Τον Αντονι Τσεν τον συναντήσαμε στο περασμένο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μια μέρα έπειτα από την ελληνική πρεμιέρα της ταινίας του με τίτλο «Ο πάγος που καίει», η οποία κυκλοφορεί στις αίθουσες. Αν και κατάγεται από τη Σιγκαπούρη, ο 40χρονος σκηνοθέτης ταξίδεψε μέχρι τα χιονισμένα σύνορα της Κίνας με τη Βόρεια Κορέα προκειμένου να τοποθετήσει την ιστορία του· ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο μεταξύ τριών νέων, οι οποίοι βρίσκονται, ο καθένας με τον τρόπο του, σε τέλμα.
«Το συγκεκριμένο μέρος το ανακάλυψα κυριολεκτικά κατά τύχη. Αυτή η πόλη, η Γιαντζίν, έχει ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της, σχεδόν το μισό, με κορεατική καταγωγή – ακόμη μιλούν τη γλώσσα και διατηρούν πολλά στοιχεία του κορεατικού πολιτισμού. Βρήκα πολύ γοητευτική την ιδέα αυτού του μέρους, που ανήκει μεν στην Κίνα, δεν το αισθάνεσαι όμως σαν Κίνα, πρόκειται για ένα σύνορο, κυριολεκτικό και μεταφορικό. Αυτό είναι και το θέμα της ταινίας: τρεις νέοι άνθρωποι που βρίσκονται κάπως κολλημένοι σε ένα σύνορο της ζωής τους και πρέπει να βρουν έναν τρόπο να το περάσουν. Ολοι περνάμε λίγο πολύ μια τέτοια κατάσταση κάποια στιγμή στη ζωή μας. Υπάρχει επίσης κάτι σουρεαλιστικό σε όλο αυτό, μια κρυφή μαγεία», μας λέει ο ίδιος.
Και αισθητικά, όμως, η ταινία του διαθέτει μια ονειρική ταυτότητα, η οποία παραπέμπει (και) στη γαλλική νουβέλ βαγκ. «Οι πρώτες δύο ταινίες μου στη Σιγκαπούρη ήταν πολύ πιο κοντά στον κοινωνικό ρεαλισμό· εδώ, αντιθέτως, ήθελα να αιχμαλωτίσω μια αίσθηση μελαγχολίας, ένα πιο ποιητικό συναίσθημα, το οποίο προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι δεν γνωρίζω πολύ καλά τον συγκεκριμένο τόπο». Γιατί όμως είναι… μελαγχολικοί οι νέοι της Κίνας; «Πράγματι και οι τρεις πρωταγωνιστές κουβαλούν διαφορετικών ειδών τραύματα και απώλειες που τους ακολουθούν. Στη διάρκεια της πανδημίας διάβασα πάρα πολλές ιστορίες ανθρώπων, γεννημένων στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ή στις αρχές του 2000, οι οποίοι βίωναν καταστάσεις ακραίου άγχους ή άλλα ζητήματα ψυχικής υγείας. Ενιωθαν επίσης απογοητευμένοι από τους γονείς τους, το κατεστημένο, την κυβέρνηση, την κοινωνία γενικότερα».
«Είναι εύκολο να πεις ότι η συγκεκριμένη γενιά έχει περισσότερα από ποτέ: υλικά αγαθά, εκπαίδευση, τα πάντα. Κι όμως, υπάρχει αυτή η συλλογική μελαγχολία. Στην αρχή ούτε εγώ καταλάβαινα· γιατί π.χ. οι νέοι κάνουν vlogs δείχνοντας τον εαυτό τους; Σταδιακά συνειδητοποίησα πόσο δύσκολο είναι να μεγαλώνεις στην εποχή του Διαδικτύου. Να βομβαρδίζεσαι αδιάκοπα με πληροφορίες και ταυτόχρονα να κρίνεσαι και να συγκρίνεσαι συνεχώς. Στο παρελθόν, ακόμη κι αν δεχόσουν εκφοβισμό στο σχολείο μπορούσες να προχωρήσεις στην επόμενη χρονιά και να το ξεπεράσεις. Τώρα όλα αυτά δεν διαγράφονται, σε στοιχειώνουν για πάντα».
Τα τελευταία χρόνια ο ασιατικός κινηματογράφος, είτε στην αμιγή μορφή του είτε σε άμεση συνομιλία με δυτικά πρότυπα («Τα πάντα όλα», «Περασμένες ζωές» κ.ά.) πρωταγωνιστεί στο παγκόσμιο στερέωμα. Πού οφείλεται αυτό; «Αρχικά, δημιουργοί όπως ο Χαμαγκούτσι, ο Κόρε-Εντα, ο Μπονγκ Τζουν-χο κάνουν πραγματικά σπουδαίο σινεμά και γι’ αυτό αναγνωρίζονται. Από την άλλη, και ο ίδιος νιώθω ότι τεράστιο μέρος του σύγχρονου σινεμά είναι πια συντηρητικό και βαρετό.
Καταλήγω να βλέπω ταινίες της δεκαετίας του 1960 και του 1970, π.χ. της νουβέλ βαγκ, γιατί είναι πραγματικά επαναστατικές, ακόμη και με τα σημερινά στάνταρ. Ισως γι’ αυτό και ο κόσμος εκτιμά το ασιατικό σινεμά. Δεν φέρνει κάτι πραγματικά καινούργιο, όμως το γεγονός ότι θυμίζει τάσεις του παρελθόντος σημαίνει τουλάχιστον ότι είναι καλός κινηματογράφος. Προσωπικά, μεγάλωσα στη Σιγκαπούρη όπου τα αγγλικά είναι η κύρια γλώσσα και στη συνέχεια πέρασα 15 χρόνια στη Βρετανία. Οι ταινίες μου, ωστόσο, ακόμη και οι αγγλόφωνες, είναι οπτικά ασιατικές», καταλήγει ο Αντονι Τσεν.