«Τα εκθέματα είναι λέξεις και τα μουσεία διηγούνται με αυτά μια ιστορία. Πρόκειται για δυναμικές αφηγήσεις, όπως συμβαίνει και με τη νέα παρουσίαση της μόνιμης συλλογής μας στις αίθουσες 33-36, η οποία προέκυψε χάρη στο ανανεωμένο βλέμμα με το οποίο κοιτάξαμε το υλικό μας», μας είπε ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Γιώργης Μαγγίνης στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου για τη νέα μόνιμη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού στην οδό Κουμπάρη, η οποία ανοίγει στο κοινό τη Δευτέρα 25 Μαρτίου.
Λίγο πριν αρχίσει η δημοσιογραφική ξενάγηση στις ανανεωμένες αίθουσες του τρίτου ορόφου, ο κ. Μαγγίνης δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη πολυμελή δημιουργική ομάδα του μουσείου που συνέβαλε στην επανέκθεση και στις «συναντήσεις του τρίτου (ορόφου)» που υπήρξαν για όλους ένα ευχάριστο διάλειμμα στις πιεστικές εβδομαδιαίες υποχρεώσεις.
Οι συγκεκριμένοι εκθεσιακοί χώροι στους οποίους ξεναγηθήκαμε –λιγότερο φορτωμένοι με εκθέματα και διαθέτοντας αυτόνομες «νησίδες» ιστορικών τεκμηρίων και έργων τέχνης, οι οποίες γίνονται αφορμές για μικρές στάσεις του επισκέπτη– παρουσιάζουν την ιστορία της νεότερης Ελλάδας καλύπτοντας την περίοδο από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας έως τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την κατοχή από τις δυνάμεις του Αξονα μέσα από κειμήλια, προσωπικά αντικείμενα, αυλικές ενδυμασίες και έργα τέχνης.
Μετά την έκθεση «1821 Πριν και Μετά», για τους σκοπούς της οποίας αναψηλαφήθηκαν όλες οι συλλογές του Μουσείου Μπενάκη με υλικό από τον 18ο έως τον όψιμο 19ο αιώνα, κρίθηκε απαραίτητο να ενσωματωθούν στην επανέκθεση τα αποτελέσματα της έρευνας. Παρόμοια αναδίφηση στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και έως τον Μεσοπόλεμο έγινε για τις ανάγκες της έκθεσης «Μικρά Ασία. Λάμψη – Καταστροφή – Ξεριζωμός – Δημιουργία», εμπλουτίζοντας το υλικό της αίθουσας 36. Τέλος, η μεγάλη ανταπόκριση του κοινού στις δύο αυτές εκθέσεις δημιούργησε ένα κύμα νέων δωρεών σε αξιόλογα κειμήλια και έργα ζωγραφικής και διακοσμητικών τεχνών, τα οποία άξιζε να συμπεριληφθούν στη μόνιμη έκθεση.
Δεν είναι όμως μόνον η νέα ματιά στο αρχειακό υλικό υπεύθυνη για αυτό το «φρεσκάρισμα» του τρίτου ορόφου. Το μουσείο μοιάζει να περνά πολύ ομαλά σε μια καινούργια εποχή, κάνοντας εκτεταμένη χρήση ψηφιακών μέσων, δοκιμάζοντας πιλοτικά την ΑΙ και αναδεικνύοντας τις γνώσεις και την αυτοπεποίθηση νεότερων επιμελητών.
Το μουσείο μοιάζει να περνά πολύ ομαλά σε μια καινούργια εποχή, δοκιμάζοντας πιλοτικά την ΑΙ και αναδεικνύοντας τις γνώσεις και την αυτοπεποίθηση νεότερων επιμελητών.
Το βασικότερο, το Μουσείο Μπενάκη τιμά το παρελθόν του και ταυτόχρονα επιθυμεί να μοιραστεί τα σύγχρονα βιώματά του.
Η μουσειολογική πρόταση συνεχίζει τη φιλοσοφία της αρχικής έκθεσης που ενορχήστρωσε ο Αγγελος Δεληβορριάς, διατηρώντας την εσωτερική δομή του μουσείου. Διατηρήθηκε επίσης η ιστορική πορεία της αφήγησης που εικονογραφούν θέματα και γεγονότα: τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, τον ελληνικό αλυτρωτισμό ή το Επος του 1940-1941. Πολλά από αυτά παρουσιάζονται για πρώτη φορά σε μόνιμη έκθεση, ιδιαίτερα τα εξαιρετικής σημασίας τεκμήρια από τα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου.
Φιλελληνικά
Μια ενότητα που αναπτύσσεται σε ειδική προθήκη είναι τα φιλελληνικά αντικείμενα, κυρίως διακοσμητικά από μέταλλο και πορσελάνη με ελληνική και οριενταλιστική εικονογραφία, αλλά και αρχειακό υλικό που καταδεικνύει τις προσπάθειες ενίσχυσης του Αγώνα από τις ειδικές επιτροπές των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων.
Η επανέκθεση δίνει επίσης έμφαση σε έργα ζωγραφικής που καλύπτουν διάφορες περιόδους, από τον ρομαντισμό έως τις νεωτερικές τάσεις του 20ού αιώνα, δημιουργώντας μια πολυδιάστατη εικόνα της τέχνης στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αλλά και του απόηχου των ιστορικών γεγονότων στη χώρα και σε μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα τέχνης.
Δύο έργα του Γιαννούλη Χαλεπά, η ζωή του οποίου συμπίπτει χρονικά με την περίοδο που καλύπτει η τελευταία αίθουσα, ολοκληρώνουν την έκθεση. Ο «Αγγελός» του, ένα αριστούργημα σε τερακότα, γεφυρώνει την αφήγηση του Μουσείου Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού με τη συνέχειά της, στο ισόγειο της Πινακοθήκης Γκίκα, ενώ οι «Εννέα Μούσες» του αποχαιρετούν τον επισκέπτη.