Προσόντα και λεπτές ισορροπίες

Διάλογος για τα τυπικά και τα ουσιαστικά εφόδια ενός μελλοντικού γενικού διευθυντή της Εθνικής μας Βιβλιοθήκης

7' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εδώ και ενάμιση μήνα έχει αρχίσει μια δημόσια συζήτηση για το ποια πρέπει να είναι τα τυπικά και τα ουσιαστικά προσόντα ενός μελλοντικού γενικού διευθυντή της Εθνικής μας Βιβλιοθήκης (η θέση έχει προκηρυχθεί, ως φαίνεται). Το ζήτημα ξεκίνησε από τα όσα δήλωσε ο τωρινός πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης Σταύρος Ζουμπουλάκης σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Βήμα» (ΒΗΜΑgazino 8.2.2024): «Για τη θέση αυτή δεν έχει σημασία αν κάποιος έχει εκπονήσει 18 διατριβές στο Χάρβαρντ. Σημασία έχει να είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος, που αγαπάει τα γράμματα, να είναι ανιδιοτελής, εργατικός και καλός χαρακτήρας. Να μην έχει τοξικότητα, να μπορέσει να αγκαλιάσει το προσωπικό, να αναδείξει από τον καθένα τα καλύτερά του στοιχεία».

Με την ευκαιρία ετούτης της τολμηρής και συζητήσιμης άποψης (ο κ. Ζουμπουλάκης θα είναι και μέλος της επιτροπής που θα επιλέξει το πρόσωπο), οι κ. Γιώργος Μπώκος και Γιάννης Κόκκωνας, δύο έμπειροι με πολλή πείρα και δουλειά στην Εθνική Βιβλιοθήκη, αλλά και ευφήμως γνωστοί καθηγητές στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο (στο Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας, Αρχειονομίας και Μουσικολογίας), έχοντας βέβαια κι άλλα να μας πουν για το πώς διοικείται και λειτουργεί η Εθνική Βιβλιοθήκη, έγραψαν ένα μακρύ άρθρο –πάλι στην εφημερίδα «Το Βήμα» (18.2.2024)– με τον τίτλο «Η κακοδαιμονία δεν έχει τέλος», όπου διεκτραγωδούν πολλά, αλλά και επιχειρούν να καταδείξουν πόσο σφαλερή και δυσοίωνη για τη μελλοντική πορεία της Βιβλιοθήκης θα είναι η τυχόν επιλογή ενός γενικού διευθυντή με τόσο αόριστα και μη θεσμικά προσδιορισμένα κριτήρια.

Προτού συνεχίσω, πρέπει πρώτα πρώτα να δηλώσω ότι δεν γνωρίζω τίποτε από τυχόν υποψηφιότητες για τη θέση και κατόπιν ότι έχω πολύ θετική γνώμη και για τους δύο αρθρογράφους. Παλιός συνάδελφος ο κ. Μπώκος, νεότερος ο κ. Κόκκωνας, που τον θεωρώ από τους πιο καταρτισμένους στον χώρο της ιστοριο-φιλολογίας γενικότερα, και σίγουρα τον κορυφαίο γνώστη βιβλιολογίας και τυπογραφίας. Και νομίζω πως, εκτός από τον άστοχο τίτλο, το άρθρο είναι προσεκτικά γραμμένο και χρήσιμο. Αντιπολιτεύεται βέβαια τον κ. Ζουμπουλάκη, αλλά η αντιπολίτευση βοηθάει· καμιά φορά μάλιστα και κατευθύνει τη διοίκηση (εμείς οι παλιότεροι θυμόμαστε τη φράση του Γέρου, του Γεωργίου Παπανδρέου, που το 1962 ανέκραξε, όταν νομοθετήθηκε η αγροτική σύνταξη: «Κυβερνώμεν από την αντιπολίτευσιν»).

Στόχος μου όμως δεν είναι να σχολιάσω το σύνολο του άρθρου· από την επαρχία όπου ζω, δεν μπορώ να έχω λεπτομερειακή πληροφόρηση. Τα προσόντα του γενικού διευθυντή θέλω να συζητήσω και κυρίως ως γενικής υφής ζήτημα για την εκλογή προσώπων σε υψηλά διοικητικά πόστα. Οι κ. Μπώκος και Κόκκωνας αντιλέγουν στις απόψεις του κ. Ζουμπουλάκη: «Η Εθνική Βιβλιοθήκη στο πλαίσιο των δράσεων για την εκπλήρωση του σκοπού της, σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική άλλων εθνικών βιβλιοθηκών, αντί να προβάλλει τον πλούτο των συλλογών της, εκθέτοντας με διάφορες ευκαιρίες τον πλούτο των θησαυρών της, διοργανώνει συνεχώς εκθέσεις ζωγραφικής».

Το επιχείρημα πως κάποιες εθνικές βιβλιοθήκες δεν εκθέτουν παρά μόνον τους θησαυρούς των βιβλίων τους αποσιωπά –πιο σωστά, παραγνωρίζει– δύο πολύ βαρύνουσες ιδιοτυπίες της δικής μας Εθνικής. Πρώτον και κύριον, την πολύ κακή σχέση του ελληνικού κοινού, όχι με το βιβλίο, παρά –αυτό έχει σημασία– με τις Βιβλιοθήκες. Ποιος κοινός άνθρωπος είχε μπει ποτέ στην παλιά Βιβλιοθήκη, στο κέντρο της Αθήνας, να δει πώς είναι; Ποιος είχε ανέβει, έστω, τα σκαλιά της να χαζέψει τη γύρω θέα; Ποιος Νεοέλληνας έχει δανειστεί ποτέ βιβλίο από δημόσια βιβλιοθήκη – έξω από παιδιά του σχολείου σε μικρές επαρχιακές πόλεις; Υπάρχει μήπως «Σύλλογος Φίλων Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος»; Και τώρα στα καινούργια κτίρια, σ’ αυτό το πανέμορφο πάρκο στο Φάληρο, όπου οι γύρω διάδρομοι με τα νερά, τα δέντρα, τις πλατειούλες σφύζουν από ζωή, ποιος έχει διασχίσει τις τζαμένιες πόρτες να δει πώς είναι οι χώροι εκεί μέσα; Πόσοι προχώρησαν παραπέρα από το ισόγειο, πόσοι έχουν δει στη ζωή τους αναγνωστήριο;

Γιατί λοιπόν να είμαστε τόσο εχθρικοί για μια έκθεση που θα σχολιαστεί στον Τύπο και στο Διαδίκτυο, θα κάνει πιο οικείο τον χώρο, θα ελκύσει κάποιον κόσμο και θα προσφέρει αίγλη στην έννοια –έστω!– Εθνική Βιβλιοθήκη; Σήμερα τα πάντα χρειάζονται προβολή κι αν θέλουμε ο μελλοντικός γενικός διευθυντής να βρίσκει ανοιχτές τις πόρτες άμα έχει αιτήματα από το υπουργείο, πρέπει κι ο υπουργός να ξέρει πως το ευρύ κοινό δεν θα σκεφτεί «πού πάνε και σκορπάνε τα λεφτά των φορολογουμένων».

Το επιχείρημα πως κάποιες εθνικές βιβλιοθήκες δεν εκθέτουν παρά μόνον τους θησαυρούς τους παραγνωρίζει την κακή σχέση του ελληνικού κοινού με τις βιβλιοθήκες.

Ας ελπίσουμε ότι ο καινούργιος γενικός διευθυντής, όποιος κι αν είναι, δεν θα σταματήσει αυτή την καλή πρακτική (ούτε τις αμέτρητες δημόσιες ομιλίες που αποσιωπούνται). Κι αν κάνει και εκθέσεις, όχι με βιβλία και κειμήλια, όχι με χρυσοποίκιλτα δεσίματα και παλιά πολύτιμα χειρόγραφα, παρά τέτοιες που να μας μαθαίνει κάτι για την ιστορία των βιβλιοθηκών, την πενιχρή τους ιστορία, είτε για την ιστορία των αντιτύπων (που είναι ιστορία της λογιοσύνης), την ιστορία της «ανάγνωσης» ή της τυπογραφίας, θα μπορεί τουλάχιστον να περηφανευθεί για τις πρωτοβουλίες του (ελπίζω μάλιστα και στο επόμενο Εποπτικό Συμβούλιο να εξακολουθήσει να μετέχει ο κ. Κόκκωνας και να συμβάλει με τη σοφία του σε παρόμοιες εκθέσεις).

Αγγίζω τώρα το ζήτημα από άλλη οπτική γωνία, πέρα από την τωρινή συγκυρία. Ζω τριάντα πέντε χρόνια στο Ρέθυμνο· έκανα το τόλμημα γιατί είχα ακούσει πολλά για την εξαίρετη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου. Εξαίρετη, όχι μόνο για τον πλούτο και τον αριθμό των βιβλίων, παρά και για την οργάνωσή της. Ενα ηλεκτρονικό μέιλ ερχόταν (κάθε μήνα;) σε όλους μας με τις καινούργιες προσκτήσεις, απόλυτη οργάνωση στα ράφια, στους δανεισμούς (πάντα μου έρχεται ειδοποίηση όταν αργώ να επιστρέψω κάτι), έξυπνα μελετημένη αρχιτεκτονική του τεράστιου κτιρίου στην πανεπιστημιούπολη: υπάρχει μια μόνο είσοδος-έξοδος για το κοινό, ώστε να αρκεί ένας υπάλληλος για έλεγχο. Ετσι, για χρόνια τα κατάφερνε να μένει ανοιχτή από τις 8 το πρωί έως τις 9.30 το βράδυ κι έκλεινε πέντε-έξι μόνο μέρες τα Χριστούγεννα και τρεις τον Δεκαπενταύγουστο. Και το κυριότερο, είχε στηθεί ο «Πτολεμαίος», ένα πρωτοπόρο ηλεκτρονικό σύστημα απογραφής όλων των βιβλίων, ακόμη κι εκείνων που ήταν γραμμένα με στοιχεία του ελληνικού αλφαβήτου. Μην απορείτε· δεν υπήρχε τότε κάτι παρόμοιο στον κόσμον όλο. Και το σύστημα το είχε αγοράσει και το Αριστοτέλειο, καθώς και άλλα ιδρύματα. Για να μην πω ότι η Βιβλιοθήκη μετακόμισε το 1997 από τα παλιά κτίρια στην καινούργια πανεπιστημιούπολη δίχως να κλείσει ούτε μια μέρα.

Προσόντα και λεπτές ισορροπίες-1
Το αναγνωστήριο της ΕΒΕ στο κτίριο της Πανεπιστημίου. Φωτ. Shutterstock

Ποιος τα είχε καταφέρει όλα αυτά; Ο τότε διευθυντής της βιβλιοθήκης, ο Μιχάλης Τζεκάκης, με πτυχίο Θεολογίας. Να πω κι άλλο παράδειγμα; Η πρώτη βιβλιοθήκη που τυπώνει κατάλογο των βιβλίων της, ώστε να μπορούν οι αναγνώστες να ξέρουν τι υπάρχει και τι όχι, είναι η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης, κιόλας το 1948. Εφορός της από τα 1930 ο Νικόλαος Δελιαλής (1895-1979), που δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό και που ο Κ.Θ. Δημαράς τον έλεγε «ο άγιος των βιβλιοθηκών».

Να φανταστούμε τώρα μια ουτοπία. Εστω ότι εμφανιζόταν υποψήφιος ο Στέφανος Τραχανάς, πτυχίο ηλεκτρολόγου-μηχανολόγου ΕΜΠ, ο οποίος δεν ολοκλήρωσε ποτέ το διδακτορικό που προετοίμαζε στο Χάρβαρντ. Θα μας έκανε; Ή μήπως θα έπρεπε να διαμαρτυρόμαστε όταν το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Ερευνας του ανέθεσε την οργάνωση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης; Κι αυτός, με ποια τυπικά προσόντα τόλμησε το 2015 να ιδρύσει και να διευθύνει τα «Ανοιχτά Διαδικτυακά Μαθήματα Mathesis», που τα παρακολουθούν και τα χαίρονται πολλές δεκάδες χιλιάδες χρήστες δωρεάν; Να ήταν άραγε τα προσόντα του κλασικού αρχαιολόγου που έδωσαν φτερά στον Αγγελο Δεληβορριά κι έκανε αυτά τα θαύματα με το Μουσείο Μπενάκη;

Μα άνθρωποι σαν τον Δεληβορριά ή τον Τραχανά δεν βρίσκονται κάθε μέρα! Ναι, βέβαια, ούτε σαν τον Μιχάλη Τζεκάκη ή τον Δελιαλή βρίσκονται. Αν όμως δεν τους ανακάλυπτε κάποιος, αν το Πανεπιστήμιο Κρήτης δεν γινόταν στο Ρέθυμνο παρά στα Χανιά ή στο Ηράκλειο, ο Τζεκάκης θα έμενε διευθυντής της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου, αν ο Δελιαλής είχε γεννηθεί σε κάποια άλλη μακεδονίτικη πόλη –η Κοζάνη είχε αυτόνομη σχολική (και δανειστική) βιβλιοθήκη από τα 1815–, αν κάποιοι δεν είχαν τολμήσει να αναθέσουν καθηγητικές και άλλες ευθύνες στον Τραχανά… Μακάρι να βρεθεί ένας καλός τεχνοκράτης γενικός διευθυντής, όπως ακούω ότι ήταν ο μακαρίτης Φίλιππος Τσιμπόγλου· για να βρεθούν ορθές λύσεις σε τόσο βασικά ζητήματα απαιτούνται τόλμη και λεπτές ισορροπίες. Ας μη μας διαφεύγει πάντως ότι τα τυπικά πανεπιστημιακά διπλώματα έχουν αποκτηθεί και από εκατοντάδες ανάξιους. Το ίδιο και πάμπολλες ασήμαντες διδακτορικές διατριβές – «θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου».

Και τα συνδικαλιστικά δικαιώματα; Ευθύνη των συνδικαλιστικών ενώσεων είναι να στηρίζουν όλα –ανεξαιρέτως– τα μέλη τους· καλό είναι όμως να έχουν και μια γενική αντίληψη για τις ανάγκες της κοινωνίας· οι λεπτές ισορροπίες και εδώ.

*Ο κ. Αλέξης Πολίτης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT