Στρείδια, σολομός με σάλτσα Ολαντέζ ή μοσχάρι. Πουλερικά επίσης, όπως πάπια, πιτσούνια και ψητό κοτόπουλο, καθώς και πράσινα μπιζέλια, πουρές από παστινάκι και πουτίγκα. Αυτές ήταν μερικές από τις επιλογές των επιβατών της πρώτης θέσης του «Τιτανικού», το βράδυ της 11ης Απριλίου 1912, τρεις ημέρες πριν από τη μοιραία πρόσκρουση του υπερωκεάνιου σε ένα παγόβουνο. Το μενού εκείνης της βραδιάς (με εμφανή τα σημάδια της φθοράς που υπέστη από το νερό) έφτασε στα χέρια του Αντριου Αλντριτζ, διευθυντή του βρετανικού οίκου δημοπρασιών Henry Aldridge & Son Ltd. Για την ακρίβεια, το μενού στάλθηκε το περασμένο καλοκαίρι στον Αλντριτζ από ένα συγγενή του ιστορικού Λεν Στίφενσον (1921-2017), ο οποίος είχε ασχοληθεί με την ιστορία και τα ευρήματα του «Τιτανικού». Θα βγει σε πλειστηριασμό το Σαββατοκύριακο και εκτιμάται ότι θα δημοπρατηθεί έναντι 70.000 λιρών. Το 2012, ένα μενού από το τελευταίο μεσημεριανό γεύμα των επιβατών της πρώτης θέσης είχε δημοπρατηθεί έναντι 120.000 δολαρίων. Τρία χρόνια αργότερα, το μενού του τελευταίου δείπνου (πάντα της πρώτης θέσης) είχε βγει στο σφυρί για 118.000 δολάρια. Οι γνώστες της ιστορίας του «Τιτανικού», έλεγε στους New York Times ο Αντριου Αλντριτζ, ξέρουν αν υπάρχουν άλλα αυθεντικά μενού και πού βρίσκονται. Η ανακάλυψη όμως του συγκεκριμένου –του μοναδικού με ημερομηνία 11 Απριλίου 1912– ήταν αναπάντεχη.
Ο πλειστηριασμός του οίκου Aldridge & Son θα περιλαμβάνει πάντως και μια κουβέρτα της White Star Line, καθώς και ένα ρολόι τσέπης που ανήκε σε έναν επιβάτη της δεύτερης θέσης, τον Ρώσο εμιγκρέ Σινάι Κάντορ. Ο ίδιος είχε χάσει τη ζωή του στο ναυάγιο, όμως η γυναίκα του είχε επιζήσει. Το ρολόι τής επιστράφηκε όταν βρέθηκε το πτώμα του συζύγου της, όμως οι απόγονοί της το πούλησαν. «Νιώθω αρκετά άβολα όταν κοιτάζω τη φωτογραφία ενός ρολογιού ή ενός μενού και όταν σκέφτομαι το τραγικό ταξίδι που είχαν διανύσει», έλεγε στους New York Times ο ιστορικός Χάρι Μπένετ. «Τέτοια αντικείμενα ανήκουν μάλλον σε μουσεία παρά σε ιδιωτικά χέρια, γιατί εκεί δημιουργείται ένα είδος πλαισίου και τα ζητήματα αποκόμισης κέρδους μάλλον αποφεύγονται».