Ως γνωστόν, στο «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου, μια νεκρή νεαρή γυναίκα (Εμα Στόουν) επανέρχεται στη ζωή από έναν εκκεντρικό επιστήμονα, έχοντας πια τον εγκέφαλο ενός μωρού και ξεκινώντας έτσι από την αρχή μια καινούργια ζωή.
Σχεδόν έναν αιώνα πριν, το 1925, ο Ρώσος συγγραφέας Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ είχε μια παρόμοια (ανεστραμμένη) ιδέα: δυο γιατροί μεταμοσχεύουν την υπόφυση και τους όρχεις ενός νεκρού άνδρα σε έναν αδέσποτο σκύλο ονόματι Σάρικ, με τη φιλοδοξία να δημιουργήσουν ένα νέο μοντέλο ανθρώπου. Η ευφάνταστη ιστορία τελικά λογοκρίθηκε και δεν δημοσιεύθηκε στη Σοβιετική Ενωση παρά το 1987.
Η «Καρδιά του σκύλου» ανεβαίνει αυτές τις ημέρες στο θέατρο Κιβωτός, διασκευασμένη από το δίδυμο Εφης Μπίρμπα και Αρη Σερβετάλη. Ο τελευταίος πρωταγωνιστεί στον ρόλο του Σάρικ, του σκύλου που γίνεται άνθρωπος, όμως δεν μπορεί να ξεφύγει από την αληθινή του φύση. Η σωματική ταυτότητα της ερμηνείας του Σερβετάλη βρίσκει εδώ ιδανική εφαρμογή, καθώς ο ήρωας μεταμορφώνεται από ομιλούν τετράποδο σε γρυλλίζοντα άνθρωπο, προκαλώντας την απορία και την αγανάκτηση των επιστημόνων.
Το βασικό ζήτημα, βέβαια, εδώ –και αντικείμενο της σάτιρας του Μπουλγκάκοφ– δεν είναι το ιατρικό πείραμα, αλλά η ατομική ελευθερία και υπόσταση που θίγονται εν μέσω ενός αυστηρού καθεστώτος. Φύση αναρχική και ανυπότακτη, ο σκύλος δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στην καινούργια του ζωή, η οποία εκτός των άλλων εντάσσεται σε ένα σύστημα που πνίγει την ατομικότητα μέσα σε μια υποχρεωτική ομοιομορφία.
Γραμμένο το 1925, μια περίοδο δηλαδή που το κομμουνιστικό ιδεώδες έχει ήδη αρχίσει να εκφυλίζεται στη Σοβιετική Ενωση, το έργο εκφράζει τις συγκεκριμένες κοινωνικές ανησυχίες, ωστόσο, δεν μένει εκεί· αντιθέτως, αναγνωρίζει τη θεμελιώδη δικαιοσύνη του συστήματος («όλα να μοιράζονται σε όλους»), ασκώντας παράλληλα κριτική ως προς την εφαρμογή του, όταν σχολιάζει για παράδειγμα το πελώριο σπίτι του γιατρού Πρεομπραζένσκι (Αντώνης Μυριαγκός) και τις μπουρζουά συνήθειές του.
Ολα αυτά η Μπίρμπα τα μεταφέρει στη σκηνή μέσα από μια αισθητική προσέγγιση που παντρεύει κλασικά στοιχεία με άλλα, που παραπέμπουν στην επιστημονική φαντασία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τελευταία, εκτός από θαυμαστές ανακαλύψεις, είναι και γεμάτη από τρόμους, με το σκηνικό, τον φωτισμό και τη γενικότερη ατμόσφαιρα να προσιδιάζουν συχνά σε θρίλερ.
Μια πελώρια οθόνη στο πίσω μέρος της σκηνής προβάλλει σε κοντινά πλάνα τα δρώμενα, επιτείνοντας έτσι την άβολη αίσθηση της παρακολούθησης και του ελέγχου.
Το αποτέλεσμα είναι ένα σύνολο αναμφίβολα ενδιαφέρον, αν και κάπως άνισο, αφού το δεύτερο μέρος της παράστασης είναι σαφώς πιο καλοκουρδισμένο και εύρυθμο από το πρώτο. Το κοινό, πάντως, που πλέον ακολουθεί σταθερά τις δουλειές των Μπίρμπα – Σερβετάλη και γέμισε όλες τις θέσεις του θεάτρου το βράδυ της Τετάρτης, αναγνώρισε σίγουρα τα στοιχεία που τους διακρίνουν και τους έχουν αναδείξει, επιβραβεύοντας με ζεστό χειροκρότημα. Αυτή η «υπογραφή» είναι από μόνη της σημαντικό επίτευγμα.