Ενας αποχαιρετισμός

Ξεψύχησε ξημερώματα Σαββάτου. Του τηλεφώνησε η Ρίτα. «Νομίζω δεν αναπνέει», του είπε με δυσκολία

2' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ξεψύχησε ξημερώματα Σαββάτου. Του τηλεφώνησε η Ρίτα. «Νομίζω δεν αναπνέει», του είπε με δυσκολία. «Ερχομαι», της απάντησε.

Ηταν ακόμη νύχτα. Το δωμάτιο φώτιζε ένα καντήλι που έβαλε η Ρίτα. Εσκυψε από πάνω της: μια μάσκα. Οχι η αδελφή του πατέρα του πάντως. Οχι πια.

Φώναξε τον τελετάρχη που ξέρει καλά εδώ και χρόνια. Εστειλε αμέσως δύο υπαλλήλους. Εφεραν μαζί τους ένα πτυσσόμενο φορείο, την τύλιξαν σε ένα σεντόνι και την έδεσαν σφιχτά στο φορείο. Την κατέβασαν έτσι πέντε ορόφους.

Είχε παραγγείλει η κηδεία της να γίνει στην ιδιαίτερη πατρίδα της. Να ταφεί στο ίδιο μνήμα με τους γονείς της. Του λέει ο τελετάρχης: «Εχει δύο νεκρούς μέσα, έναν από το 1944, έναν από το 1983». Ο παππούς και η γιαγιά του. «Ποιον να βγάλουμε για να κάνουμε χώρο;». Του λέει: «Δεν έχω ιδέα». «Από αυτόν του ’44 δεν θα έχει απομείνει απολύτως τίποτα πια. Αλλά και από το ’83 υπολείμματα θα έχουν μείνει, θα μπούνε σε ένα κασελάκι μέσα στο μνήμα και πάλι», είπε ο τελετάρχης. Σύμφωνοι. Παρήγγειλε φέρετρο των εξακοσίων ευρώ. Το πιο φθηνό στην αγορά. Η μακαρίτισσα απεχθανόταν τα περιττά έξοδα.

Εφτασε τα 98 όρθια. Ενενήντα οκτώ και δύο μηνών. Εως τα ενενήντα της έμπαινε στη θάλασσα χωρίς να κομπιάσει. Είδε τον πατέρα της να τον σκοτώνουν στα δεκαεννιά της. Πήρε όλη την οικογένεια στις πλάτες της.

Δεν έμεινε μόνη, τη φρόντισε η Ρίτα από την Αρμενία. Εγιναν σαν μάνα και κόρη. Ή κάτι ακόμα καλύτερο, φίλες.

Την ερωτεύτηκε ένας Ιταλός αξιωματικός στα χρόνια της Κατοχής. Κράτησε τις αποστάσεις της, υπό τον φόβο της τοξικότητας της τοπικής κοινωνίας. Μετά τον πόλεμο πήγε να τον βρει στην Ιταλία. Δεν έμεινε εκεί, μαζί του· μετά τον φόνο του πατέρα της, ήταν πια ο αρχηγός της οικογένειας. Ελλάδα, δεκαετία του ’50: «Ενας άνδρας πρέπει να κάνει αυτό που ένας άνδρας πρέπει να κάνει». Εδώ, μια γυναίκα.

Κοιτάζει τώρα τα γράμματα που της έστελνε ο Ιταλός. Ενα ολόκληρο πακέτο. Το τελευταίο έχει χρονολογία 1962.

Παντρεύτηκε, αλλά παιδιά δεν έκανε. Δεν της έλειψαν. Εκανε πολλά ταξίδια. Είδε πολύ θέατρο και διάβασε πολλά βιβλία. Ο άνδρας της έφυγε πριν από εκείνη, κορακοζώητος κι εκείνος, μέγας καλαμπουρτζής, ειδήμων στην τέχνη του ψαρέματος. Λίγο πριν πεθάνει έλεγε γελώντας και κλαίγοντας μαζί: «Το κεφάλι σου καθώς μεγαλώνεις γίνεται σαν βιντεοκασέτα: παίζει το ίδιο έργο ξανά και ξανά».

Δεν έμεινε μόνη, τη φρόντισε η Ρίτα από την Αρμενία. Εγιναν σαν μάνα και κόρη. Ή κάτι ακόμα καλύτερο, φίλες. Ως την τελευταία στιγμή. Την προηγούμενη, καθώς βυθιζόταν στον ανεξύπνητο ύπνο, η γυναίκα, σε μια αναλαμπή που κράτησε δευτερόλεπτα, της χάιδεψε το πρόσωπο τρυφερά. Αυτή η εικόνα έμεινε μέσα του σαν φυλαχτό.

Κοιτάζει μια ωραία φωτογραφία της, τραβηγμένη στη Ρόδο το 1957. Αυτή ήταν η Δώρα του: «Είμαι όσα έχω ξεχάσει». Κατευόδιο.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT