«Είναι απίστευτο. Μάλιστα, ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου θέλει να πει ότι δεν θα έπρεπε να είμαι εγώ». Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τα φετινά Οσκαρ, η Λίλι Γκλάντστοουν αντιδρά στο γεγονός ότι προτάθηκε για το βραβείο του Α΄ γυναικείου ρόλου. Η ηθοποιός ξεχώρισε στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε, «Δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» («Killers of the Flower Moon») μέσα από τον ρόλο της Μόλι Μπέρκχαρτ, μέλους της φυλής των Οσέιτζ, οι οποίοι σφαγιάστηκαν τις δεκαετίες 1910-1930 από λευκούς αποίκους για τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του πετρελαίου το οποίο υπήρχε άφθονο στη γη τους. Οι δολοφονίες αυτές είχαν ως στόχους κυρίως νεαρά άτομα, οι ένοχοι δεν βρέθηκαν και δεν τιμωρήθηκαν ποτέ, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη περίοδος της αμερικανικής ιστορίας έμεινε γνωστή ως «Κράτος του Τρόμου» (Reign of Terror) από αμερικανικές εφημερίδες της εποχής. Υπολογίζεται ότι εξήντα και πλέον άτομα δολοφονήθηκαν από το 1918 έως το 1931.
Η 37χρονη Γκλάντστοουν γράφει ιστορία στον θεσμό, καθώς είναι η πρώτη ιθαγενής Αμερικανίδα που κερδίζει υποψηφιότητα σε μια από τις πιο σημαντικές κατηγορίες. Αν και συγκινημένη γι’ αυτή τη διάκριση, η ίδια δεν ξεχνάει αξιοσημείωτες ερμηνείες ιθαγενών από το παρελθόν. Οπως εκείνη της Κίσα Κασλ-Χιουζ με καταγωγή από τον αυτόχθονα πληθυσμό των Μαορί στη Νέα Ζηλανδία, η οποία εντυπωσίασε την Ακαδημία και το κοινό με τον ρόλο της στην ταινία «Whale Rider» (2002).
«Θυμάμαι πώς ένιωσα όταν την είδα στο φιλμ. Ηταν η νεότερη ηλικιακά ιθαγενής υποψήφια για Οσκαρ. Η εμπειρία ήταν για μένα καθολική. Eνιωσα τόσο κοντά στην ανατροφή, στις ρίζες, στην οικογένεια και στη γλώσσα μου, μεγάλη τιμή», ανέφερε πρόσφατα η Γκλάντστοουν. Οσον αφορά την υποψηφιότητα που απέσπασε, η ηθοποιός τονίζει στις συνεντεύξεις της ότι δεν είναι ολοκληρωτικά δική της. «Η υποψηφιότητά μου ανήκει σε πολλούς ανθρώπους: στις φυλές των Οσέιτζ, των Μπλάκφιτ (Μαυροπόδαροι), των Νε Περσέ και σε κάθε ηθοποιό διαφορετικής καταγωγής. Είναι περιστασιακό το ότι είμαι η πρώτη και νιώθω ευγνωμοσύνη. Γνωρίζω όμως ότι δεν θα είμαι και η τελευταία».
Μετά τη νίκη της στις Χρυσές Σφαίρες –και τον ευχαριστήριο λόγο που ακούστηκε σε κάθε γωνιά του πλανήτη, αλλά κυρίως στους δικούς της ανθρώπους– η Γκλάντστοουν προχωράει ασταμάτητη προς την οσκαρική βραδιά της 10ης Μαρτίου, έτοιμη για μία ακόμα αλλαγή σελίδας στο Χόλιγουντ το οποίο πλέον είναι περισσότερο συμπεριληπτικό.
Ο «μάγος»
Γεννημένη τον Αύγουστο του 1986 στην πόλη Κάλισπελ της αμερικανικής πολιτείας Μοντάνα, η μικρή Λίλι μεγάλωσε στην κοινότητα των Μπλάκφιτ της περιοχής αλλά και στο Σιάτλ, όπου εγκαταστάθηκε στη συνέχεια η οικογένεια. Ο δημοσιογράφος πατέρας της, Χάουαρντ, προέρχεται από τους Μπλάκφιτ και τους Νε Περσέ. Η μητέρα της, Μπέτι, είναι εκπαιδευτικός με καταγωγή από την Ολλανδία και τους Κεϊτζούν. Η γιαγιά της πέρασε σε ένα από τα διαβόητα οικοτροφεία, το Τσεμάουα (Chemawa), από το οποίο εκατοντάδες παιδιά δεν επέστρεψαν ποτέ και θάβονταν σε τάφους με ή χωρίς δυνατότητα ταυτοποίησης.
Στα πρώτα της επαγγελματικά βήματα, η Γκλάντστοουν ασχολήθηκε με τη διδασκαλία της ιστορίας των ιθαγενών της Αμερικής. Μάλιστα, για την καλύτερη μετάδοση των πληροφοριών στους μαθητές αξιοποιούσε θεατρικές τεχνικές. Επισκεπτόταν σχολικά αμφιθέατρα όπου αλληλοεπιδρούσε με ένα προ-ηχογραφημένο κομμάτι, κάνοντας διάλογο για την πίεση που της ασκήθηκε ώστε να απαρνηθεί την κουλτούρα της. Για τις ανάγκες της διδασκαλίας υποδυόταν την Αλις, ένα κορίτσι της φυλής των Νάβαχο, που έπρεπε να υπομείνει μια καταχρηστική εκπαίδευση αφομοίωσης ώστε να μπορέσει να γίνει νοσηλεύτρια.
Οπως δήλωσε σε συνέντευξή της στο περιοδικό The Rolling Stone, «ο πατέρας μου είδε από νωρίς ότι ήμουν πολύ καλή πάνω στη σκηνή. Σε ηλικία εννιά χρόνων, τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Προσπαθούσα να διατηρήσω φιλίες, δεχόμουν εκφοβισμό». Η ερμηνεία σε θεατρικά εκπαιδευτικά έργα ήταν μια απόδραση από τους νταήδες, οι οποίοι τη χαρακτήριζαν «πολυλογού και ανόητη». Η Γκλάντστοουν θυμήθηκε: «Ο πατέρας μου, με ευθύ τρόπο και χωρίς συναισθηματισμό, μου είπε: “Δεν πειράζει. Θα γίνουν όλοι φίλοι σου όταν κερδίσεις το Οσκαρ”».
«Ο πατέρας μου είδε από νωρίς ότι ήμουν καλή πάνω στη σκηνή. Σε ηλικία 9 χρόνων, τα πράγματα ήταν άσχημα. Προσπαθούσα να διατηρήσω φιλίες, δεχόμουν εκφοβισμό».
Ο πρώτος κινηματογραφικός ρόλος-σημείο καμπής στην καριέρα της ήρθε το 2019 με την ταινία της Κέλι Ράιχαρντ «Η πρώτη αγελάδα» («First Cow»). Νωρίτερα είχε πρωταγωνιστήσει στο φιλμ «Certain Women» (2016) της ίδιας σκηνοθέτιδος. Ακολούθησαν συμμετοχές σε μικρότερα πρότζεκτ όπως τα «Little Chef» (2020) και «Two Eyes» (2020), μέχρι που υποδύθηκε τη Μαρία στο αμερικανικό γουέστερν «The Last Manhunt» (2022) σε σενάριο του Τζέισον Μομόα. Μετά τη σύντομη εμφάνισή της σε δημοφιλείς τηλεοπτικές παραγωγές όπως τα «Billions» και «Reservation Dogs», η ηθοποιός σκόπευε να παρατήσει την υποκριτική.
Ο Σκορσέζε στη ζωή της
Τότε ήταν που της προτάθηκε ένας ρόλος που θα την εκτόξευε, θα την έκανε γνωστή σε ένα ευρύτερο κοινό. Και μάλιστα επρόκειτο για δουλειά ενός από τους σπουδαιότερους κινηματογραφιστές του σύγχρονου σινεμά, τον Μάρτιν Σκορσέζε.
Στους «Δολοφόνους του ανθισμένου φεγγαριού», που αποτελεί μεταφορά του μη μυθοπλαστικού βιβλίου του Ντέιβιντ Γκραν, η Μόλι Μπέρκχαρτ πέφτει θύμα του συζύγου της, Ερνεστ (Λεονάρντο ντι Κάπριο) και του θείου του, Γουίλιαμ Χέιλ (Ρόμπερτ ντε Νίρο). Στην ουσία, είναι μια ιδιαίτερα γλαφυρή αποτύπωση του «Κράτους του Τρόμου», με επίκεντρο τη Μόλι μέσα από τα μάτια της οποίας αντικατοπτρίζεται ο πόνος των ανθρώπων της.
Η ικανότητά της να προκαλεί ενσυναίσθηση είναι αυτό που τράβηξε αρχικά την προσοχή του Σκορσέζε όταν παρακολούθησε την ερμηνεία της στην ταινία «Certain Women», στον ρόλο μιας μοναχικής ιδιοκτήτριας ράντσου.
«Υπάρχουν πολύ λίγοι ηθοποιοί που εμπιστεύονται την ακινησία, την ησυχία – και αυτή η εμπιστοσύνη προέρχεται από μια εξαιρετικά οξεία κατανόηση της δικής τους παρουσίας», είπε ο Σκορσέζε για την Γκλάντστοουν στο Rolling Stone. «Η Λίλι έχει απόλυτο έλεγχο σε αυτό και είναι σπάνιο».
Οταν ο σκηνοθέτης της ανακοίνωσε ότι πήρε τον ρόλο, εκείνη έπαθε σοκ. «Ούρλιαξα και πέταξα το κινητό τηλέφωνο στο σαλόνι των γονιών μου», είπε. «Αυτή είναι η αντίδρασή μου όταν μια κατάσταση με ξεπερνάει. Και αυτό συνέβη στα γενέθλια της Μόλι Μπέρκχαρτ».
Το αμέσως επόμενο βήμα ήταν η εκμάθηση της γλώσσας των Οσέιτζ. Παρακολούθησε μαθήματα για επτά εβδομάδες, μελετώντας με τους συμβούλους Κρίστοφερ Κοτ και Τζάνις Κάρπεντερ. Η πρόοδός της ήταν εντυπωσιακή. Ο Σκορσέζε την εμπιστεύτηκε καθώς έπρεπε να ξαναγράψει πολλές σκηνές που αφορούσαν τον χαρακτήρα της.
Σύμφωνα με την Γκλάντστοουν, στην εκδοχή του σεναρίου με το οποίο πέρασε από οντισιόν το 2019, πριν από τη συνάντηση των Σκορσέζε και Ντι Κάπριο με τους Οσέιτζ, υπήρχαν τρεις σκηνές μεταξύ της Μόλι και του Ερνεστ. Το σενάριο άλλαξε τελικά για να επικεντρωθεί λιγότερο στην έρευνα του FBI για το «Κράτος του Τρόμου» και περισσότερο στη σχέση των Μόλι και Ερνεστ.
«Τα ζευγάρια ζουν με ή κοντά στην οικογένεια και την κοινότητα της συζύγου, επομένως τα πάντα ανήκουν στις γυναίκες», εξήγησε η ηθοποιός. «Στους Μπλάκφιτ, το μόνο πράγμα που κατέχει ένας άνδρας είναι η σέλα του. Μπορεί να γίνει πολιτικός αρχηγός αλλά δεν του ανήκουν ούτε καν τα άλογά του. Οπότε αν αποτύχει, το σημάδι που θα δείξει ότι η γυναίκα δεν τον θέλει πια εκεί, είναι η σέλα που θα βρει έξω από το σπίτι όταν επιστρέψει». Αντίθετα, όπως τόνισε, οι Οσέιτζ είναι πιο πατριαρχικοί, «με την έννοια ότι ο άνδρας ήταν μεν ο κυνηγός αλλά η γυναίκα έφερε το χάρισμα της γονιμότητας και αναλάμβανε τη φροντίδα του σπιτιού. Ο άνδρας ήταν το πρόσωπο και η γυναίκα ολόκληρο το σώμα».
«Η υποψηφιότητά μου ανήκει σε πολλούς ανθρώπους: στις φυλές των Οσέιτζ, των Μπλάκφιτ (Μαυροπόδαροι), των Νε Περσέ και σε κάθε ηθοποιό διαφορετικής καταγωγής».
Δεδομένου ότι η εκπροσώπηση των ιθαγενών Αμερικανών στο Χόλιγουντ ήταν πάντα φτωχή, η Γκλάντστοουν σπάνια έβλεπε ανθρώπους στην οθόνη που να της έμοιαζαν. Ετσι, συχνά επευφημούσε χαρακτήρες που αντικατόπτριζαν πτυχές των δικών της εμπειριών: τον Μαντμάρτιγκαν που υποδύθηκε ο Βαλ Κίλμερ στην περιπέτεια φαντασίας «Willow» και τα πλάσματα που κατοικούν στο δάσος στο «Star Wars: Return of the Jedi».
Από την κυκλοφορία των «Δολοφόνων του ανθισμένου φεγγαριού» και έπειτα, η ζωή της ηθοποιού άλλαξε πολύ γρήγορα. Τώρα, φαίνεται να διαχειρίζεται με ευκολία το απαιτητικό της πρόγραμμα, επιδεικνύοντας ψυχραιμία και προσαρμοστικότητα. Οσο για την υποκριτική, πλέον η πορεία της θα είναι μόνο ανοδική. «Υπάρχουν πολλές ιστορίες, είτε τις παρουσιάζω εγώ μέσα από διάφορους χαρακτήρες ή απλά εκφράζω τη σκέψη μου για τη δημιουργία τους, θα πρέπει να τις ενθαρρύνουμε να βγουν στο φως».