«Δεν είμαι εδώ ως θύμα. Ζούσα με θύματα σε όλη μου τη ζωή ως παιδί. (…) Ελπίζω η ιστορία μου να έχει αντίκτυπο και να προκαλέσει μερικές αλλαγές στο διεφθαρμένο σύστημα». Αυτές ήταν οι πρώτες λέξεις που έγραψε το 2021 η Μπρίτνεϊ Σπίαρς σε ανάρτησή της στο Instagram, μετά τη λήξη της υποχρεωτικής κηδεμονίας του πατέρα της, η οποία διήρκεσε 13 χρόνια.
Η δημοφιλής τραγουδίστρια, που έγινε παγκοσμίως γνωστή στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αποκαλύπτει με θάρρος όλα όσα συνέβησαν στη ζωή της – από την παιδική ηλικία μέχρι την ελευθερία που απέκτησε ξανά ως προς τις επιλογές της, πριν από δύο χρόνια. Τα απομνημονεύματά της με τίτλο «Η γυναίκα μέσα μου» (στην Ελλάδα κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΑΘens Bookstore, τη μετάφραση υπογράφουν οι Χρύσα Φραγκιαδάκη και Τάκης Δρεπανιώτης και την επιμέλεια η Ολια Αποστολοπούλου) αποτελούν μια γενναία και συγκινητική ιστορία «για την ελευθερία, τη φήμη, τη μητρότητα, την επιβίωση, την πίστη και την ελπίδα».
Στις 277 σελίδες του βιβλίου, η «πριγκίπισσα της ποπ» καταγράφει λεπτομερώς, με ειλικρίνεια και χιούμορ, τη σημασία που έχει να είσαι είδωλο για τους εφήβους, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε και έγιναν «τροφή» για τα ταμπλόιντ, τα δύσκολα χρόνια που πέρασε υπό το αυστηρό καθεστώς της κηδεμονίας και την προσπάθειά της να απεγκλωβιστεί από αυτό. Σε αυτό το εγχείρημα, όμως, δεν ήταν μόνη καθώς στην απόφαση να πει για πρώτη φορά την αλήθεια της βοήθησε και ο «αφανής» συγγραφέας – δημοσιογράφος Σαμ Λάνσκι. Κάτι ακόμη που συνετέλεσε ήταν η ψυχοθεραπεία της σε όλη τη διάρκεια συγγραφής των απομνημονευμάτων.
Η δημοσιότητα
Στην έντονη αφήγησή της, περιγράφει το συναίσθημα του να βρίσκεται συνέχεια στη δημοσιότητα, να ελέγχεται υπερβολικά από τους γονείς της, τους παπαράτσι ή ακόμη και τους γιατρούς, οι οποίοι, όπως γράφει, «με πήραν μακριά από τα παιδιά μου, τα σκυλιά μου και το σπίτι μου».
Το χάρισμα της Σπίαρς φάνηκε από νωρίς, όταν η ίδια άρχισε να τραγουδά στη χορωδία της εκκλησίας στο Κέντγουντ της Λουιζιάνα όπου μεγάλωσε. Οι γονείς της, ο συνταξιούχος ιδιοκτήτης κατασκευαστικής επιχείρησης Τζέιμι Σπίαρς και η συγγραφέας – δασκάλα Λιν Αϊρίν Μπρίτζες, έγραψαν τη μικρή Μπρίτνεϊ σε πρακτορείο ταλέντων της Νέας Υόρκης. Αυτό είχε ως συνέπεια να γνωρίσει τον σκληρό κόσμο της σόουμπιζ και να μάθει να επιβιώνει σε αυτόν, σε τρυφερή ηλικία. Μετά τη συμμετοχή της στη διάσημη εκπομπή της Ντίσνεϊ «The Mickey Mouse Club» μαζί με άλλα ανερχόμενα αστέρια όπως οι Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, Κριστίνα Αγκιλέρα και Ράιαν Γκόσλινγκ, αποφάσισε να επιστρέψει στη «φυσιολογική» της καθημερινότητα στο Κέντγουντ. Ωστόσο, σύντομα θα υπέγραφε μια δισκογραφική δουλειά που θα την «εκτόξευε» στον χώρο της μουσικής.
Η επιτυχία και το σκοτάδι
Στα 16 της χρόνια, όλος ο κόσμος ήξερε το όνομά της. Το τραγούδι «…Baby One More Time» άλλαξε τα δεδομένα της ποπ μουσικής όπως τη γνώριζαν όλοι μέχρι τότε. Η ίδια κατάφερε να κυριαρχήσει ανάμεσα σε boybands όπως οι New Kids on the Block, οι Backstreet Boys, οι Take That. Το ειδύλλιο με τον Τίμπερλεϊκ απασχολούσε συνεχώς τον Τύπο. Το ίδιο και ο χωρισμός. Στο βιβλίο, η Σπίαρς μιλάει δημοσίως για την κυοφορία του μωρού τους και την άμβλωση, τις ψευδείς κατηγορίες του Τίμπερλεϊκ εναντίον της και την επιθυμία να εγκαταλείψει τη βιομηχανία.
Η «πριγκίπισσα της ποπ» μιλάει για όλα όσα την έκαναν «τροφή» στα ταμπλόιντ και για τα δύσκολα χρόνια που πέρασε υπό το καθεστώς της κηδεμονίας.
Η πίεση από το περιβάλλον της αυξανόταν, η ποπ τραγουδίστρια άρχισε να παίρνει αντικαταθλιπτικά. Οι επιτυχίες στη μουσική συνεχίζονταν, αλλά ο Τύπος πλέον ασχολούνταν με τις προκλητικές εμφανίσεις της. Η Σπίαρς γράφει για τη διασκέδασή της ως ενήλικας και τη νυχτερινή ζωή, τονίζοντας ότι η απεικόνιση από τα μίντια δεν ήταν ακριβής.
Οταν παντρεύτηκε τον Κέβιν Φέντερλαϊν και γέννησε τον πρώτο τους γιο, οι παπαράτσι την ακολουθούσαν παντού, αναζητώντας ένα στιγμιότυπο που θα της έδινε τον τίτλο της ακατάλληλης μητέρας.
Η ιστορία της «πουλούσε»: το Χόλιγουντ την εκμεταλλεύεται, κάνει παιδιά, αποτυγχάνει να τα φροντίσει σωστά και τελικά καταρρέει, αρκετές φορές δημόσια, με αποκορύφωμα το 2007 όταν –ύστερα από πίεση που της ασκούσε– «επιτέθηκε» σε έναν παπαράτσι με μια ομπρέλα. Την επόμενη χρονιά εισήχθη δύο φορές στο νοσοκομείο μετά από ψυχιατρική αξιολόγηση και αυτή ήταν η αρχή για τον έλεγχο της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής από τον πατέρα της.
«Παιδί – ρομπότ»
«Ενιωθα σαν ένα παιδί – ρομπότ, έχανα τον ίδιο μου τον εαυτό», αναφέρει στο βιβλίο. Το Instagram, όπως λέει, ήταν η επανάστασή της ενάντια στους περιορισμούς που της επέβαλαν. Σε πολλά σημεία του βιβλίου, που στην Αμερική πούλησε 1,1 εκατ. αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας στα τέλη Οκτωβρίου, επικαλείται τον Θεό που θα τη λυτρώσει. «Μόλις τώρα νιώθω να ξαναβρίσκω την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους και την πίστη μου στον Θεό. (…) Πάει καιρός από τότε που είχα νιώσει πραγματικά παρούσα στη δική μου ζωή, στη δική μου δύναμη, στη γυναικεία μου υπόσταση. Τώρα, όμως, είμαι εδώ».