Η Σοφία Μπεκατώρου οδηγεί και η κάμερα την παρακολουθεί: «Κανείς δεν τόλμησε να φτάσει στο δικαστήριο. Μόνο η Αμαλία. Με την κίνηση που έκανε να καταγγείλει και να προχωρήσει σε αυτήν τη δίκη, έχει κερδίσει τη ζωή της πίσω». «Γιατί το λες αυτό;», ακούγεται η φωνή της σκηνοθέτιδος Βάνια Τέρνερ. «Γιατί, όπως λέμε στην ιστιοπλοΐα, έκανε το σωστό “tack” (αλλαγή πορείας) που κανένας δεν το περίμενε», απαντάει η ολυμπιονίκης και ηγερία του κινήματος #MeToo στην Ελλάδα. Εκείνη έδωσε ώθηση στην Αμαλία Προβελεγγίου να περάσει –περνάει ακόμη, η δίκη δεν έχει ολοκληρωθεί– μια διαδικασία εξίσου τραυματική και απελευθερωτική.
Το ντοκιμαντέρ που έδωσε την πρεμιέρα του την Τρίτη και επαναλήφθηκε προχθές, στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Tack», δεν άφησε κανέναν θεατή αμέτοχο. Οι ερωτήσεις, μετά την προβολή και το αυξημένο ενδιαφέρον της αίθουσας, κράτησαν τους συντελεστές για δύο ώρες περίπου, σε ζωντανό διάλογο με το κοινό. Η Αμαλία Προβελεγγίου ήταν ανάμεσά τους. Δεν συμμετείχε στη συζήτηση γιατί η δίκη είναι σε εξέλιξη.
Η Αμαλία κατήγγειλε πριν από τρία χρόνια τον πρώην προπονητή της για τη συστηματική κακοποίηση που υπέστη από εκείνον όταν ήταν παιδί, 12 μόλις ετών. Η ταινία (παραγωγή του Onassis Culture) παρακολουθεί την ακανθώδη πορεία της νεαρής ιστιοπλόου από τη στιγμή που έστειλε ένα sms στη Σοφία Μπεκατώρου για να ομολογήσει τη δική της εμπειρία και καταγράφει τις παράλληλες και από κοινού ζωές τους. Μια καθημερινότητα κάποτε εφιαλτική μέσα από αλλεπάλληλες, συμπληρωματικές καταθέσεις, δίκες και αναβολές, διαρκείς παρατάσεις ενός πνιγηρού άγχους, αναβίωση και εξιστόρηση στιγμών που σχεδόν ποτέ δεν αποχρωματίζονται. Και απέναντι μια κοινωνία που εξακολουθεί να αποκαλεί τους βιασμούς «περιπέτειες μεταξύ ανδρών», που κάποτε μάλιστα, αν τα θύματα είναι επώνυμα, «μεγαλώνουν το κύρος τους», όπως λέει πρώην παράγοντας της ιστιοπλοΐας στο ντοκιμαντέρ.
Η διαδρομή της Αμαλίας (με τη διαρκή στήριξη των γονιών της και της Σοφίας Μπεκατώρου, μια αρραγής ανθρώπινη αλυσίδα) δύσκολα αφήνει τον θεατή αποστασιοποιημένο. Η δύναμη της 24χρονης σήμερα γυναίκας, στερεότυπα, παθογένειες, κρίσιμες αδυναμίες της πολιτείας (στην Ελλάδα ο πραγματικός αριθμός των κακοποιημένων παιδιών παραμένει άγνωστος, παρότι η κυβέρνηση είχε δεσμευθεί να θεσπίσει ένα κεντρικό εθνικό σύστημα καταγραφής), δημιουργούν μια δίνη θαυμασμού και απελπισίας, εξίσου, για τον ανθρώπινο παράγοντα. Οι εξομολογητικές στιγμές/σκηνές ανάμεσα στη Σοφία Μπεκατώρου και στον ηλικιωμένο και πάσχοντα πατέρα της (ο οποίος απεβίωσε πρόσφατα) είναι σπαρακτικές.
Αυτονομία
Την ίδια ώρα που προβαλλόταν το «Tack», στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, στο «Ολύμπιον» τα «Αδέσποτα κορμιά» της Ελίνας Ψύκου έδιναν τη δική τους μάχη εναντίον της προκατάληψης που προκάλεσε η «βλάσφημη» αφίσα. Γεμάτη η αίθουσα από θεατές και η πλατεία Αριστοτέλους από αστυνομικούς που προστάτευαν την προβολή από προαναγγελθείσες (και ευτυχώς ματαιωθείσες) διαδηλώσεις. Για μια άλλη μορφή «βιασμού» του γυναικείου σώματος θέλησε να μιλήσει η σκηνοθέτις. Για τους αγώνες για νομιμοποίηση της άμβλωσης στη Μάλτα, για την εξωσωματική γονιμοποίηση, την ευθανασία/υποβοηθούμενη αυτοκτονία, τον επερχόμενο δημογραφικό χειμώνα, δίπλα στον αναπαραγωγικό τουρισμό αλλά και στην αδιαπραγμάτευτη ανάγκη για «σωματική αυτονομία». «Το σώμα μας είναι πολιτικό και πρέπει να είναι ελεύθερο», υποστηρίζει η σκηνοθέτις. Μόνο που στην ταινία της, το αποτέλεσμα είναι αδύναμο. Επιχείρησε ένα πληθωρικό ταξίδι, πολλών θεμάτων (με αναμφισβήτητα πολύχρονη δουλειά και μετακινήσεις), χωρίς όμως το πολύτροπο υλικό να βρίσκει τη θέση του σε μια αφηγηματική ροή. Συνέπεια, πολλές ταινίες σε μία, τινάγματα από το ένα ύφος στο άλλο, ανεπιτυχής προσπάθεια σύνθεσης.
Eλληνικό ντοκιμαντέρ
Το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, μέχρι στιγμής (ολοκληρώνεται την Κυριακή, 17 του μηνός) έχει να επιδείξει πολύ καλές επιδόσεις, με ώριμη θεματολογία και μεστή κινηματογράφηση, με οικονομία και διεισδυτικότητα. Σε αυτήν την κατηγορία –σε έναν τριήμερο, δικό μας, επί τροχάδην, απολογισμό– θα περιλαμβάναμε, με σειρά προβολής πρώτα το «Λενάκι, δυο φωτιές και δυο κατάρες» του Δημήτρη Ινδαρέ.
Ο έρωτας της Ελένης και του Λιμάζαγα, στο Λειβάρτζι Καλαβρύτων, λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, και μια γονική κατάρα στοιχειώνουν την ιστορία της οικογένειας και του χωριού. Ο σκηνοθέτης αναψηλαφεί ένα (οικογενειακό) παρελθόν που μοιάζει με παραμύθι. Διασχίζοντας μια «σκοτεινιά που ένιωθε να τον βαραίνει» ο Δ. Ινδαρές χειρίζεται δεξιοτεχνικά την ιστορία, τον τόπο, τους ανθρώπους και αναδύεται στο φως με χιούμορ, διάθεση συμφιλίωσης και συγχώρεσης.
Ακολουθεί το «Unclickable» του Μπάμπη Μακρίδη, παραγωγή διεθνών προδιαγραφών, που μας ξεναγεί στον σκοτεινό κόσμο της ψηφιακής διαφημιστικής απάτης, τη μεγαλύτερη πηγή εσόδων του οργανωμένου εγκλήματος. «Είναι μια ταινία για τη δημοκρατία», μας προϊδέασαν οι συντελεστές και το επιβεβαιώσαμε, μέσα σε μια πραγματικότητα που ξεπερνάει προβλέψεις και άμυνες.
Οι «Αζήτητοι» της Μαριάννας Οικονόμου (εκτενέστερα στο φύλλο της Κυριακής) αποκαλύπτουν έναν κόσμο που «έφυγε, σαν να μην έζησε». Μια τυχαία ανακάλυψη στο νοσοκομείο «Σωτηρία», επιστολές και υπάρχοντα φυματικών που έρχονται στο φως μετά 80 χρόνια. Μια Ελλάδα που έχουμε αφήσει πίσω αλλά μας ακολουθεί και μας στοιχειώνει.
«Η καρδιά του ταύρου»
Ρηξικέλευθο και αποκαλυπτικό για τις όψεις ενός σημαντικού, διεθνούς, δημιουργού, ήταν το αφιέρωμα του φετινού Φεστιβάλ στον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Το ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή «Η καρδιά του ταύρου», σε ειδική προβολή ως work in progress, ήταν γυρισμένο στη διάρκεια του κορωνοϊού όταν ετοιμαζόταν η παράσταση «Εγκάρσιος προσανατολισμός». Η Εύα Στεφανή και ο Δημήτρης Παπαϊωάννου συνεργάζονται ως ένα «σώμα». Με κινηματογραφική αισθητική και χορευτική ένταση. Εμμονικοί και οι δύο στις λεπτομέρειες, στις «λοξές» λήψεις και λύσεις πλάνων, που αναδεικνύουν τη «χαρά της τέχνης» αλλά και την κατάφαση στη ζωή μέσα από τον έρωτα και τη δημιουργία. Ποιος εικονογραφεί και ποιος χορογραφεί; Τα όρια συγχέονται, το αποτέλεσμα ταξιδεύει. Το συνόψισε με ακρίβεια ο ίδιος ο Δ. Παπαϊωάννου αναφερόμενος στο σύνολο του έργου του: «Ενα ενιαίο ταξίδι από σπασμένες εικόνες».
Προχθές, μετά την προβολή δύο δικών του μικρού μήκους ταινιών (πάνω στις παραστάσεις του «Πουθενά» και «Πρώτη ύλη»), συνομίλησε με τον διευθυντή του Φεστιβάλ Ορέστη Ανδρεαδάκη, σε μια ασφυκτικά –και πάλι– γεμάτη αίθουσα, από νέους κυρίως θεατές. Αμεσος, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, ήταν σαν να συνέθεσε ένα, ελεύθερο, ελλειπτικό σκίτσο από μελάνι της έως τώρα πορείας του.