνών έκανε ένα θαύμα. Ζωγράφοι σαν τους Οτο Ντιξ και Μαξ Μπέκμαν τραβούσαν τον εξπρεσιονισμό έξω από τα όρια του ρομαντικού, μιλώντας ωμά, σκληρά και ρεαλιστικά για την περιρρέουσα δυστοπική πραγματικότητα.

Η πρώτη θεατρική σύμπραξη των Μπρεχτ και Βάιλ, στο έργο «Ανοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνι», έδινε το ίδιο μήνυμα, σχολιάζοντας τα κοινωνικά τεκταινόμενα με μια πολιτική γλώσσα που έμοιαζε με ξυράφι. Η πρεμιέρα του έργου στη Λειψία, το 1930, σημαδεύτηκε από βίαια επεισόδια που προκάλεσαν ναζί διαδηλωτές. Στα αυτιά τους αντηχούσαν ακόμη οι παιάνες του «εθνικού συνθέτη τους» Ρίχαρντ Βάγκνερ και μια τόσο μοντέρνα μουσική, γραμμένη από έναν Εβραίο Γερμανό, έμοιαζε με κατακόκκινο «αντιγερμανικό» πανί. Ενα χρόνο αργότερα, το δημιουργικό δίδυμο έκανε την πρεμιέρα της διάσημης «Οπερα της πεντάρας» του, από την οποία ξεπήδησε ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια του παγκόσμιου ανθολογίου, η «Μπαλάντα του Μακ του μαχαιροβγάλτη» («The Ballad of Mack the Knife»).

Κυνηγημένος και επικηρυγμένος από τους ναζί που μόλις είχαν ανέβει στην εξουσία, ο Βάιλ διέφυγε το 1933 στο Παρίσι και την επόμενη χρονιά στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε με τη σύζυγό του Λότε Λένια, κύρια ερμηνεύτρια των τραγουδιών του, έως τον θάνατό του το 1950. Για δεκαεπτά χρόνια διήνυσε μια νέα, «αμερικανική» περίοδο, όπου αντί να αναπαράγει το ύφος της πρότερης «γερμανικής», μελέτησε το θέατρο και τη μουσική της Αμερικής της εποχής και έγραψε μια σειρά τραγουδιών που συνέβαλαν αποφασιστικά στη μεγάλη άνθηση του αμερικανικού θεατρικού μιούζικαλ. Η ανθολογία του λαϊκού τραγουδιού της Αμερικής, το λεγόμενο «American Songbook», έχει μερικές χρυσές σελίδες με την υπογραφή του. Και αν η παιχνιδιάρικη «Μπαλάντα του Μακ του μαχαιροβγάλτη» συνδέθηκε με την ευρωπαϊκή του περίοδο, το μελαγχολικό «Τραγούδι του Σεπτέμβρη» («September Song») του 1938 ήταν η μεγάλη του αμερικανική επιτυχία.

Μιούζικαλ

Το τραγούδι ζητήθηκε από τον ηθοποιό Γουόλτερ Χιούστον για τον ρόλο του στο μιούζικαλ «Knickerbocker Holiday».

Γραμμένο για το μιούζικαλ του Μάξγουελ Αντερσον «Knickerbocker Holiday», οι στίχοι του παραλληλίζουν τους μήνες του χρόνου με τα διάφορα στάδια της ζωής και εκφράζουν τη λαχτάρα του κεντρικού χαρακτήρα να κερδίσει μια νεότερή του γυναίκα το συντομότερο δυνατό, καθώς όντας πια μεσήλικας μπαίνει στο «φθινόπωρο» της ζωής του. «Οι μέρες αρχίζουν και μικραίνουν όταν φτάνεις στον Σεπτέμβρη», της τραγουδά, και το καλοκαίρι γίνεται σύμβολο της νεότητας που νικιέται από τον χρόνο. Το τραγούδι δεν υπήρχε στο αρχικό λιμπρέτο του Αντερσον, αλλά ζητήθηκε από τον ηθοποιό Γουόλτερ Χιούστον (πατέρα του γνωστού σκηνοθέτη Τζον Χιούστον) να γραφεί ειδικά για τον ρόλο του. Ερωτικός μονόλογος μέσα σε ένα έργο γεμάτο πολιτικούς συμβολισμούς, ο Αντερσον έγραψε τα λόγια του σε μία ώρα και ο Βάιλ τη μουσική σε μία ημέρα.

Η ερμηνεία του Χιούστον έφτασε μέχρι και το Νο 5 των τσαρτ, ενώ έξι χρόνια αργότερα, το 1946, το τραγούδησαν επίσης με εμπορική επιτυχία οι Φρανκ Σινάτρα και Μπινγκ Κρόσμπι. Το 1950, ακούστηκε στην ταινία «September Affair» με την Τζόαν Κρόφορντ και ανέβηκε για άλλη μια φορά στα τσαρτ.

To 1985, το ερμήνευσε και ο Λου Ριντ για το πρότζεκτ «Lost in the Stars» του παραγωγού Χαλ Γουίλνερ, ένα δίσκο-αφιέρωμα στον Βάιλ με διασκευές τραγουδιών του από γνωστούς ποπ, ροκ και τζαζ μουσικούς. Η συλλογή ενέπνευσε μια αναγέννηση της μνήμης του μεγάλου συνθέτη και πρόσφερε κορυφαίες ερμηνείες από μουσικούς όπως ο Στινγκ, η Μάριαν Φέιθφουλ και ο Τομ Γουέιτς. Το 1987, ο Γούντι Αλεν το έβαλε να παίζει στις «Ημέρες ραδιοφώνου», ενώ πέντε χρόνια μετά δήλωνε πως ίσως είναι «το πιο διάσημο λαϊκό τραγούδι που έχει γραφτεί ποτέ».

Το «September Song» (όπως και τα μεταγενέστερα αριστουργήματα «Lost in the Stars» και «Speak Low», γραμμένα τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του Βάιλ) έχει τη γλυκόπικρη γεύση ενός «τέλους εποχής», κάτι από τη μελαγχολία και τον μυστικισμό του φωτός αμέσως μετά τη δύση του ηλίου, ίσως μια αντανάκλαση του λυκόφωτος της ζωής του ίδιου του συνθέτη. Φανερώνει όμως και τη θαυμαστή επιτυχία του να αγαπήσει και καταλάβει τόσο βαθιά τη νέα του πατρίδα, ώστε να παραγάγει έργο πάνω της που να ακούγεται αυθεντικά γηγενές. Ισως πάλι, να ήταν και ότι δεν ήθελε να θυμάται τις δοκιμασίες της εποχής της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, τον κατατρεγμό, τη φυγή και το στίγμα των ναζί. Οπως είχε πει στους New York Times η γυναίκα του, Λότε Λένια: «Οι παλαιότεροι μιλούσαν συνεχώς για το παρελθόν, αλλά αυτός δεν το έκανε ποτέ. Ελεγαν πόσο υπέροχα ήταν κάποτε στο Βερολίνο, αλλά ο Κουρτ δεν ήθελε να κοιτάζει πίσω, παρά να κοιτάζει μόνο πάντα μπροστά».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT