Από το Παγκράτι στην Αστόρια. Από την κλασική κιθάρα στην ηλεκτρική, από τη ροκ στην τζαζ, από τα χρόνια της διεύθυνσης και διδασκαλίας στο Ωδείο Νάκα στα κλαμπ της Νέας Υόρκης –τα διάσημα «Blue Note», «55», «Smoke»– και στις αίθουσες διδασκαλίας του Collective School of Music και του New York University.
O Κώστας Μπαλταζάνης στα 58 του χρόνια έχει κάνει πολλές κι ενδιαφέρουσες διαδρομές στη μουσική με εξαιρετικές συντροφιές, ξεκινώντας από την τζαζ σκηνή της Αθήνας των ’90s. Στις εμφανίσεις του σε ΗΠΑ, Ισπανία, Φινλανδία, Ισραήλ, Λουξεμβούργο, Βουλγαρία και Γερμανία έπαιξε ή ηχογράφησε με σπουδαία ονόματα –«μουσικούς που είχα κορνιζαρισμένες φωτογραφίες τους στο σαλόνι του σπιτιού μου», λέει γελώντας–, όπως ο σαξοφωνίστας Αλεξ Φόστερ που η πρόσκλησή του για έναν κοινό δίσκο στάθηκε η αφετηρία του ταξιδιού στη Νέα Υόρκη, η ορχήστρα «The Mingus Orchestra», ο Αρτούρο Σαντοβάλ, ο Ομάρ Φαρούκ Τεκμπιλέκ, η Συμφωνική Οπερα της Στουτγάρδης.
Σήμερα το βράδυ όμως εμφανίζεται στο Half Note Jazz Club, σε μια πολύ προσωπική βραδιά με τους Ελληνες φίλους του για να παίξουν ξανά και να αυτοσχεδιάσουν πάνω στις world fusion συνθέσεις του ιστορικού συγκροτήματος Iasis, που δημιούργησε το 1995 μαζί με τον Πέτρο Κούρτη στα κρουστά και τον Γιώτη Κιουρτσόγλου στο μπάσο.
Ρωτώντας τον στην τηλεφωνική μας συνομιλία για το γκρουπ, μου διηγείται την ιστορία της ηχογράφησης του πρώτου δίσκου τους στη Lyra, όταν ο τότε διευθυντής με έκπληξη τους ανακοίνωσε ότι μέσα σε περίπου έναν μήνα πούλησαν περισσότερους από δυόμισι χιλιάδες δίσκους, σπεύδοντας να τους «κλείσει» με συμβόλαιο. Αλλά το ενδιαφέρον ήταν πως η επιτυχία ξάφνιασε και τους ίδιους τους μουσικούς του γκρουπ. Ετσι, από τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκαν να παίζουν σε μεγάλους συναυλιακούς χώρους των 1.000 θέσεων, από τις μικρές, οικείες σκηνές των κλαμπ, και να ακούν τη μουσική τους από ραδιοφωνικούς σταθμούς που απευθύνονταν στο mainstream κοινό.
Στ’ αλήθεια, μετά τόσα χρόνια στον χώρο και μετά την ανανεωτική εμπειρία της Νέας Υόρκης, πιστεύει πως η ορχηστρική τζαζ (instrumental) είναι ένα μουσικό είδος για λίγους, τον ρωτώ.
«Στη σύγχρονη διεθνή τζαζ συνυπάρχουν όλα τα στυλ μουσικής. Το πιο εμπορικό σκέλος της ασχολείται με το χιπ-χοπ, φέρνοντας το παλαιό ύφος στο σήμερα», απαντάει. Αυτή η ανάμειξη του ύφους και η γονιμοποίηση των παλαιών και νεότερων μουσικών ειδών ταιριάζει και με τη δική του μουσική προσωπικότητα. «Η μουσική μου ανήκει περισσότερο στη fusion», λέει, «ένα ανακάτεμα από όλους τους ήχους που έχω στο κεφάλι μου. Μεγάλωσα με ροκ και φανκ, που εξακολουθώ να αγαπάω, όπως και την ελληνική παραδοσιακή μουσική και το ρεμπέτικο, αλλά και την αφρικανική μουσική».
Μιλώντας για τη σημερινή συναυλία, επιστρέφουμε στη σταθερή αξία των live εκτελέσεων, αλλά και την επιστροφή του διεθνούς κοινού στο βινύλιο, ακόμη και στις ηχογραφημένες κασέτες, προκειμένου να ξαναβρεί την ποιότητα του ήχου που «φτωχαίνει» από τις ψηφιακές αναπαραγωγές. Τι άλλο ενδιαφέρον βλέπει στην όλο και συχνότερη διαμονή του στην Αθήνα και τις εδώ εμφανίσεις του;
«Βλέπω, εκτός από τους παλιούς μουσικούς, νέους ανθρώπους –20άρηδες– που είναι πολύ αφοσιωμένοι στην τέχνη τους», απαντάει. «Η ελληνική τζαζ σκηνή ανανεώνεται με πολύ καλούς καλλιτέχνες, μουσικούς που δεν διαθέτουν μόνον άρτια τεχνική αλλά και άποψη».