Ενας ψηλός, αδύνατος άνδρας περπατάει πάνω στις πανάρχαιες πέτρες ενός τηνιακού μονοπατιού. Στα χέρια του κρατάει μια φωτογραφική μηχανή, βασικό πολεμοφόδιο της αποστολής του. Εχει βαλθεί να αποτυπώσει μέσα στα κρύσταλλα του φακού της την ψυχή του νησιού του: τα αμέτρητα άσπρα ξωκκλήσια του. Ο Μάνθος Πρελορέντζος, ένας 47χρονος Αθηναίος με καταγωγή από την Τήνο, έπειτα από τέσσερα χρόνια περιπλανήσεων μέσα σε έναν αχανή, ξεχασμένο ιστό από μεσαιωνικά μονοπάτια, πέτυχε το 2020 τον σχεδόν εξωπραγματικό στόχο να φωτογραφίσει καθέναν από τους 924 περιστεριώνες του νησιού. Τους παρουσίασε όλους στο κοινό σε μια καλοσχεδιασμένη αυτοέκδοση 328 σελίδων, παίρνοντας το νήμα από τον Ελβετό αρχιτέκτονα Manuel Baud-Bovy, που το 1955 περιηγήθηκε επί δύο μήνες στο νησί καταγράφοντας σε σκίτσα περίπου 800 από αυτούς.
Τώρα όμως έχουν σειρά γι’ αυτόν οι εκκλησίες και τα ξωκκλήσια, και αυτά είναι ακόμα περισσότερα από τους περιστεριώνες. Δύο από τους πιο πολύτιμους λαογράφους του νησιού, ο Γεώργιος Ι. Δώριζας και ο Αλέκος Ε. Φλωράκης, τα είχαν υπολογίσει στις αρχές της δεκαετίας του ’70 σε 1.100 ο μεν, 1.300 ο δε. Σήμερα, άνοιξη του 2024, ο Μάνθος Πρελορέντζος παίρνει από τα χέρια αυτών των δασκάλων μια βαριά σκυτάλη και συνεχίζει το έργο τους μέσα στη σύγχρονη εποχή.
Δεν έχει πια στα χέρια του τα ταπεινά μέσα που είχε ο Α. Φλωράκης στα τέλη του ’60, όταν συγκέντρωνε το υλικό του για την, εξαντλημένη πια, πολύτιμη έκδοση του «Τήνος – Λαϊκός Πολιτισμός». Δεν βαστάει μια φτηνή αναλογική μηχανή, ούτε αλλάζει κάθε τόσο φιλμ που χωράει μέσα του μόνο 36 εικόνες. Διαθέτει σύγχρονα φωτογραφικά εργαλεία που μπορούν να πάρουν εκατοντάδες ψηφιακές λήψεις εκπληκτικής ευκρίνειας, ενώ οι δορυφόροι του δείχνουν κάθε στιγμή το στίγμα του. Και όμως, το εγχείρημα παραμένει ακόμα φιλόδοξο και, όπως και τότε, προαπαιτεί αγάπη για την εξερεύνηση, τη φύση και την ντόπια παράδοση.
Μιλώντας με τον καταρτισμένο αναρριχητή, συνοδό βουνού και καθηγητή τάε κβον ντο, είναι φανερό πως αυτή η «απίθανη αποστολή» αποτελεί ένα απολαυστικό έργο αγάπης. «Περπατώντας για δεύτερη φορά στα ίδια μονοπάτια για να βρω τα ξωκκλήσια όπως κάποτε έκανα και για τους περιστεριώνες, αποτυπώνω όλα όσα είχα τότε αγνοήσει: ένα αλώνι, ένα κελί, μια βρύση. Ολα τους είναι κομμάτια μιας παράδοσης που χάνεται και που νιώθω μια υποχρέωση να καταγράψω και να διασώσω». Πράγματι, με ένα επιθετικό κύμα υπερτουρισμού να απλώνεται απειλητικά πάνω από το νησί, τα άσπρα ξωκκλήσια του, αυτές «οι χίλιες τριακόσιες πιτσιλιές ασβέστης στην πέτρα», όπως έγραφε ποιητικά ο Α. Φλωράκης, μοιάζουν σαν τελευταίοι φύλακες μιας αθωότητας που πάει να χαθεί για πάντα, μιας νησιώτικης καθημερινής επαγγελίας που πάει να σβήσει.
«Περπατώντας στα ίδια μονοπάτια, όπως κάποτε έκανα και για τους περιστεριώνες, αποτυπώνω όσα είχα αγνοήσει: ένα αλώνι, ένα κελί, μια βρύση».
«Το καθένα από αυτά έχει την ιστορία του και η ανοικοδόμησή του οφείλεται σε ένα θρύλο, σε μια παράδοση, σε ένα όνειρο, σε ένα όραμα, σε μια θεοφάνεια, σε ένα θαύμα, σε ένα τάμα», γράφει ο Γ. Δώριζας στο έργο του «Οι εκκλησίες και τα προσκυνήματα της Τήνου» (1974), υπογραμμίζοντας πως «οι εκκλησίες και τα εκκλησίδια της Τήνου είναι κατά κανόνα δημιουργήματα του λαϊκού τεχνίτη. Μέσα σ’ αυτά είναι αποτυπωμένη η ψυχή του, που κατακλύζεται από αισθητικά και καλλιτεχνικά βιώματα».
Ο Μάνθος Πρελορέντζος μας εξηγεί πως τα ξωκκλήσια δεν σου προκαλούν το δέος που έχεις μπροστά στο μεγαλείο ενός μεγάλου ναού, παρά μέσα σε αυτά «νιώθεις το δέος της ταπεινότητας», περιγράφοντας τη μετάβαση από το πανόραμα του ανεμοδαρμένου τηνιακού τοπίου στην απόκοσμη γαλήνη ενός ταπεινού ξωκκλησιού σαν το πέρασμα σε μια άλλη διάσταση. Ο επισκέπτης-προσκυνητής μπαίνοντας μέσα τους περνάει «από τα ορατά στα αόρατα, από τα αισθητά στα υπεραισθητά, από τα καταληπτά στα ακατάληπτα, από τα επίγεια στα ουράνια», όπως έγραφε κάποτε ο Γ. Δώριζας.
Το θεϊκό όμως συναντά το ανθρώπινο και στα πανηγύρια, όταν αυτά τα ξωκκλήσια ανοίγουν από τους ιδιοκτήτες τους (όλα τους είναι ιδιωτικά), για να τιμήσουν τον άγιό τους. Οπως γράφει ο Α. Φλωράκης, αναπαράγοντας την ντοπιολαλιά: «O καθένας θεωρεί καθήκον του να “χτίσει” τον προστάτη του άγιο, να τον “ευλαβείται” – να τ’ κάν’ το πανηγυράκι τ’».
Εκτός από τόποι προσκυνήματος, θα συμπληρώσει ο Μάνθος Πρελορέντζος, «αποτελούν και ένα δυνατό δεσμό μεταξύ των κατοίκων», μνημονεύοντας και μια άλλη κοντινή σχέση που χαρακτηρίζει την Τήνο, αυτή μεταξύ καθολικών και ορθόδοξων. «Στην Παναγία τη Σπηλιώτισσα, πάνω από την Κώμη, κάτω από μια βραχοσκεπή και δίπλα από μια πηγή που ρέει κάτω από τον ναό, υπάρχει στον ίδιο χώρο και καθολικό και ορθόδοξο βήμα», όπως μας λέει, θυμίζοντας και μια άλλη παρόμοια αρχιτεκτονική συνύπαρξη, εκεί που δύο εκκλησάκια, το ένα καθολικό και το άλλο ορθόδοξο, είναι χτισμένα δίπλα δίπλα. «Βρίσκονται στην περιοχή Βουρνά, πάνω από το χωριό Αγάπη, και στέκονται πλάτη πλάτη, με ένα στενό πέρασμα ανάμεσά τους, λες και είναι τσακωμένα. Το ένα κοιτάζει στη δύση και το άλλο στην ανατολή».
Στις εντυπωσιακές φωτογραφικές αποτυπώσεις του Μάνθου Πρελορέντζου, όμως, συμπρωταγωνιστεί μαζί με τα ξωκκλήσια και η φαντασμαγορία του ουρανού και της θάλασσας. Σε κάποιες λήψεις από βουνοκορφές ή οροπέδια, φαίνεται στο φόντο το μακρόστενο σύννεφο που κρέμεται χαμηλά πάνω από το στενό Τήνου – Σύρου όταν έχει φρεσκάρει ο βοριάς, η «τρέσα» όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι. Σε άλλες, τα σύννεφα φτιάχνουν βιβλικά τοπία πάνω από τα καμπαναριά, που μοιάζουν σαν μικροί πύραυλοι έτοιμοι να εκτοξευθούν προς τον ουρανό. «Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή να επισκεφθεί κανείς τα ξωκκλήσια του νησιού, από το Πάσχα», όπως μας λέει ο ίδιος. «Τον χειμώνα και την άνοιξη η Τήνος έχει το πιο δραματικό φως και τα πιο εντυπωσιακά μετεωρολογικά φαινόμενα, τα οποία είναι λες και γαληνεύουν από αυτά τα ταπεινά άσπρα ξωκκλήσια». Τα ξωκκλήσια, που, όπως έγραφε και ο Γ. Δώριζας, «ημερώνουν την ύπαιθρο».