Είναι απόγευμα της 7ης Απριλίου 1959, η ημέρα των 44ων γενεθλίων της Μπίλι Χόλιντεϊ κι εκείνη ετοιμάζεται στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη. Μακιγιάρεται, φτιάχνει τα μαλλιά της, επιλέγει τι θα φορέσει. Απόψε διοργανώνει το πάρτι γενεθλίων της. Στον μπουφέ βρίσκονται τα φαγητά που η ίδια έχει μαγειρέψει: κοτόπουλο, πατατοσαλάτα, ψάρι γεμιστό και μαυρομάτικα όπως τα έφτιαχνε η μητέρα της. Οι καλεσμένοι καταφθάνουν.
Η Φλόρινς Κένεντι, η δικηγόρος που τη βοήθησε να αποφύγει τη σύλληψη στην πιο πρόσφατη απόπειρα της κυβέρνησης (που δεν θα ήταν η τελευταία), ο δημοσιογράφος Ουίλιαμ Ντάφτι, με τον οποίο συνυπέγραψε την αυτοβιογραφία της «Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ» το 1956, ο κλαρινετίστας Τόνι Σκοτ. Συζητούν για τον απροσδόκητο χαμό του σαξοφωνίστα Λέστερ Γιανγκ, στενού φίλου και μακροχρόνιου συνεργάτη της Μπίλι Χόλιντεϊ. Ο Γιανγκ είχε δώσει στην Μπίλι το παρατσούκλι «Lady Day». Ο θάνατός του, μόλις ένα μήνα νωρίτερα, την έχει συνταράξει.
Από το πάρτι δεν θα μπορούσε να λείπει κι ο στενός φίλος της Λέοναρντ Φέδερ, πιανίστας και μουσικοκριτικός, ο οποίος ανησυχεί έντονα για την Μπίλι. Προσπαθεί να την πείσει να νοσηλευτεί και να ξεκουραστεί, όπως συνιστά ο γιατρός της, καθώς η υγεία της είναι σοβαρά κλονισμένη από τη χρόνια εξάρτησή της από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Εχει διαγνωσθεί με κίρρωση του ήπατος, είναι φανερά αδυνατισμένη και χλωμή. Εκείνη δεν θέλει ούτε να ακούει για νοσοκομεία. «Εχω προγραμματισμένες συναυλίες και ένα νέο δίσκο που πρόκειται να κυκλοφορήσει». Θα πεθάνει στις 17 Ιουλίου 1959…
Ολοι γνώριζαν…
Στιγμιότυπα όπως το παραπάνω, που προκύπτουν μέσα από τη συρραφή αφηγήσεων των στενών φίλων της, αποτελούν ορισμένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που φέρνει η νέα βιογραφία της Μπίλι Χόλιντεϊ, με τίτλο «Bitter Crop: The Heartache and Triumph of Billie Holiday’s Last Year», από τον συγγραφέα Πολ Αλεξάντερ (εκδ. Knopf). Μια λεπτομερής καταγραφή των τελευταίων μηνών της ζωής της εμβληματικής και περίπλοκης καλλιτέχνιδας της τζαζ, με διαρκή φλασμπάκ στο παρελθόν, όπου όσο τα κεφάλαια προχωρούν αισθάνεσαι σαν να διαβάζεις το «Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου».
Ο συγγραφέας επιχειρεί επίσης να αποκαταστήσει ορισμένα γεγονότα που έχουν μεταφερθεί ψευδώς τόσο στον κινηματογράφο –όπως στη βασισμένη στην αυτοβιογραφία της ταινία «Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ» του 1972, με πρωταγωνίστρια την Νταϊάνα Ρος, ή στο «The United States vs Billie Holiday» του 2021 με την Αντρα Ντέι– όσο και σε δημοσιεύματα και βιβλία για τη ζωή της. Παραδέχεται, ωστόσο, ότι πολλά από τα λάθη οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι η Lady Day έφτιαχνε το δικό της αφήγημα σε κάθε συνέντευξή της, καθώς πίστευε ότι η αλήθεια δεν πρέπει να μπαίνει εμπόδιο σε μια καλή ιστορία.
«Της ήταν πιο εύκολο να μιλήσει για τα πραγματικά γεγονότα της ζωής της μέσα από τα τραγούδια της, παρά μιλώντας σε δημοσιογράφους».
Οπως γράφει ο Αλεξάντερ, η Μπίλι Χόλιντεϊ «ήταν μια περσόνα που είχε δημιουργήσει η ίδια». Για χρόνια, ακόμη και στοιχεία όπως η χρονολογία γέννησής της ή ο αριθμός των συζύγων της αναφέρονταν λάθος εξαιτίας της τάσης της να επινοεί ιστορίες. Μέχρι και η αξέχαστη εισαγωγική φράση της αυτοβιογραφίας της ξέρουμε πλέον σήμερα ότι δεν είναι πλήρως αληθής: «Η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν ακόμη παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν δεκαοκτώ χρόνων, εκείνη δεκάξι κι εγώ τριών». Στην πραγματικότητα οι γονείς της δεν παντρεύτηκαν ποτέ, όταν γεννήθηκε εκείνη ο πατέρας της ήταν δεκάξι κι η μητέρα της δεκαοκτώ, λέει ο Αλεξάντερ, που συμπληρώνει πως «η Μπίλι δεν έβλεπε τον εαυτό της ως θύμα», ενώ σύμφωνα με κάποιον φίλο της «το Rosebud για να την κατανοήσουμε είναι το γεγονός πως η ζωή της ήταν ένας θρίαμβος».
Η μικρή Ελεανόρα
Το κορίτσι που γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1915 στη Φιλαδέλφεια ως Ελεανόρα Φέιγκαν και μεγάλωσε σε συνθήκες φτώχειας στη Βαλτιμόρη, βρέθηκε να εκδίδεται από πολύ μικρή ηλικία σε οίκους ανοχής για να επιβιώσει, αλλά σύντομα ανακάλυψε την τζαζ, την Μπέσι Σμιθ και τον Λούις Αρμστρονγκ, ο οποίος επηρέασε όσο κανείς άλλος το μουσικό ύφος της. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη κι όταν άρχισε να τραγουδάει σε καμπαρέ, αποφάσισε να αλλάξει το όνομά της σε κάτι πιο εμπορικό. Ετσι ξαναγεννήθηκε ως Μπίλι, από την Μπίλι Ντόουβ, την αγαπημένη της σταρ του σινεμά, μετατρέποντας το επώνυμο του πατέρα της από Χάλιντεϊ σε Χόλιντεϊ.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’30 έγινε η πρώτη Αφροαμερικανίδα σε μια εξ ολοκλήρου λευκή ορχήστρα, παίζοντας με τον κλαρινετίστα Αρτι Σο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπέστη αδιανόητες διακρίσεις τόσο στον αμερικανικό Νότο όσο και στη Νέα Υόρκη. Ο χώρος που θα εκτόξευε τη φήμη της, ωστόσο, ήταν ένα νέο κλαμπ που άνοιξε το 1938, το πρώτο νυχτερινό κέντρο στις ΗΠΑ όπου δεν υφίστατο κανένας διαχωρισμός μεταξύ λευκών και μαύρων. Το Café Society στο Γκρίνουιτς Βίλατζ του Μανχάταν. «Ξεκίνησα να παίζω στο Café Society ως μια άγνωστη. Οταν έφυγα δύο χρόνια αργότερα, ήμουν σταρ», έλεγε η ίδια, σύμφωνα με τον συγγραφέα Πολ Αλεξάντερ.
Στη σύντομη ζωή της η Μπίλι Χόλιντεϊ έμελλε να γίνει η πρώτη Αφροαμερικανίδα που τραγούδησε στη Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, να κάνει αμέτρητες ζωντανές εμφανίσεις, να ηχογραφήσει περισσότερα από 300 τραγούδια, ένα όμως ίσως ήταν το σημαντικότερο επίτευγμά της και ταυτόχρονα η πηγή των δεινών της: τo σπαρακτικό «Strange Fruit», το μελοποιημένο ποίημα του Αμπελ Μίροπολ που η Μπίλι τραγούδησε για πρώτη φορά το 1939 στο Café Society κι έκανε δικό της. Ενα κομμάτι διαμαρτυρίας ενάντια στο λιντσάρισμα των μαύρων Αμερικανών, πρακτική που εξακολουθούσε να υφίσταται έως τη δεκαετία του ’50. Το κομμάτι λατρεύτηκε από το κοινό, όμως η κυβέρνηση φοβόταν πως ξεσηκώνει την αφροαμερικανική κοινότητα.
Της ζητήθηκε να σταματήσει να το τραγουδάει. Εκείνη δεν το δέχτηκε. Η δισκογραφική τής αρνήθηκε να το κυκλοφορήσει, απαγορεύθηκε η αναπαραγωγή του στα ραδιόφωνα, κι όμως το σινγκλ που κατάφερε να ηχογραφήσει η Μπίλι σε άλλη δισκογραφική ξεπέρασε το ένα εκατ. σε πωλήσεις. Από τότε μπήκε στο μάτι των Αρχών, με το FBI του Τζέι Εντγκαρ Χούβερ να την παρακολουθεί στενά, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη σύλληψή της το 1947 για χρήση ναρκωτικών και τη φυλάκισή της για εννέα μήνες. Το ανελέητο κυνηγητό δεν θα σταματούσε ούτε στο κρεβάτι του νοσοκομείου όπου θα νοσηλευόταν βαριά άρρωστη, 12 χρόνια αργότερα. Τα επίπεδα στρες που της προκάλεσε αυτή η ιστορία την έφταναν συχνά στα όρια της παράνοιας.
Βίαιοι έρωτες
Από το βιβλίο δεν λείπουν και οι σοκαριστικές περιγραφές των κακοποιητικών σχέσεών της με τους άνδρες της ζωής της, σε αντίθεση με τις υγιείς σχέσεις που είχε με τις γυναίκες συντρόφους της. «Πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή της αν οι ερωτικές σχέσεις της ήταν μόνο με γυναίκες, μια επιλογή που δεν θα θεωρούσε πιθανή λόγω της συντηρητικής και ομοφοβικής εποχής στην οποία ζούσε», παρατηρεί εύλογα ο Αλεξάντερ. Αντίστοιχα, πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή της αν η χώρα της την προστάτευε ως εθνικό θησαυρό, αντί να την αντιμετωπίζει σαν εγκληματία μέχρι τέλους; Από την αποφυλάκισή της έως τον θάνατό της η ζωή της εξακολουθούσε να είναι ένας διαρκής αγώνας.
Δυσκολευόταν να βρει χώρους να τραγουδήσει, καθώς οι Αρχές της Νέας Υόρκης δεν της εξέδιδαν την ειδική άδεια εργασίας σε καμπαρέ, δηλαδή χώρους που πωλούν αλκοόλ. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη επέμενε. Με εμφανή τα σημάδια της κόπωσης στη φωνή της, ηχογράφησε το 1958 τον δίσκο «Lady in Satin», που παρά τις μεικτές κριτικές έγινε ένας από τους πιο αγαπημένους της. Το χαρακτηριστικό βιμπράτο, το αβίαστο φραζάρισμά της και το «λύγισμα» της νότας που κάποτε η ίδια δίδαξε στον Φρανκ Σινάτρα ίσως είναι πιο θαμπά, αλλά το βάθος των συναισθημάτων που ξεδιπλώνει η ερμηνεία της είναι αξεπέραστο. Ακριβώς γιατί, όπως έλεγε η ίδια, «ό,τι τραγουδάω, είναι κομμάτι της ζωής μου».