ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ελα να παίξουμε!
εκδ. Το Ροδακιό, 2023, σελ. 160
«Τη σιωπή παντού τη βρίσκεις· μέσα στις τσέπες του παντελονιού σου κουρνιασμένη, στα σεντόνια σου κουλουριασμένη, στις φλέβες σου χυμένη, ανάμεσα στα δάκτυλα φυλακισμένη, στα μάτια σου μπηγμένη […]».
Κάθε λογοτεχνικό έργο θα πρέπει να ενσταλάζει την αισθητική ένταση ενός βλέμματος που μετασχηματίζεται σε μυθιστορία, μιας ανάσας που μεταμορφώνεται σε σιωπή και καθορίζει την ηθική διάσταση του μυθοπλαστικού λόγου. Υπό αυτήν την έννοια, το νέο βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου μετατρέπεται ολόκληρο σε μια συνειδησιακή φωνή, γίνεται μετουσιωμένος λόγος, που διερευνά τον φόβο της χαμένης αθωότητας στις κουρνιασμένες σιωπές, στις φυλακισμένες στα δεσμά της αμείλικτης αμιλησιάς, στις χυμένες στις φλέβες μιας ανειρήνευτης, ανόνειρης ζωής.
Ενα παιδί μεγαλώνει στην Ελευσίνα. Γίνεται άθυρμα στα κακοποιητικά χέρια ενός πατέρα και βιώνει τη σωματική και ψυχική «σιγή των κλειστών παραθύρων, τη σιγή της σφαλισμένης πόρτας», την παθογένεια του καθωσπρεπισμού μιας κλειστής κοινωνίας, η οποία εφορμά σαν σαρκοβόρο θηρίο και ξεσκίζει τις σάρκες του παιδικού του χαμόγελου. Θα επιστρέψει, γιατρός πια, στο νησί το 1992, για να ανακαλύψει το μυστικό του εξαφανισμένου στην παιδική του ηλικία θείου, του Σπυ, και να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα δικά του τραύματα. Να γιατρέψει τους κατοίκους του νησιού, αλλά κυρίως να γιατρευτεί αντιμετωπίζοντας όλα όσα κατέστρεψαν ανεπανόρθωτα την παιδική του ηλικία και στιγμάτισαν την ψυχή του.
«Πόσες φορές να πεθαίνει ο άνθρωπος για να γλιτώσει από τον θάνατο;».
Πριν από αυτό, όμως, θα πρέπει να κοιτάξει κατάματα τα φαντάσματα του παρελθόντος. Καραδοκούν, αθέατα αλλά ορατά τον στοιχειώνουν, καρατομούν την παραφορά της νιότης, ασφυκτικά περιορίζουν την ανάσα της. Εκείνος, αποσυνάγωγος και μόνος, εκπαιδευμένος να ακούει τον ήχο της ένοχης μνήμης και τις ανάσες της θάλασσας που τον κυκλώνουν σαν φόβος, αναρωτιέται «πόσες φορές να πεθαίνει ο άνθρωπος για να γλιτώσει από τον θάνατο;». Θα επιδοθεί στην ανάσυρση «των τυφλών βημάτων στο σκοτάδι και στις χειρονομίες» και στη «νυχτωμένη μνήμη» των σκοτεινών σκιών ενός φρικώδους παρελθόντος, για να μπορέσει να ανακαλύψει τα αίτια και τα αιτιατά του προσωπικού δράματος που τον καθόρισε.
Ο Χριστόπουλος στήνει μια σύγχρονη τραγωδία στο ορφικό μεταίχμιο της καταστροφής και της εξιλέωσης. Της λύτρωσης και της ανάδυσης προς το φως. Αλλά για να το πετύχει αυτό ο κεντρικός του χαρακτήρας, για να φτάσει στην κάθαρση, θα πρέπει να περάσει από τον έλεο και τον φόβο, να διεγείρει τα ψυχικά πάθη της συμπόνιας, για να επαναφέρει τη χαμένη αθωότητα της παιδικότητάς του στην τωρινή του ζωή και να την απαλλάξει από το λυγμικό έρεβος μιας αδίστακτης μοίρας. Να ανακαλύψει ότι υπάρχει ομορφιά στη φωνή και πως ακόμη και η σιωπή μπορεί να έχει μια ηχηρή ομιλούσα υπαρκτικότητα. Για να μπορέσει έτσι να αποδώσει δικαιοσύνη σε όλα εκείνα τα παιδιά «που τους έκοψαν τα πόδια και τα χέρια, μα αυτά εξακολουθούν με τα καροτσάκια τους να τσουλάνε στις αλάνες τ’ ουρανού διεκδικώντας το δικαίωμά τους στο παιχνίδι που τους στέρησαν». Σε όλους εκείνους που αφέθηκαν να «πενθούν κάθε μέρα την απώλεια του εαυτού τους» και να μη νιώθουν το μαχαίρι που καρφώνεται μέσα τους, δίνοντας στη σιωπή να κρατά σφιχτά τη λαβή του.
Γύρω του κινείται το παρόν και το παρελθόν των υπόλοιπων χαρακτήρων του έργου. Ανθρωποι που καταλυτικά θα προωθήσουν την εξέλιξη του μύθου σε διαφορετικά επίπεδα χρονικότητας. Το επτάχρονο παιδί που χάθηκε το 1942, η γιαγιά Μαργαρώ, η Μυρτώ της απολύτρωσης, ο Φάνης, ο καθηγητής, ο Πατριαρχέας κι ο έρωτάς του με τη Στεργιανή, την προγιαγιά του ήρωα, η Μαργαρώ, η γιαγιά του, η Αγγελική και ο Λεωνίδας, ευκρινείς χαρακτήρες υφολογικής πρόκλησης με βάθος, γίνονται συνοδοιπόροι του στη μυθοπλαστική συνοχή, δραματοποιώντας εξαιρετικά τη μορφή του κειμένου. Ο Χριστόπουλος πατάει γερά πάνω στην απελευθερωτική σημασία της γλωσσικής του σκευής. Σπαρακτικοί μονόλογοι, γρήγορες χρονικές εναλλαγές, αποθησαυρισμένοι στοχασμοί, ψυχογραφική διεισδυτικότητα, καταγγελτική οπτική, επιτρέπουν στον αναγνώστη να εισχωρήσει στις ενδόμυχες σκέψεις και στα συναισθήματα των χαρακτήρων και να αφουγκραστεί τις αγωνίες που απορρέουν από το ολέθριο γεγονός της γονεϊκής κακοποιητικής σχέσης. Η γλωσσική αισθητική που επιλέγει εξαγνίζει τη ροή της πλοκής, εμβαπτίζοντάς τη άλλοτε στην τρυφερότητα του υπαινιγμού με τον οποίο ενδύει τις πιο σκληρές εικόνες και άλλοτε στην ποιητικότητα της ακουστικής δίνοντας στην αφήγηση ένα ρυθμό που επιστρέφει με αριστοτεχνικό τρόπο στην ελληνική γλώσσα το ανεκτίμητο δώρο της.