Αφήνοντας πίσω το 2023 με ένα διήγημα

Πώς μπορεί να μοιάζει μια Πρωτοχρονιά σε έναν αιώνα από τώρα; Ο συγγραφέας Γιάννης Παλαβός έγραψε αποκλειστικά για τους αναγνώστες της «Κ» το διήγημα «Κλασική μουσική»

7' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κλασική μουσική

Τυλιγμένο στο ημίφως που κιόλας, καθώς ο ήλιος έδυε, σκέπαζε τη λεωφόρο, το γηροκομείο υψωνόταν πίσω από τα κυπαρίσσια που το έζωναν σαν λόγχες. Παρότι σε λίγες ώρες άλλαζε ο χρόνος, η κίνηση ήταν πυκνή και η βοή έκανε το γέρικο κτίριο στο κέντρο του κήπου να μοιάζει ακόμη πιο απόκοσμο.

Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο μπρος στην καγκελόφραχτη πύλη, η Νίκη, με το βαλιτσάκι στο χέρι, άνοιξε το πορτόφυλλο. Μια φθαρμένη πινακίδα, γερμένη έτσι που το βέλος σημάδευε τα γκρίζα σύννεφα, έγραφε: «ΠΡΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ». Ανηφόρισε το δρομάκι με ταχύ βήμα· παρά τα εξήντα της χρόνια βάδιζε πάντα γρήγορα, σαν να την κυνηγούσαν. Μια κίσσα έκρωξε από κάποιο κλαδί και στον νου της ήρθε ο Γιάννης, που την περίμενε στο σπίτι. Δυο νύχτες λείπω, σκέφτηκε, θα χάλασε τον κόσμο να με φωνάζει.

Πέντε λεπτά αργότερα, κι αφού άφησε πίσω της τους μαιάνδρους του μονοπατιού –παράξενο, σκέφτηκε, σαν ο αρχιτέκτονας να τους σχεδίασε απλώς για να διασκεδάσει– έφτασε στην υποδοχή. Στο άκουσμα του ονόματός της, ένας φαλακρός άνδρας πετάχτηκε από το βάθος, αναφωνώντας: «Μα επιτέλους! Νύχτωσε!». Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της, η Νίκη απάντησε: «Μου κλείσατε την αργή πτήση –τέσσερις ώρες απ’ τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα–, κι έπειτα η κίνηση από το αεροδρόμιο δεν περιγράφεται». Ο άνδρας, που τείνοντας το χέρι τής συστήθηκε ως «Γενικός Προϊστάμενος», σήκωσε τους ώμους: «Δεν ξέρετε σε τι περικοπές μάς υποχρέωσε το υπουργείο», είπε. «Λίγο ακόμη και θα πλήρωνα το ταξίδι σας απ’ την τσέπη μου». Εβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε στο μανίκι. «Και στη Νέα Υόρκη τι κάνατε;», ρώτησε. «Σε γηροκομείο κι εκεί;». «Ημουν στην Αστόρια, στα γενέθλια του γιου ενός εστιάτορα», απάντησε η Νίκη. Ο Γενικός φόρεσε τα γυαλιά του. «Δουλειά να υπάρχει», είπε. «Το καλύτερο φάρμακο». Κοίταξε το ρολόι του: «Αλλά πάμε, αργήσαμε».

Εστριψαν στον διάδρομο. Οι τοίχοι του ψηλοτάβανου κτιρίου, χτισμένου τον προπερασμένο αιώνα, ήταν κηλιδωμένοι από την υγρασία. Το ξέθωρο πράσινο χρώμα τους γεννούσε μια αίσθηση προχωρημένης σήψης. Αριστερά και δεξιά, πίσω από κλειστές πόρτες, βρίσκονταν τα δωμάτια όπου οι τρόφιμοι ζούσαν ανά δύο, «εκτός από τα άκρως αντικοινωνικά άτομα», εξήγησε ο Γενικός, «που μένουν μόνα τους». Διέσχισαν την πτέρυγα ακολουθώντας μια δαιδαλώδη διαδρομή, που στη Νίκη φάνηκε εξίσου παράλογη με τους μαιάνδρους του κήπου, κι έφτασαν σ’ ένα σαλόνι. Πλάι σ’ ένα μαδημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν αραδιασμένες καμιά πενηνταριά πλαστικές καρέκλες. Είκοσι ηλικιωμένοι, φορώντας τα γιορτινά τους, περίμεναν ακροβολισμένοι. «Μπορείτε να αλλάξετε εδώ», είπε ο Γενικός δείχνοντας ένα δωματιάκι παραδίπλα. «Αυλαία σε δέκα λεπτά».

Ανάμεσα σε σφουγγαρίστρες και απορρυπαντικά, η Νίκη άνοιξε το βαλιτσάκι και, παραμερίζοντας τη στολή του Σπάιντερμαν, ξεδίπλωσε ένα τριμμένο μαύρο φουστάνι. Εβαλε πούδρα, έβαψε τα χείλη της και, ενώ κοιταζόταν στο καθρεφτάκι, δεν ήξερε αν έπρεπε να οικτίρει τον εαυτό της ή να βάλει τα γέλια. Σε λίγο έστεκε μπρος στο ακροατήριο. Ο Γενικός την ανήγγειλε, το κοινό χειροκρότησε και η Νίκη άρχισε το πρόγραμμα που είχαν συμφωνήσει από τον Οκτώβριο: τραγούδια των Μπιτλς – «κλασική μουσική» είχε ζητήσει στο μέιλ του ο Γενικός, «δεν την αγγίζει ο χρόνος». Η Νίκη τραγουδούσε μηχανικά, με το βλέμμα στο ρολόι του τοίχου: περασμένες έξι· στις επτά θα τέλειωνε, θα έπαιρνε ταξί και πριν από τις οκτώ θα ήταν στο σπίτι με τον Γιάννη, θα έβραζε μια μακαρονάδα και έως τα μεσάνυχτα θα κοιμόταν.

Αφήνοντας πίσω το 2023 με ένα διήγημα-1
Ο Γενικός την ανήγγειλε, το κοινό χειροκρότησε και η Νίκη άρχισε το πρόγραμμα που είχαν συμφωνήσει από τον Οκτώβριο: τραγούδια των Μπιτλς – «κλασική μουσική» είχε ζητήσει στο μέιλ του ο Γενικός. [MARIA SIORBA]

Εκλεισε το πρόγραμμα στις επτά παρά δέκα, υπολογίζοντας ότι θα της παράγγελναν ένα δυο τραγούδια ακόμη. Δεν της ζήτησαν τίποτα· με την υπόκλιση, οι καρέκλες άδειασαν. Ο Γενικός τής έδωσε συγχαρητήρια, της υποσχέθηκε ότι η αμοιβή θα της πιστωθεί την πρώτη εργάσιμη μέρα της νέας χρονιάς και τη συνόδευσε μέχρι το δωματιάκι για να αλλάξει. «Αλλά προτού φύγετε», είπε όταν η Νίκη βγήκε, «επιτρέψτε μου να σας ξεναγήσω. Θα βγούμε από την πίσω έξοδο».

Πέρασαν το σαλόνι και διέγραψαν πάλι μια τεθλασμένη, ακατάληπτη πορεία ανάμεσα σε σφαλιστές πόρτες, ώσπου, αφού βάδισαν ένα δεκάλεπτο μέσα σε απόλυτη ησυχία που τη διέκοπταν τα σχόλια του Γενικού, κάτι τράβηξε την προσοχή της: μια μισάνοιχτη πόρτα που πίσω της διακρίνονταν μορφές. Ο Γενικός το αντιλήφθηκε· κοντοστάθηκε, πλησίασε και αντάλλαξε δυο λόγια με κάποιον. Γύρισε στη Νίκη: «Θέλετε να δείτε;», ρώτησε και της ένευσε να έρθει. «Είστε καλλιτέχνις, άρα εξοικειωμένη μ’ αυτά. Πεθαίνει ένας τρόφιμος».

Ανάμεσα σε σφουγγαρίστρες και απορρυπαντικά, η Νίκη άνοιξε το βαλιτσάκι και, παραμερίζοντας τη στολή του Σπάιντερμαν, ξεδίπλωσε ένα τριμμένο μαύρο φουστάνι.

Η Νίκη μπήκε πίσω του. Ενας άνδρας, με μάσκα οξυγόνου και σωληνάκια να εξέχουν απ’ το στόμα και τα χέρια του, βαριανάσαινε στο κρεβάτι. Μυριάδες ζάρες αυλάκωναν την όψη του. «Μια απ’ τις δυσκολότερες περιπτώσεις μας», είπε ο Γενικός. «Ενενήντα δύο ετών, αλλά μυαλό κοφτερό. Κατέπεσε πριν από δύο εβδομάδες». Ισιωσε με τον δείκτη τα γυαλιά του. «Δεν φαντάζεστε στριφνάδα. Γι’ αυτό τον είχαμε μόνο του. Ξέρετε τι μου ‘πε τη μέρα που ήρθε, πριν από δεκαπέντε χρόνια; “Μη σκας που δεν έχεις μαλλιά – άμα σου βρουν κάναν όγκο και κάνεις χημειοθεραπεία, δεν θα το καταλάβει κανένας”. Μια άλλη φορά πλησίασε μια στρουμπουλή νοσοκόμα κι άρχισε να κάνει κύκλους γύρω της, λέγοντας ότι το βάρος της τον έθεσε σε τροχιά». Χαμογέλασε. «Δυστυχής», είπε και του χάιδεψε το χέρι.

Η Νίκη κοίταξε τον ηλικιωμένο, ύστερα μια οθόνη στερεωμένη πάνω απ’ το κρεβάτι. «Αυτό τι είναι;», ρώτησε. «Α», έκανε ο Γενικός, «το επιθανατοσκόπιο. Το αγοράσαμε πέρυσι. Γνωρίζετε περί τίνος πρόκειται;». «Οχι», είπε η Νίκη. «Αυτό που έλεγαν παλιά, ότι όταν πεθαίνεις περνάει όλη η ζωή σου μπροστά απ’ τα μάτια σου», είπε ο Γενικός, «είναι αλήθεια. Για την ακρίβεια, περνούν οι στιγμές που σε σημάδεψαν». Τότε η Νίκη είδε δύο άνδρες πλάι στο παράθυρο – ο ένας νεαρός κι ο άλλος γύρω στα εξήντα πέντε. «Οι κύριοι», είπε ο Γενικός, «είναι συνάδελφοι από τη Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας. Το επιθανατοσκόπιο είναι πλέον βασικό εργαλείο τους». Ο μεγαλύτερος χαιρέτησε τη Νίκη. Ο νεαρός, με τη μύτη ελαφρώς ανασηκωμένη, δεν μίλησε.

Αίφνης, το πρόσωπο του ηλικιωμένου συσπάστηκε και η ανάσα του έγινε ταχύτερη και βαριά, σαν ροχαλητό. Με μια γαλαζωπή λάμψη, η οθόνη άναψε και πάνω της διαγράφτηκαν σκιές, συγκεχυμένες μορφές. Οι δύο άνδρες έβγαλαν από τα σακάκια τους σημειωματάριο και μολύβι και πλησίασαν. Ο ηλικιωμένος ανασάλευε, τίναζε το κεφάλι. Λίγο λίγο οι εικόνες στην οθόνη άρχισαν να ξεκαθαρίζουν – ασπρόμαυρες. Ο Γενικός έσκυψε στη Νίκη: «Θέλαμε το έγχρωμο μοντέλο», είπε, «αλλά ας όψονται οι περικοπές…».

Η Νίκη συγκεντρώθηκε στην οθόνη. Η πρώτη εικόνα ήταν ένα παιδί να κρυφακούει έξω από μια πόρτα, τρομαγμένο, έναν άνδρα και μια γυναίκα να κάνουν έρωτα. Επειτα οι εικόνες άρχισαν να διαδέχονται η μια την άλλη όλο και πιο γρήγορα: ο άνδρας και η γυναίκα να μαλώνουν· ο άνδρας να μαζεύει τα ρούχα του και να φεύγει· το παιδί να παίζει μπάσκετ απόγευμα σε άδειο γήπεδο· το παιδί, έφηβος πια, να μιλάει σ’ ένα κορίτσι κι εκείνο να αποστρέφει το βλέμμα· ένα φιλί χαράματα στη μέση του δρόμου· ένας καβγάς κι η κοπέλα να κλαίει· βουτιές στη θάλασσα καλοκαίρι, γύρω κόσμος κι εκείνος μόνος· η οθόνη του υπολογιστή σ’ ένα γραφείο· η κέρινη όψη μιας ηλικιωμένης στο φέρετρο· πάλι το γραφείο και πάλι η θάλασσα, μόνος· κι ύστερα ένα ποτηράκι κονιάκ σ’ ένα καφενείο και η υγρασία στους τοίχους του γηροκομείου. Η Νίκη κοιτούσε μια την οθόνη και μια τον νεαρό που σημείωνε μειδιώντας. Στράφηκε στον Γενικό. Εκείνος χαμογέλασε. «Είναι νέος…», είπε. Επειτα η ανάσα του ηλικιωμένου σχεδόν σίγησε και η οθόνη έσβησε. Οι δύο άνδρες κατέβασαν τα μολύβια και γύρισαν προς τον Γενικό, ώσπου ο ηλικιωμένος, αφήνοντας μια στριγκή κραυγή, ξεψύχησε.

«Καλό παράδεισο», είπε ο Γενικός, και τότε η Νίκη πρόσεξε ότι τόση ώρα το χέρι του κρατούσε το χέρι του ηλικιωμένου. Ο Γενικός αποχαιρέτησε τους δύο άνδρες και βγήκε να ξεπροβοδίσει τη Νίκη. Η έξοδος δεν απείχε πολύ. Ο δρόμος εδώ ήταν ήσυχος. Η αλλαγή του χρόνου πλησίαζε. «Πώς σας φάνηκε;», ρώτησε ο Γενικός. «Εχω τραγουδήσει και καλύτερα», απάντησε η Νίκη. «Εννοώ το επιθανατοσκόπιο», είπε. Η Νίκη σήκωσε τους ώμους. «Θεώρησα», είπε ο Γενικός, «ότι ως καλλιτέχνιδα θα σας ενδιέφερε η εμπειρία. Ξέρετε, είμαι κι εγώ, ας πούμε, καλλιτέχνης. Εχω εκδώσει μια ποιητική συλλογή με δικά μου έξοδα». Η Νίκη κατένευσε κι έψαξε για ταξί. «Σας ευχαριστώ», του είπε. «Καλή χρονιά», ευχήθηκε εκείνος, «με υγεία σε σας και στους δικούς σας. Σας περιμένουν στο σπίτι;», ρώτησε. «Ο παπαγάλος μου», είπε η Νίκη. «Θα με φωνάζει σαν τρελός εδώ και δυο μέρες». Και πρόσθεσε: «Εσείς;». «Εδώ», είπε ο Γενικός. «Εγώ, άλλο από δουλειά δεν έχω στο μυαλό μου». Την αποχαιρέτησε με μια ελαφρά κλίση του κεφαλιού και, σφυρίζοντας το «Ob-La-Di, Ob-La-Da», μπήκε στο κτίριο.

Με το βαλιτσάκι στο χέρι, η Νίκη έμεινε να ψάχνει ταξί στον άδειο δρόμο.

* Ο κ. Γιάννης Παλαβός είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT