Εχοντας περάσει τα τελευταία επτά χρόνια σχεδόν σε καθημερινή βάση τις πρωινές ώρες στην ψηλοτάβανη αίθουσα του Ιντεάλ για τις δημοσιογραφικές κινηματογραφικές προβολές, η προοπτική του οριστικού κλεισίματος του ιστορικού σινεμά μοιάζει περίπου απίστευτη. Φυσικά δεν είναι μόνο η δουλειά. Για πολλά χρόνια, πριν γίνει (και) επαγγελματική υποχρέωση, η επίσκεψη στο Ιντεάλ ήταν σκέτη χαρά· η απόλαυση τόσων αξέχαστων ταινιών που παρακολουθήσαμε εκεί, ακόμα κι αν χρειάστηκε να περιμένουμε υπομονετικά στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου για να αγοράσουμε εισιτήριο.
Ως γνωστόν, μετά την παραχώρηση του κτιρίου στο οποίο ανήκει ο κινηματογράφος στον ξενοδοχειακό όμιλο Μήτση, το Ιντεάλ σταματά και τυπικάτη λειτουργία του στο τέλος του τρέχοντος έτους. Τουλάχιστον στη σημερινή μορφή του, αφού οι σχετικές ανακοινώσεις της εταιρείας αναφέρουν σχέδια για διατήρηση της αίθουσας –με πλήρη μετατροπή/ανακαίνιση– ώστε αυτή να αποκτήσει πολλαπλή λειτουργία ως κινηματογράφος, θέατρο, μουσική σκηνή και συνεδριακό κέντρο. Κάτι δηλαδή, φανταζόμαστε, σαν το σημερινό Παλλάς, το οποίο φιλοξενεί μια πλειάδα θεαμάτων ανάμεσα στα οποία και κινηματογραφικές πρεμιέρες, φεστιβαλικές τελετές έναρξης και λήξης κ.ο.κ.
Η παραπάνω περιγραφή βέβαια δεν περικλείει μέσα της ένα σινεμά πρώτης προβολής, από αυτά που καθημερινά ανοίγεις την εφημερίδα (ή την ιστοσελίδα) για να δεις τι παίζει και να πας στην απογευματινή προβολή. Δυστυχώς τέτοια στο κέντρο της Αθήνας έχουν απομείνει πια ελάχιστα: Αστορ –για την ώρα μοιάζει… ασφαλές–, Αστυ, Ελλη και Οπερα, η οποία, σε μια πρόσφατη ευχάριστη είδηση, αποκτήθηκε από το Cinobo και σύντομα θα επαναλειτουργήσει. Τα ενθαρρυντικά στοιχεία των τελευταίων εβδομάδων, τα οποία δείχνουν ότι το κινηματογραφικό κοινό στηρίζει τις ταινίες που παίζονται παραδοσιακά σε αυτά τα σινεμά, πάνε κόντρα στον κυνισμό που προαναγγέλλει το τέλος τους.
Αυτό πάντως θα έρθει για το Ιντεάλ, το οποίο μετράει πάνω από 100 χρόνια λειτουργίας, υπό διάφορες διευθύνσεις, όμως δεν κρίθηκε διατηρητέο ως προς τη χρήση του – ή για να είμαστε ακριβείς, τη σημερινή χρήση του. Αυτό που θα μείνει, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι οι μνήμες. Ενα κρατημένο εισιτήριο από τον Φεβρουάριο του 2006 χρονολογεί το πρώτο ραντεβού με ένα όμορφο κορίτσι. Μερικά χρόνια αργότερα, με παρέα φίλων, δώσαμε κανονική… μάχη για να μπούμε σε μια προβολή των Νυχτών Πρεμιέρας, των οποίων το Ιντεάλ αποτέλεσε σταθερό σπίτι. Ενα άλλο βράδυ είχαμε τη φαεινή ιδέα να δούμε δύο ταινίες σερί, με τη δεύτερη να είναι το σχεδόν τρίωρο «Θα χυθεί αίμα» του Πολ Τόμας Αντερσον στο Ιντεάλ. Ευτυχώς οι πολυθρόνες του ήταν πάντα αναπαυτικές.
Ακόμα και τα τελευταία χρόνια που το επισκεπτόμουν μόνο τα πρωινά –κάθισμα πάντα στο κέντρο και δεξιά– το Ιντεάλ φάνταζε φιλόξενο και οικείο, συχνά με μια λαχταριστή μυρωδιά γλυκισμάτων που ψήνονται, να εισβάλλει στην αίθουσα από κάποιο κοντινό μαγαζί. Θα μας λείψει πολύ.