Η νέα έκθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης φέρνει στο προσκήνιο μια υποφωτισμένη περιοχή της Ιστορίας: τη σχέση του Βυζαντίου με την Αφρική. Αντλώντας από μια βαθιά δεξαμενή ιστορικού υλικού με σύγχρονα ερμηνευτικά εργαλεία, η έκθεση είναι μια μεγάλη διεθνής παραγωγή που σκοπό έχει να προκαλέσει τη σκέψη, όχι μόνο πάνω στη ζωή και τον πολιτισμό της Βόρειας και Ανατολικής Αφρικής κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων, αλλά εν γένει πάνω στην Αφρική του Μεσαίωνα. Επιπλέον, με την έκθεση αυτή το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης χαράσσει νέες γεωγραφικές και πολιτισμικές παραμέτρους πάνω στον χάρτη της κοινής αντίληψής μας για τους άξονες επιρροής των αυτοκρατοριών αλλά και την ανάδυση των τοπικών πολιτισμών, σε σχέση με την κοινωνική οργάνωση, την τέχνη και τη θρησκεία.
Εχει ενδιαφέρον πως η έκθεση προβάλλεται ως ένα γεγονός, η ερμηνεία του οποίου ξεπερνάει τον χρονικό ορίζοντα της μακράς μεσαιωνικής περιόδου (από τον 4ο έως τον 15ο αιώνα μ.Χ.) και εκτείνεται έως τους μετα-μεσαιωνικούς χρόνους, διατυπώνοντας ερωτήματα και θέτοντας ζητήματα που αφορούν ακόμη και τη δική μας εποχή με την κατά τόπους επιβίωση των εκεί χριστιανικών κοινοτήτων και των τοπικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών.
Η έκθεση εντάσσεται κατά μια έννοια στη διαρκή ανέλκυση στην επιφάνεια μιας σειράς όψεων της μεσαιωνικής Ευρώπης και Ανατολής μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση. Ειδικότερα, το ενδιαφέρον για το Βυζάντιο είναι αναζωπυρωμένο τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως μετά τις νεότερες διαπολιτισμικές συνέργειες της ακαδημαϊκής κοινότητας μετά το 1990. Πλέον, το Βυζάντιο ενδιαφέρει για μια σειρά επιπλέον λόγους. Και ένας από αυτούς, ή μάλλον μια δέσμη από τους λόγους αυτούς, διαφαίνεται και στην έκθεση αυτή. Η επιρροή της Χριστιανικής Ανατολής στην αφρικανική ήπειρο μοιάζει περισσότερο συναφής παρά ποτέ. Η εποχή μας ευνοεί και ενθαρρύνει την αναδιάταξη των πολιτισμικών συντεταγμένων.
Με άξονα τον ορισμό μιας διευρυμένης αντίληψης για τη Βόρεια και Ανατολική Αφρική, από την Αλγερία, την Τυνησία και τη Λιβύη έως την Αίγυπτο, το Σουδάν και την Αιθιοπία, η έκθεση εξακτινώνει ένα βλέμμα σε αυτήν τη μάλλον υποτιμημένη ενότητα της ιστορίας της ανθρωπότητας. Είναι παράλληλα και ένας τρόπος να δει κανείς τη συνομιλία της Βόρειας και της Νότιας Μεσογείου με όλο το εύρος και βάθος της ενδοχώρας. Η Βόρειος Αφρική είχε συγκεντρώσει πλούτο στη διάρκεια της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου, με ανώτερα κοινωνικά στρώματα που εκτιμούσαν την τέχνη και την καλή ζωή. Η έκθεση φωτίζει τις πολυπολιτισμικές κοινωνίες της Αφρικής εκείνων των αιώνων και παρέχει πλούσιο υλικό από την τέχνη, τη θρησκεία, τη λογοτεχνία, την αρχαιολογία.
Προεξάρχουσα θέση, και ελληνικού πολιτισμικού ενδιαφέροντος, έχουν θησαυροί από τη Μονή του Σινά.
Προϊόν διεπιστημονικής συνεργασίας και καρπός ενδελεχούς επιστημονικής έρευνας είναι η έκθεση «Η Αφρική και το Βυζάντιο», με τη γενική επιμέλεια της Αντρέα Μάγιερς Ατσι (επιμελήτριας Βυζαντινής Τέχνης στο Μητροπολιτικό Μουσείο), που απαίτησε συμφωνίες ανάμεσα σε μουσεία και συλλογές στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Αίγυπτο. Προεξάρχουσα θέση, και ελληνικού πολιτισμικού ενδιαφέροντος, έχουν θησαυροί από τη Μονή του Σινά. Αλλωστε, η έκθεση έχει την ευλογία του Αρχιεπισκόπου Σινά Δαμιανού που έστειλε χαιρετισμό συμβολικής ισχύος.
Αν και το Βυζάντιο έχει μελετηθεί διεξοδικά, οι σχέσεις του με την αφρικανική ήπειρο παρέμεναν λιγότερο μελετημένες παρότι υπάρχει πλήθος στοιχείων που πιστοποιούν την ιδιάζουσα ώσμωση Βυζαντίου και Αφρικής. Αυτή η ανάγκη ικανοποιείται από τη βεντάλια των συνεργασιών που απαιτήθηκαν. Το ένα τρίτο των εκθεμάτων προέρχεται από τις συλλογές του Μητροπολιτικού Μουσείου. Η πολυσυλλεκτική συνεισφορά εκθεμάτων από διεθνή μουσεία δεν περιλαμβάνει ελληνική παρουσία. Τα υπόλοιπα έργα τέχνης προέρχονται από το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο, το Βατικανό, μουσεία των ΗΠΑ, της Αιγύπτου και της Αφρικής.
Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 3 Μαρτίου 2024.
Πτυχή Ιστορίας
Του Δημήτρη Αθανασούλη
(Εφορος Αρχαιοτήτων Κυκλάδων)
Η παρουσία του Βυζαντίου στην αφρικανική ήπειρο είναι ίσως η λιγότερο προβεβλημένη πτυχή της Ιστορίας της ελληνόφωνης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης. Ως μοναδικός κληρονόμος και συνεχιστής της ελληνιστικής οικουμένης, το Βυζάντιο ασκεί επικρατειακή εξουσία στο μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Αφρικής έως την επέλαση της αραβικής τζιχάντ στα μέσα του 7ου αιώνα. Μάλιστα τότε, αυτή η τραυματική απώλεια του αφρικανικού σιτοβολώνα, συνέβαλε, μεταξύ άλλων παραγόντων, στη διαμόρφωση του νέου μεσαιωνικού χαρακτήρα της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η βυζαντινή πολιτισμική επιρροή στην Αφρική συνεχίζει να υφίσταται για πολλούς ακόμη αιώνες, τόσο στα διάδοχα αραβικά κράτη όσο και κυρίως μέσα από τη χριστιανική πίστη, που επιβιώνει στις κοινότητες της Μαύρης Ηπείρου. Το παράδειγμα της μονής της Αγίας Αικατερίνης του Σινά είναι χαρακτηριστικό. Η ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να απλώνει την επίδρασή της βαθιά στην αφρικανική ήπειρο, ακόμη και σε περιοχές όπως η Νουβία και το Ακσούμ, στις οποίες ποτέ δεν είχε φτάσει η βυζαντινή επικράτεια. Η υποφωτισμένη σχέση του δικού μας Βυζαντίου με την αφρικανική ήπειρο είναι ενδεικτική της διαρκούς υποεκτίμησης του ρόλου της ελληνόφωνης αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης στην εξέλιξη της παγκόσμιας Ιστορίας και τη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου.