«Μην ψάχνεις για πλούτο, δεν υπάρχει»

«Μην ψάχνεις για πλούτο, δεν υπάρχει»

«Μια Απλή Ιστορία» για μια Ελλάδα ρημαγμένη, ένα νησί κι έναν μηχανικό, τον Γιώργη Περίκο, γραμμένη από τον Κ. Α. Δοξιάδη

3' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μέσα στο πλακάτο μπλε φόντο του πολυκαιρισμένου εξωφύλλου αναδύεται ένα καφεκίτρινο νησί που μοιάζει να αιωρείται στο κενό, εκεί που θάλασσα, ορίζοντας και ουρανός γίνονται ένα. Πάνω του στέκεται μια μικρή, κατάλευκη Χώρα, ανένταχτη γεωγραφικά αλλά σίγουρα αιγαιοπελαγίτικη, με ένα λιμάνι με δύο κυματοθραύστες και ένα ξωκλήσι στην κορυφή του υψώματος που τη στεφανώνει. Εξω από τον οικισμό, στις δύο άκρες της φανταστικής νήσου, στέκονται δύο μικρά άσπρα κτίρια πάνω από έναν όρμο και ένας ανεμόμυλος με ανοιχτά πανιά. Στο πάνω μέρος του κάδρου, ψηλά στον ουρανό, ίπτανται τρεις λέξεις σχηματισμένες με κομψά, λευκά τυπογραφικά στοιχεία, ανακοινώνοντας τον τίτλο: «Μια Απλή Ιστορία». Στην από κάτω γραμμή, ένας υπότιτλος ρίχνει στην εικόνα τη σκιά ενός γίγαντα: «Γραμμένη από τον Κ. Α. Δοξιάδη». Αν αυτό το τυπογραφικό εύρημα έμοιαζε έως τώρα ενδιαφέρον και γοητευτικό, τώρα σίγουρα φαντάζει πολύτιμο.

Είναι φυσικό να αναρωτηθούμε: Eγραφε ιστορίες ο μεγάλος μας αρχιτέκτονας και πολεοδόμος; Βιβλία του όπως το «Between Dystopia and Utopia» του 1966 μπορεί να βρίσκονται σε κάθε αρχιτεκτονική βιβλιοθήκη του πλανήτη, αλλά αυτή η «απλή ιστορία» με το κουκλίστικο νησί της φαίνεται πως παρέμεινε φευγαλέα.

Στον πρόλογό του, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης μιλάει για μια Ελλάδα που παλεύει να σταθεί στα πόδια της μετά τον πόλεμο, και το κάνει με ολοφάνερη και μεγάλη αγάπη γι’ αυτήν: «Ανάμεσα σε καταστροφές και αναταραχές και σε πολέμους και σ’ επαναστάσεις, ένας λαός ολόκληρος, εκατομμύρια ψυχές, προσπαθεί να επιζήσει. Ριγμένος σε μια γωνιά της γης και χτυπημένος από παντού έχει την όρεξη και τη ζωντάνια να φτιάσει κάτι καλύτερο για αύριο, για τα παιδιά του […]». «Είναι Αύγουστος του 1945», καταλήγει, θέτοντας το χρονικό πλαίσιο και ανοίγοντας την αυλαία μιας νησιωτικής παράστασης σε οκτώ πράξεις-κεφάλαια που οι τίτλοι της συνοψίζουν γοητευτικά τα βασικά συστατικά του δράματος: «Ενα ταξίδι στο Αιγαίο», «Μια αγάπη», «Στις μακρινές θάλασσες», «Αντίσταση και θυσία», «Απολύτρωση».

Νήσος «Πάξος»

Το νησί που ρίχνει η φαντασία του Κ. Δοξιάδη στη μέση του αρχιπελάγους βαφτίζεται «Πάξος», όνομα που αναπόφευκτα αντηχεί τη «Φράξο» του Τζέιμς Φόουλς, το νησιωτικό σκηνικό που έστησε για τον αριστουργηματικό, εμβληματικό του «Μάγο» του 1965. Και ενώ ξέρουμε πως ο Αγγλος συγγραφέας μίλησε για τις Σπέτσες, εδώ συμπεραίνουμε από τα συμφραζόμενα πως ο Ελληνας πολεοδόμος αναφέρεται στην Πάρο. Γράφει άλλωστε για το λευκό της μάρμαρο, που, όπως λέει, «στα αρχαία χρόνια το χρησιμοποιούσαν οι ξακουστοί τεχνίτες για να κάνουν αγάλματα που λες και ήταν ζωντανά».

Ο πραγματικός όμως πλούτος της Πάξου είναι οι άνθρωποί της –«Μην ψάχνεις για πλούτο, δεν υπάρχει», διαβάζουμε– «ένα μονάχα κεφάλαιο πραγματικό έχουμε, τους κατοίκους μας, τους νησιώτες». Είναι οι άνθρωποι με τους οποίους στήνεται η ραχοκοκαλιά της ιστορίας, χαρακτήρες που περιδινίζονται μέσα στο ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της ιταλικής επίθεσης και του «Οχι», της Κατοχής, της «αντίστασης και της θυσίας» και της τελικής «απολύτρωσης». Και είναι όλοι τους σμιλεμένοι από ένα υλικό που προδίδει απλόχερα τη βιωματική του πηγή: ένας από τους κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος είναι ο μηχανικός Γιώργος Περίκος, ο «καλύτερος της Αθήνας», που «έχτισε τα μεγάλα έργα της Μακεδονίας» και που «πολύς κόσμος τον λογαριάζει για τον καλύτερο υπουργό στα Δημόσια Εργα», ο οποίος τώρα βοηθάει το νησί φτιάχνοντας ένα λιμάνι που τόσο χρειαζόταν, ένα λιμάνι «που ενώνει το νησί με τον άλλο κόσμο».

Αυτό το νησιώτικο χρονικό μιας φαντασιακής (αλλά απόλυτα αληθινής) Πάρου και των ανθρώπων της απέναντι στον ανεμοστρόβιλο του πολέμου, τυπωμένο από τον «Ικαρο» το 1948, χρωματίζεται εδώ κι εκεί, με το πηγαίο ταλέντο του Κ. Δοξιάδη να χτίζει πανίσχυρες εικόνες παίζοντας σαν μάγος με τις λέξεις (κάτι που συχνά χαρακτήριζε και τα αρχιτεκτονικά του κείμενα – αρκεί να θυμηθούμε πως κάποτε είχε πει πως η Αθήνα ήταν «η πόλη που νόμιζε πως ήταν πρωτεύουσα»). Οταν ο πόλεμος ξέσπασε στα βόρεια σύνορα της χώρας, τα μαντάτα του ήρθαν στην Πάξο μέσω τηλεγράφου – «πολύ απλά, πολύ ειρηνικά, με λίγα μικρά χτυπήματα σ’ ένα μηχάνημα μέσα στο ταχυδρομείο». Και την ημέρα που ήρθε η απελευθέρωση και οι Ιερολοχίτες μπήκαν στο νησί, ο «καλύτερος μηχανικός της Αθήνας», λίγο πριν ξεψυχήσει έπειτα από μια μάχη με τους Γερμανούς, είδε «μια ολόκληρη πολιτεία, γέρους και γριές, άντρες και γυναίκες ανεβασμένους στα δώματα να κινούν τα χέρια τους με μαντήλια». Στην παριανή, «άσπρη πέτρα» του τάφου του, ζήτησε να σκαλιστούν τα εξής λόγια: «Εδώ είναι θαμμένος ο Γιώργης Α. Περίκος, που έχτιζε σ’ όλη του τη ζωή».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT