Ηταν τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν η περεστρόικα που ονειρευόταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ψυχορραγούσε. Η ζωή δεν είχε γίνει καλύτερη και ο πρώτος ενθουσιασμός έχει πια χαθεί. Ο Στάθης Λιβαθινός, φοιτητής στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου της Μόσχας, παρουσιάζει με αγωνία στο θέατρο Μαγιακόφσκι την πτυχιακή του εργασία, το έργο του Τομ Στόπαρντ «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί».
«Είναι μοιραία και λυτρωτική στιγμή όταν το κείμενο από σκηνής συναντά και συμπίπτει με την ιστορική συγκυρία της ζωής, αυτό που όλοι βιώνουν μέσα στην ίδια εποχή. Η μοίρα δύο “μικρών ανθρώπων” ταυτίζεται με τη σκοτεινή μοίρα μιας ολόκληρης χώρας, όπου η τραγική φάρσα θα εξελιχθεί μετά από λίγο καιρό σε τραγωδία», γράφει στο ενδιαφέρον αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Τρεις εποχές» (εκδ. Πατάκη). Τα θέματα του έργου του Στόπαρντ «χτύπησαν φλέβα».
Λίγοι στην ιστορία του Ινστιτούτου έφυγαν με δύο διπλώματα (υποκριτική και σκηνοθεσία) και άριστα. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και τώρα ο καταξιωμένος σκηνοθέτης παρουσιάζει το ίδιο έργο, με άλλη φόρμα και άλλη ματιά στο ανακαινισμένο Θέατρο της οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής. Η γλυκόπικρη φάρσα του Τ. Στόπαρντ, που παίζεται σε μετάφραση του Μίνωα Βολανάκη με τρεις γενιές ηθοποιών, αντιστρέφει τον «Αμλετ» του Σαίξπηρ εστιάζοντας στους δευτερεύοντες χαρακτήρες της τραγωδίας. Ο βασιλιάς Κλαύδιος καλεί τον Ρόζενκραντζ και τον Γκίλντενστερν, παλιούς συμφοιτητές του Αμλετ, ζητώντας τους να παρασύρουν τον μελαγχολικό πρίγκιπα σε διασκεδάσεις για να μάθουν τι τον βασανίζει. Οι δυο αυλικοί τον συνοδεύουν στην Αγγλία έχοντας μαζί τους και ένα κλειστό γράμμα, στο οποίο δίνεται η διαταγή για την άμεση εκτέλεση του Αμλετ. Ομως εκείνος το αντικαθιστά με ένα άλλο γράμμα, ζητώντας από τον Αγγλο βασιλιά τη δική τους εκτέλεση. Μέρες μετά, ο Αγγλος πρέσβης μπαίνει στο παλάτι και ανακοινώνει: «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί».
«Μεγάλος δρόμος»
«Με αυτό το έργο σ’ αυτό τον χώρο, νιώθω μεταφορικά και κυριολεκτικά να ανοίγεται ένας μεγάλος δρόμος στη σκηνή. Και εγώ σαν να είμαι πάνω σε rollers να τρέχω με βραδύτητα», λέει ο Βασίλης Ανδρέου στην «Κ» και συνεχίζει: «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι άνθρωποι σε καταδίωξη από τον εαυτό τους, τις συνθήκες και την εξουσία. Με τον Νίκο βιώνουμε στη σκηνή τη συνθήκη δυο απλών ανθρώπων που τους ξεσήκωσαν ένα βράδυ για να πάνε στο παλάτι της εξουσίας και να βοηθήσουν. Αυτοί λένε το “ναι” του απλού ανθρώπου και τους μασάει ο μηχανισμός. Είναι σαν να μου πουν σήμερα, πήγαινε στο πρωθυπουργικό μέγαρο, να βοηθήσεις σε υπουργικά σχέδια, να μάθεις τι έχει το παιδί του πρωθυπουργού. Δεν θα τα καταφέρω, αλλά το δίδυμο δεν λέει “όχι”. Ισως επειδή φοβάται την εξουσία». Ο Β. Ανδρέου περιγράφει τον Ρόζενκραντζ, που ερμηνεύει, «σαν ένα ωραίο στεφάνι στο κεφάλι με λουλούδια. Είναι φωτεινό πλάσμα με μυαλό ανάλαφρο, ελπίζει και αισιοδοξεί, αλλά έχει και τάσεις κατάθλιψης. Μου αρέσει που το έργο από το φως πηγαίνει στο σκοτάδι, από το χιούμορ στην υστερία, από το κλάμα στο γέλιο. Είναι κωμωδία της εγκεφαλικής διεργασίας αλλά και της κατάστασης. Με καλό λόγο, έξυπνους διαλόγους, γρήγορα αντανακλαστικά και χορταστικές παύσεις». Οι ήρωες του φέρνουν στον νου ταινίες με ταλαίπωρα καρτούν που σαν χτυπάει κάτι το κεφάλι τους, πέφτουν και έπειτα σηκώνονται σαν φυσαρμόνικα. «Είναι αθώα θύματα. Θέλουν να βρουν το δίκιο, το σωστό, αλλά συνεχώς κατρακυλάνε στο αναπόφευκτο».
«Ενα ωραίο ακορντεόν»
Για τον Ρόζενκραντζ λέει ότι είναι συνονθύλευμα όλων των ρόλων της καριέρας του, «πολύτιμο δώρο από τον Στ. Λιβαθινό» που είναι συνεργάτες από τα χρόνια της Πειραματικής Σκηνής, ενώ δεν κρύβει τη χαρά του ότι παίζει με τον καλύτερό του φίλο. «Είμαστε ένα ωραίο ακορντεόν που η φυσούνα του συμπιέζεται και επεκτείνεται, κι εμείς βγάζουμε από την ψυχή μας ήχους, έντονους, μαλακούς, παρατεταμένους, μελωδικούς. Ο ήρωάς μου είναι πολλές φορές ο εαυτός μου. Οταν μένω με ανοιχτό το στόμα μπροστά σε ένα μεγάλο πολιτικό πρόβλημα στην πατρίδα μου. Οι δύο μικροαστοί φίλοι αποδέχονται θέσεις ενώ δεν έχουν τα προσόντα. Φορτία που είναι πάνω από αυτούς. Κι εγώ πήρα πολλές φορές στη ζωή αποφάσεις από ενθουσιασμό ή φόβο. Συχνά στη ζωή δεν λες “όχι” εκεί που πρέπει».
Το θέατρο είναι η μεγάλη αδυναμία του Βασίλη Ανδρέου και η δεύτερη η διδασκαλία. Αλλωστε, σπούδασε παιδαγωγικά και δίδαξε σε σχολείο για δύο χρόνια στην Κύπρο, όπου γεννήθηκε, πριν αποφασίσει να αλλάξει πορεία. Διδάσκει στο Ωδείο Αθηνών, κάνει δικά του σεμινάρια και «έχω αποφασίσει πια ότι η ζωή μου είναι θέατρο και εκπαίδευση. Το θέατρο που σε κάνει λίγο να ανατριχιάζεις και όχι να βολεύεσαι τρώγοντας ποπ κορν. Το θέατρο μπορεί να μας μετακινήσει, σαν ένα έντονο νομοσχέδιο όπως αυτό που ψηφίστηκε για τα ομόφυλα ζευγάρια».
«Οι δύο μικροαστοί φίλοι αποδέχονται θέσεις ενώ δεν έχουν τα προσόντα. Συχνά στη ζωή δεν λες “όχι” εκεί που πρέπει», λέει ο Βασίλης Ανδρέου.
Χάρηκε την ψήφισή του. «Γιατί είμαι νονός τέτοιου παιδιού και χαίρομαι που το βαφτιστήρι μου δεν είναι “καταραμένο”, αλλά ένα παιδί μέσα στη χαρά και την ευτυχία».
«Οι αντιήρωες της ζωής»
«Οταν μαλώνουν τα βουβάλια μέσα στον βάλτο την πληρώνουν τα βατράχια», ξεκινάει τη συζήτησή μας ο Νίκος Καρδώνης για το έργο του Τομ Στόπαρντ, «μια ωδή στο δράμα του μικρού ανθρώπου που προσπαθεί να κατανοήσει το παράλογο που συμβαίνει γύρω του. Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι θύματα ενός πολιτικού παιχνιδιού που σαφώς έχουν επιρροές από το έργο του Μπέκετ “Περιμένοντας τον Γκοντό”, τον Κόκκινο και τον Λευκό κλόουν στο τσίρκο, θυμίζουν τον Χοντρό και τον Λιγνό, ζουν μια περιπέτεια και σε όλο το έργο είναι σε απόλυτη σύγχυση. Μπερδεύουν τα ονόματά τους, δεν μπορούν να θυμηθούν πώς ξεκίνησε η περιπέτειά τους, ποιοι τους ξεσήκωσαν για την αποστολή, είναι διαρκώς σε ένα σάστισμα μέχρι τον επικείμενο θάνατό τους».
Ο ήρωάς του, Γκίλντενστερν, στην έναρξη της παράστασης ρίχνει 90 φορές το νόμισμα και δεν καταλαβαίνει γιατί πέφτει από την ίδια πλευρά. «Προσπαθεί με τη λογική να αποκωδικοποιήσει το παράλογο. Οι δυο τους με τον Ρόζενκραντζ είναι οι αντιήρωες της ζωής. Το ευφυές του Στόπαρντ, ενός θυμωμένου συγγραφέα, είναι ότι το 1966 μια εποχή που έβραζε και ο μικρός άνθρωπος σηκώνει ανάστημα στην εξουσία, εκείνος παίρνει δύο δευτερεύοντες χαρακτήρες από τον Αμλετ και τους κάνει πρωταγωνιστές».
Το έργο του ήταν ρηξικέλευθο για την εποχή του, όμως σήμερα; «Κάποια μέρη που, ίσως, θα τα θεωρούσαμε γραφικά αφαιρέθηκαν. Ομως πολλά μας μοιάζουν. Συμβαίνουν τόσο παράλογα πράγματα στην καθημερινότητά μας. Είναι κοινά τα χαρακτηριστικά με τον μέσο άνθρωπο της εποχής. Ανθρωποι της διπλανής πόρτας που τα γεγονότα τους ξεπερνούν».
Στη σκηνή, το δίδυμο είναι σε εγρήγορση, η αδρεναλίνη φτάνει στα ύψη, τα σώματά τους υποφέρουν. «Σαν να βρίσκονται σε μια διαρκή μάχη και απορία “γιατί σ’ εμάς;”. Συχνά το λέμε και σήμερα όταν συμβαίνει κάτι που μας ξεπερνά».
Η «οικογένεια» συνεχίζει
Μέλος της ομάδας του σκηνοθέτη από το 2000 στη «Φρεναπάτη», ο Νίκος Καρδώνης έζησε τις καλές ημέρες της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού και θεωρεί ότι η «οικογένεια» συνεχίζει σε μια εποχή που όλα αλλάζουν. «Είναι μεγάλη τύχη σήμερα να ανήκεις σε ένα ανσάμπλ, με συγγενική γλώσσα επικοινωνίας, σε καιρούς που οι ομάδες δεν αντέχουν εύκολα και ο πολιτισμός είναι παραγκωνισμένος. Ηθοποιός σήμερα σημαίνει πολύ τρέξιμο από παραγωγή σε παραγωγή κάνοντας πράγματα που δεν είναι η δουλειά μας, όπως να προωθούμε τον εαυτό μας. Εκεί έξω υπάρχει μεγάλη προσφορά και λίγη ζήτηση, οντισιόν κεκλεισμένων των θυρών, τα λέω και στους μαθητές μου. Ερχονται αβέβαια χρόνια και οι νέοι που βγαίνουν με όνειρα πρέπει να έχουν εναλλακτικές λύσεις».
Η δική του εναλλακτική; «Είναι ένας κύκλος που έκλεισε με άνω τελεία», απαντά για την άλλη δημιουργική του πλευρά που είδαμε σε δύο εκθέσεις. Κούκλες που έπαιρνε από τις παιδικές του φίλες και τις αποδομούσε. «Πεταμένες, κατεστραμμένες Μπάρμπι που τις έφτιαχνα, τις έντυνα και τις έφερνα στη ζωή. Κάθε μία και ένας ρόλος, Αννα Καρένινα, Μαντάμ Μποβαρί, Σάρα Μπερνάρ, Σκάρλετ Ο’ Χάρα κ.ά.». Σήμερα, οι μικρές του κυρίες βρίσκονται σε πολλά αθηναϊκά σπίτια.