Μια πραγματεία ζωής «καταμεσής του ακατανόητου»

Μια πραγματεία ζωής «καταμεσής του ακατανόητου»

Το «Η καρδιά του σκότους», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Δώμα, σε μια περίτεχνη, «αθόρυβη» και μετρημένη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, συνιστά αναντίρρητα ένα από τα κορυφαία έργα του Τζόζεφ Κόνραντ

3' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τζόζεφ Κόνραντ
«Η καρδιά του σκότους»
μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
εκδ. ∆ώμα

Το «Η καρδιά του σκότους», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Δώμα, σε μια περίτεχνη, «αθόρυβη» και μετρημένη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, συνιστά αναντίρρητα ένα από τα κορυφαία έργα του Τζόζεφ Κόνραντ. Πυκνό, σύνθετο, μάλλον αταξινόμητο και ομιχλώδες, το βιβλίο αποτελεί για πολλούς ένα αίνιγμα.

Η ελάχιστη πλοκή, η χρήση ενδιάμεσου αφηγητή, η ανάπτυξη μιας ιστορίας μέσα σε μια άλλη ιστορία, τα εμφανή αυτοβιογραφικά στοιχεία, η ψυχολογική ένταση, αλλά και το πλήθος των εξωκειμενικών αναφορών, επιβεβαιώνουν ότι δεν πρόκει-ται για ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα.

Το βιβλίο ξεκινά ως αφήγημα ενός ταξιδιού, ήρεμα και γλυκά. Το ιστιοφόρο «Νέλλι», αγκυροβολημένο στις εκβολές του Τάμεση, περιμένει το γύρισμα της παλίρροιας. «Ο πανάρχαιος, ευρύστερνος ποταμός», φορτωμένος μνήμες, μοιάζει ατάραχος. Η νύχτα απλώνει τρυφερά πάνω του το μαύρο της σεντόνι.

Είναι η ιδανική στιγμή για να ζωντανέψει κανείς ιστορίες και μνήμες ναυτικές. Αυτό αναλαμβάνει και κάνει ο πολύπειρος, πλάνης Μάρλοου (το alter ego του Κόνραντ). Εκείνος που έχει ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου. Ξεκινά λοιπόν, με την ασκητική όψη του και τη βαθιά φωνή, και λέει μία από τις ξακουστές ιστορίες του που αφορά ένα από τα ταξίδια του στα βάθη της Κεντρικής Αφρικής. Εκεί, ως κυβερνήτης του ατμόπλοιου μιας βελγικής αποικιοκρατικής εταιρείας, φτάνει έως το έσχατο πλωτό σημείο του ποταμού Κονγκό, με στόχο να συναντήσει τον διευθυντή ενός προκεχωρημένου εμπορικού σταθμού, τον διαβόητο Κουρτς.

Καθώς η αφήγηση προχωράει το έργο βαθαίνει, αποκτά γωνίες, γίνεται τραχύ, αιχμηρό, σκοτεινό.

Καθώς η αφήγηση προχωράει το έργο βαθαίνει, αποκτά γωνίες, γίνεται τραχύ, αιχμηρό, σκοτεινό. Μεταμορφώνεται σε μια εφιαλτική ψυχολογική Οδύσσεια, μια οδυνηρή καταβύθιση στο ασυνείδητο, ένα είδος νέκυιας στους τροπικούς, μια δίνη που προκαλεί ταυτόχρονα φόβο και διέγερση.

Τις σχεδόν υπνωτικές περιγραφές των τροπικών τοπίων και των ανθρώπων διαδέχεται η βαθιά στοχαστική παρατήρηση. Ο Μάρλοου εξιστορεί και παράλληλα φιλοσοφεί. Τα θέματα πολλά: η βαρβαρότητα και ο πολιτισμός, το σκοτάδι και το φως, το βάναυσο και το αγνό, το καλό και το κακό, το νόημα και το παράλογο της ύπαρξης.

Σε αυτή τη βάση, η «Καρδιά του σκότους» συνιστά μια φιλοσοφική πραγματεία για τη ζωή «καταμεσής του ακατανόητου».

Στο ποταμόπλοιο που αγκομαχά και τρίζει σαν μεταλλικός δαίμονας, έχουμε πνευματικούς συνταξιδιώτες τον Χιουμ, τον Μονταίνιο και τον Ρεϊμόν Σεμπόν, τον Χομπς και τον Ρουσό, τον Ντεκάρτ και τον Δαίμονά του, αλλά και τον Κίρκεγκορ, τον Σοπενχάουερ, τον Φρόιντ, τον Γιουνγκ, τον Νίτσε.

Μοιραζόμαστε μαζί τους την αίσθηση της ναυτίας, την απουσία νοήματος, τη ματαιότητα, τον ίλιγγο. Ο Κόνραντ –γνήσιο τέκνο του fin de siècle– μας χαρίζει αφειδώς σκοτάδι και απόγνωση. Μας οδηγεί να σταθούμε δίχως καμία ελπίδα πάνω από το παλλόμενο έρεβος. «Τι κωμικό πράγμα που είναι η ζωή – αυτή η μυστηριώδης επιστράτευση άπονης λογικής για έναν μάταιο σκοπό. […] Μια σοδειά ανεξίτηλης πίκρας».

Σε αυτό το ριζικά σκεπτικιστικό, αν όχι μηδενιστικό υπόβαθρο, ο διοικητής του προκεχωρημένου σταθμού, ο χαρισματικός Κουρτς, ο αλλόκοσμος βασιλιάς του αγριότοπου μοιάζει με έναν –μάλλον ηττημένο– νιτσεϊκό υπεράνθρωπο (ubermensch). Σκοτεινός, βάναυσος και αλαζόνας, έχει γνωρίσει τον ζόφο της ύπαρξης, είναι μάρτυρας της πρωταρχικής ενότητας, είναι η καρδιά του σκότους.

Τώρα, καθώς στερεύει σιγά σιγά και χάνεται στον χρόνο που κυλάει αδυσώπητα, με ένα ολίγιστο φως από κερί να τον φωτίζει, αποφασίζει να μιλήσει γι’ αυτό που έζησε και είδε, και με μια κραυγή, «ελάχιστα πιο δυνατή από άχνα», το λέει σε μία λέξη: «Η φρίκη! Η φρίκη!».

Θυμάμαι τον Μάκβεθ. Εχει μάθει μόλις για τον θάνατο της πολυαγαπημένης του γυναίκας και αηδιασμένος, ψιθυρίζει: «Σβήσε, μικρό κερί! Η ζωή δεν είναι παρά ίσκιος περαστικός, ένας φτωχός θεατρίνος, που κορδώνεται κι αφρίζει στη σκηνή για τη λίγη του την ώρα, κ’ έπειτα κανείς δεν τον ακούει πια, είναι ένα παραμύθι, ειπωμένο από έναν μωρό, γεμάτο λύσσα και φωνές, δίχως κανένα νόημα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT