Η γενναιοδωρία να σαρκάζεις

Με τα χαρακτηριστικά των μικροαστών ασχολούνται δύο κωμωδίες που παρουσιάζονται αυτή την περίοδο στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου) και στο Εθνικό Θέατρο (Ρεξ): Οι «Δύο Χέστηδες» του Ευγένιου Λαμπίς και η «Προξενήτρα» του Θόρντον Ουάλντερ, αντίστοιχα

2' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τα χαρακτηριστικά των μικροαστών ασχολούνται δύο κωμωδίες που παρουσιάζονται αυτή την περίοδο στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου) και στο Εθνικό Θέατρο (Ρεξ): Οι «Δύο Χέστηδες» του Ευγένιου Λαμπίς και η «Προξενήτρα» του Θόρντον Ουάλντερ, αντίστοιχα. Ο Λαμπίς ανέδειξε φαρσικά ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του μικροαστού: τον φόβο, που παίρνει παθολογικές διαστάσεις, οι οποίες κατά κάποιο τρόπο φαντάζουν εξωπραγματικές, σε συνδυασμό με τα προβλήματα που προκαλεί στη ζωή και στις σχέσεις μας η υπερβολική ευγένεια και η δειλία.

Στην «Προξενήτρα», ο Θόρντον Ουάιλντερ σκιαγραφεί το προφίλ της αυτάρεσκης και εφησυχασμένης αμερικανικής νοοτροπίας, όπου η απόκτηση οικονομικής δύναμης και κοινωνικού στάτους αποτελεί αυτοσκοπό (όπως λέει η Ζωή Δέτση, καθηγήτρια Αμερικανικού Θεάτρου στο ΑΠΘ), έχοντας σαφείς επιρροές από τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου (παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 1668).

Τα δύο έργα δεν είναι σύγχρονα. Ο Λαμπίς έζησε τον 19ο αιώνα (γεννήθηκε το 1815 και πέθανε το 1888, ενώ δεν βρέθηκαν στοιχεία χρονολόγησης του εν λόγω θεατρικού έργου), ενώ η «Προξενήτρα» γράφτηκε το 1954. Τα δύο κείμενα και οι κοινωνικοί χαρακτήρες που εμφανίζουν, μοιάζουν μακρινοί στον σύγχρονο θεατή. Παρόλο που τα προγράμματα των δύο παραστάσεων –και δη το πληρέστατο της παράστασης του Εθνικού Θεάτρου– είναι απολύτως αποσαφηνιστικά για το ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο της εποχής που γράφτηκαν τα έργα, η μελέτη τους απαιτεί έναν πολύ σχολαστικό θεατή…

Είναι, βέβαια, έργα γραμμένα με κέφι και διάθεση να κάνουν τον κόσμο να γελάσει. Ωστόσο, οι δύο παραστάσεις προσφέρουν κάποιες στιγμές ευχάριστου μειδιάματος στο σημερινό κοινό, χάρη στη σκηνοθετική μαεστρία του Βασίλη Παπαβασιλείου και του Θωμά Μοσχόπουλου και στην υποκριτική δεινότητα του Θέμη Πάνου (ερμηνεύει τον βασικό ρόλο στον Λαμπίς) και της… προξενήτρας, Γαλήνης Χατζηπασχάλη.

Ο Παπαβασιλείου λέει ότι «νομίζουν ότι ζούμε εντελώς στο σήμερα, αλλά ζούμε σε πολλούς χρόνους μαζί. Τα λόγια μας είναι παιδιά πολλών ανθρώπων». Ποιος θα μπορούσε να διαφωνήσει; Ωστόσο, η κληροδότηση των λόγων από γενιά σε γενιά γίνεται μέσα από σπουδαία έργα, και όχι μέσα από φαρσοκωμωδίες, έστω κι αν έχουν σημαδέψει μια εποχή. Εστω κι αν το σημερινό ανέβασμά τους ευτυχήσει στα χέρια ενός διανοούμενου σκηνοθέτη και ντελικάτων ερμηνευτών, δεν αποτελεί διεκπεραίωση που βασίζεται, για να προκαλέσει γέλιο, στις γκριμάτσες ενός χοντροκομμένου κομπέρ.

Το κλειδί για να συνδεθούμε με μία «άχρονη» κωμωδία διαχρονικά και τον καυστικό λόγο για τα ανθρώπινα ήθη-πάθη δεν είναι η ταύτισή μας με τους ήρωές της. Είναι ο αυτοσαρκασμός και η ανοιχτωσιά της ψυχής. Ο Λαμπίς έλεγε πως «μερικοί άνθρωποι τα βλέπουν όλα θλιβερά. Εγώ γελάω με τη ζωή. Ούτε υπερηφανεύομαι μα ούτε και απολογούμαι γι’ αυτό. Απλώς έτσι γεννήθηκα. Οσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να πάρω τον άνθρωπο στα σοβαρά. Μου φαίνεται πως δημιουργήθηκε μόνο και μόνο για να διασκεδάζει κάποιους άλλους». Ή άλλως πως, αλίμονο στους σοβαροφανείς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT