«Θα περάσουν τα χρόνια, κάποια στιγμή θα φύγουμε κι εμείς για πάντα, κι οι άνθρωποι θα μας ξεχάσουν. […] Ομως τα βάσανά μας θα φέρουν χαρά σ’ εκείνους που θα ζήσουνε μετά από εμάς», λέει η Ολγα αγκαλιάζοντας τις αδελφές της στην τελευταία σκηνή από τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ.
Λίγο πριν πέσει η αυλαία, ο μεγάλος Ρώσος θεατρικός συγγραφέας μοιάζει να απευθύνεται σε εμάς, τους μελλοντικούς θεατές των θεατρικών του έργων και 120 χρόνια μετά τον θάνατό του όχι μόνο δεν ξέχασαν οι άνθρωποι την Ολγα, τη Μάσα και την Ιρίνα, αλλά ακόμη προβληματίζονται με τα βάσανά τους. Δύο «Γλάροι» παρουσιάζονται στη θεατρική Αθήνα τον Φεβρουάριο, του Δημήτρη Καραντζά στο θέατρο Προσκήνιο και του Σάββα Στρούμπου στον Νέο Χώρο του θεάτρου Αττις, καθώς και δύο «Πλατόνοφ», από τον Αντολφ Σαπίρο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και τον Νίκο Καμτσή στο «Τόπος Αλλού», ενώ στο Διάχρονο θέατρο ανεβαίνει ο «Βυσσινόκηπος», από τον Γιάννη Μόρτζο. Στην αρχή της σεζόν, τρία ακόμη έργα του Τσέχοφ ανέβηκαν στις θεατρικές σκηνές. Τι είναι αυτό άραγε που εξακολουθεί να μας γοητεύει στο τσεχοφικό σύμπαν και σχηματίζουμε ουρές για να δούμε τους ήρωές του να βασανίζονται στην αφιλόξενη ρωσική επαρχία;
Μια πρώτη απάντηση ίσως βρίσκεται στο γεγονός ότι ο κόσμος του Τσέχοφ, ενώ αντικατοπτρίζει τη ρωσική πραγματικότητα της εποχής, είναι «οικουμενικός και διαχρονικός», σύμφωνα με την αναπληρώτρια καθηγήτρια Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ Σοφία Φελοπούλου. Ο Τσέχοφ, μας λέει, κάνει ένα θέατρο ανθρωποκεντρικό, το οποίο μέσα από απλούς ανθρώπους που συνήθως συζητούν και δεν δρουν, οραματίζεται την αλλαγή. «Είναι, επίσης, ένα θέατρο στο οποίο αναγνωρίζουμε καταστάσεις, ίσως και γι’ αυτό να μας είναι οικείο και αγαπητό», τονίζει. Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι φιλοσοφικές αναζητήσεις, όλα όσα συνεχίζουν να απασχολούν το σύγχρονο κοινό βρίσκονται στον πυρήνα του, «ακόμη και η οικολογία είναι παρούσα στο έργο του», επισημαίνει η κ. Φελοπούλου. Αρκεί να θυμηθούμε τον γιατρό Αστροφ, από τον «Θείο Βάνια» να λέει πως «ο άνθρωπος είναι προικισμένος με λογικό και δημιουργική δύναμη για να πολλαπλασιάζει αυτό που του δόθηκε, αλλά έως τώρα, αντί να δημιουργεί, καταστρέφει. Τα δάση όλο και λιγοστεύουν, τα ποτάμια ξεραίνονται, τα θηράματα έχουν εκλείψει, το κλίμα χάλασε και μέρα τη μέρα, η γη γίνεται όλο και πιο φτωχή και πιο άσχημη».
Δεν είναι δύσκολο να ταυτιστεί κανείς με αυτούς τους απλούς ήρωες με τις πανανθρώπινες ανάγκες. Η Δηώ Καγγελάρη, θεατρολόγος και διευθύντρια σπουδών της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, σημειώνει ότι αγαπά τον τρόπο που ο Τσέχοφ στέκεται πλάι στα δραματικά του πρόσωπα σαν σιωπηλός μάρτυρας χωρίς να κρίνει. «Είναι ένας συνοδοιπόρος στη μοναξιά τους, στην πάλη τους με τους προσωπικούς τους δαίμονες, με τα κοινωνικά αδιέξοδα, με τη θνητότητά τους», σχολιάζει, «ίσως κάτι από όλα αυτά να μοιράζομαι με τους άλλους θεατές. Μαζί με το αόρατο χάδι του ουμανιστή γιατρού, που μας παρηγορεί στους χαλεπούς καιρούς μας». Για τον θεατρολόγο και σκηνοθέτη Βίκτωρα Αρδίττη, στον Τσέχοφ «θα βρούμε τη συμπόνια, την ενσυναίσθηση για τον δίπλα, την έλλειψη αυταπάτης».
«Ο Τσέχοφ με έκανε να αγαπήσω το θέατρο, διότι έμοιαζε με κάτι πολύ γνώριμο. Με έκανε να το δω αλλιώς, δεν ανεβάζει τη ζωή στο θέατρο, αλλά τους μηχανισμούς της», λέει ο ηθοποιός Δημήτρης Ημελλος.
Αυτή η συμπόνια, αλλά και η αντικειμενικότητα με την οποία αντιμετωπίζει τους ήρωές του, που ίσως να είναι παρακαταθήκη της επαγγελματικής ενασχόλησής του με την ιατρική, αποτελεί βασικό του χαρακτηριστικό. Για τον σκηνοθέτη Δημήτρη Καραντζά, το θέατρο του Τσέχοφ «δεν είναι ένα θέατρο ηρώων, είναι ένα θέατρο της ανθρώπινης αδυναμίας, την οποία χτίζει πολύ μαεστρικά. Δεν έρχεται να σου κουνήσει το δάχτυλο, σου παραθέτει τη διαχείριση ενός θέματος και ζητάει τη δική σου διάνοια και τον ψυχισμό σου για να μπορέσεις να ολοκληρώσεις τη θέασή του. Δεν δίνει απαντήσεις».
Ο κ. Καραντζάς τα τελευταία χρόνια έχει εντρυφήσει στο σύμπαν του Τσέχοφ, με τις «Τρεις αδελφές» (2020), τον «Θείο Βάνια» (2022-23) και τον «Γλάρο» (2023-24), ενώ το 2009 ως νεαρός απόφοιτος της σχολής του «Εμπρός», σκηνοθέτησε τον «Ιβάνωφ», διότι ο Τσέχοφ είναι ο μόνος συγγραφέας που διαβάζοντας τα έργα του αισθάνεται πως συνδέεται αυτομάτως. «Νομίζω ότι καταλαβαίνω και αφουγκράζομαι εσωτερικά όλες του τις ψυχικές κινήσεις. Νιώθω μια τρομακτική οικειότητα, σε βαθμό που αναρωτιέμαι αν μπορώ να κάνω άλλα έργα. Κάθε του φράση ακουμπάει στα πιο βαθιά μου ερωτήματα», συμπληρώνει.
Αναζητώντας στοιχεία που πιθανόν συνδέουν το ελληνικό κοινό με τα έργα του Τσέχοφ, ο Δημήτρης Καραντζάς αναφέρει ότι «στην Ελλάδα μπορούμε να συνδεθούμε με τα τεράστια ψυχολογικά άλματα των ηρώων του Τσέχοφ, που είναι μέσα και στη δική μας κουλτούρα», ενώ ο ηθοποιός Δημήτρης Ημελλος, με σπουδές στην Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας, βάζει ένα ακόμη στοιχείο, αυτό της κοινής θρησκευτικής πίστης των δύο λαών, που κάνει τον Τσέχοφ «να δημιουργεί μια μνήμη ορθοδοξίας, μιας ελληνικής αντίληψης. Εχει κάτι πιο οικείο για εμάς». Μάλιστα, όπως μας εκμυστηρεύεται, «ο Τσέχοφ με έκανε να αγαπήσω το θέατρο, διότι έμοιαζε με κάτι πολύ γνώριμο. Με έκανε να δω όλο το θέατρο αλλιώς, ακόμη και την τραγωδία, καθώς αντιλήφθηκα ότι η τέχνη μας δεν είναι μια αναπαράσταση της ζωής, αλλά μετάφραση της ζωής. Ετσι και ο Τσέχοφ, δεν ανεβάζει τη ζωή στο θέατρο, αλλά τους μηχανισμούς της».
Το ζήτημα της πίστης έχει παρουσία στο έργο του Τσέχοφ, αλλά, σύμφωνα με τον Δημήτρη Καραντζά, ο μεγάλος συγγραφέας το ανοίγει σε ένα ευρύτερο πεδίο, από αυτό της χριστιανικής πίστης. «Ολα τα έργα του Τσέχοφ καταπιάνονται με ήρωες σε κρίση ταυτότητας που προσπαθούν να βρουν ξανά μια νέα πίστη. Αυτό μπορεί να ξεκινάει από την ορθοδοξία, αλλά διευρύνεται σε φιλοσοφικά ζητήματα», ενώ προσθέτει πως «ευτυχώς, δεν έχει πάψει να μας απασχολεί το υπαρξιακό ερώτημα της ταυτότητας, το οποίο είναι πολύ ισχυρό στο έργο του».