Στα Σόδομα με οδηγό τον Σαντ

Επανέκδοση σε νέα μετάφραση για την «πιο μιαρή ιστορία που γράφτηκε ποτέ από τότε που ξεκίνησε ο κόσμος»

6' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

MARQUIS DE SADE
Οι εκατόν είκοσι ημέρες των Σοδόμων ή Το σχολείο της ελευθεριότητας
μτφρ.: Ρίτα Κολαΐτη
εκδ. Gutenberg, 2024, σελ. 648

Κάποια λογοτεχνικά έργα τα ακολουθεί εξαρχής μια βαριά σκιά. Σαν μοίρα σκοτεινή από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν. Oι «Εκατόν είκοσι ημέρες των Σοδόμων» του Μαρκήσιου ντε Σαντ είναι ένα από αυτά.

Με αφορμή την πρόσφατη έκδοσή τους στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη, αξίζει να θυμηθούμε την ιστορία ενός έργου που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ από τον δημιουργό του.

Στα Σόδομα με οδηγό τον Σαντ-1Τον πρόλαβε η μεταφορά του σε άσυλο έξω από το Παρίσι, στις 3 Ιουλίου 1789. Η βίαιη απομάκρυνσή του από το κελί του στη Βαστίλλη (ήταν φυλακισμένος ήδη επί οκτώ χρόνια) τον ανάγκασε να αφήσει πολλά από τα υπάρχοντά του. Μεταξύ αυτών κι έναν χάλκινο κύλινδρο, καλά κρυμμένο σε μια σχισμή ενός τοίχου, που μέσα περιείχε το ημιτελές χειρόγραφο του εν λόγω πυρίκαυστου μυθιστορήματός του.

Για την Ιστορία: τα κατοπινά χρόνια, ο πολύτιμος κύλινδρος πέρασε από πολλά χέρια και διεκδικήθηκε από πολύ περισσότερα. Το τρανό απόκτημα έφτασε έως τις μέρες μας όταν το 2014 ένα ιδιωτικό ίδρυμα τον απέκτησε έναντι επτά εκατομμυρίων ευρώ και τον εξέθεσε στο Παρίσι.

Η έκθεση διακόπηκε όταν ο διευθυντής του ιδρύματος κατηγορήθηκε για απάτη. Τελικά, έπειτα από απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης και αφού προηγουμένως είχε χαρακτηριστεί εθνικός θησαυρός, ο κύλινδρος αποκτήθηκε το 2021 έναντι 4,4 εκατ. ευρώ και παραχωρήθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας.

Λες και αυτό το έργο ήταν στιγματισμένο από την πρώτη του αράδα. Ο Σαντ το έγραψε το 1785 σε διάστημα 37 ημερών ενόσω βρισκόταν στη φυλακή της Βαστίλλης.

Μάλιστα, επειδή φοβόταν πως θα του το κατασχέσουν ή ότι δεν θα βρει αρκετό χαρτί, αναγκάστηκε να το γράφει σε ένα μικροσκοπικό ρολό χαρτιού που αποτελούνταν από μεμονωμένα μικρά χαρτιά, τα οποία είχαν μπει λαθραία στη φυλακή και ήταν κολλημένα μεταξύ τους. Οταν, τελικά, μεταφέρθηκε στο άσυλο, ήταν σίγουρος ότι το έργο του είχε καταστραφεί από τους επαναστάτες που έμπαιναν στη Βαστίλλη λεηλατώντας τα πάντα, κάτι που του προκάλεσε οδύνη και πόνο.

Ποιος ξέρει πώς θα ήταν η τελική μορφή του μυθιστορήματος αν ο λιμπερτίνος Σαντ είχε την ευκαιρία να το δουλέψει με την ησυχία του; Στην ουσία, τα μοναδικά ολοκληρωμένα μέρη του είναι η εισαγωγή και το πρώτο από τα τέσσερα μέρη του έργου. Ολα τα υπόλοιπα είναι λεπτομερείς περιλήψεις, οι οποίες έμειναν σε μόνιμη εκκρεμότητα.

Ισως μέσα του και ο Σαντ να πίστευε πως δεν θα δημοσιευόταν το πόνημά του ποτέ λόγω του θέματός του.

Ο ίδιος χαρακτήριζε τις «Εκατόν είκοσι ημέρες των Σοδόμων» ως «την πιο μιαρή ιστορία που γράφτηκε ποτέ από τότε που ξεκίνησε ο κόσμος» και παρ’ όλη την υπερβολή, η περιγραφή του ισχύει. Αλλωστε, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα αρκετοί λογοκριτές και δικαστήρια επικαλέστηκαν τα λόγια του για να το απαγορεύσουν.

Η ιστορία

Το έργο αφηγείται την ιστορία τεσσάρων λιμπερτίνων (ενός δούκα, ενός δικαστή, ενός επισκόπου κι ενός τραπεζίτη) που καταλύουν σε έναν πύργο στον Μέλανα Δρυμό, μαζί με τέσσερις ηλικιωμένες και «ξεσκολισμένες» πόρνες, που αναλαμβάνουν να αφηγηθούν όσα θα συμβούν εντός του κάστρου.

Για τις «ανάγκες» των οργίων που έχουν κατά νου να διαπράξουν, έχουν απαγάγει οκτώ κορίτσια και οκτώ αγόρια.

Τα πάθη των συμμετεχόντων, συν τω χρόνω, αποχαλινώνονται, για να οδηγηθούν σε ένα κρεσέντο άλογης και δολοφονικής βίας. Διόλου παράξενο που η λεγόμενη κορύφωση του έργου έρχεται στο τελευταίο μέρος, όπου παρουσιάζονται αριθμημένες λίστες βασανιστηρίων μαζί με σύντομες αφηγήσεις ακραίων σκηνών. Πρόκειται για βασανισμούς που άλλοτε μοιάζουν σουρεαλιστικοί, άλλοτε κλινικοί και άλλοτε καρτουνίστικοι. Φυσικά, για τον μέσο αναγνώστη το εφιαλτικό μέρος δεν μπορεί να αποσιωπηθεί.

«Είναι ένα βιβλίο που δεν σαγηνεύει τους αναγνώστες, αλλά τους επιτίθεται», σχολιάζει ο Γουίλ ΜακΜόραν, λέκτωρ του βρετανικού Πανεπιστημίου Queen Mary.

Οσο κι αν κατά πολλούς κριτικούς η ανάγνωση του βιβλίου συνιστά μια μοναδική εμπειρία, για τον Βρετανό λέκτορα του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου Γουίλ ΜακΜόραν, «είναι ένα βιβλίο που δεν σαγηνεύει τους αναγνώστες, αλλά τους επιτίθεται».

Ο Σαντ υποτιτλίζει το βιβλίο του ως «σχολείο της ελευθεριότητας», αν και μπορεί να διαβαστεί ως μια σειρά εγγραφών ενός ημερολογίου που «καίει» ή ως μια σειρά «μαθημάτων» προς μαθητευόμενους βασανιστές.

Αν μπορούσε να δει ο Σαντ την υποδοχή που τυγχάνει σήμερα το έργο του θα είχε, το δίχως άλλο, συγκεχυμένες εντυπώσεις. Από την εποχή των απηνών απαγορεύσεων πέρασε στη φάση της πλήρους αποδοχής.

Στην Αγγλία εντάχθηκε στις τάξεις των Penguin’s Classics. Ως εκ τούτου, ο Σαντ θα πάρει μια θέση δίπλα στις μεγάλες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στην Ελλάδα δημοσιεύεται, πλέον, δίχως τον κίνδυνο της απαγόρευσης, η οποία ήρθη το 1991 (είχε προηγηθεί η θυελλώδης λογοκρισία του το 1981, όταν οι εκδόσεις Εξάντας θέλησαν να το εκδώσουν).

Στην πατρίδα του, η γαλλική διανόηση τον περιέβαλλε με περισσή στοργή. Οι υπερρεαλιστές θα δουν στο πρόσωπό του το συνώνυμο του πολιτικού φιλόσοφου-επαναστάτη που ξαναδίνει στον άνθρωπο το δικαίωμα να ανασύρει από τα βάθη τού είναι του τα ζωώδη ένστικτα και την ερωτική του φαντασία. Καίτοι η ανάγνωση που κάνουν στο έργο του Σαντ πάσχει από μερικότητα και αποσπασματικότητα, αυτό δεν τους απαγορεύει να τον χαρακτηρίσουν «σουρεαλιστή στον σαδισμό», όπως σημειώνει ο Μπρετόν στο περιβόητο Μανιφέστο του σουρεαλισμού.

Από τον Φλομπέρ έως τον Μπατάιγ, από τον Φουκό έως την Μποβουάρ και από τον Λακάν έως τον Μπαρτ, όλοι τους σκύβουν στο έργο του Σαντ, ο καθένας προβάλλοντας τη δική του οπτική και ερμηνεία για τους λόγους που ώθησαν τον συγγραφέα να γράψει ένα έργο που ξέφευγε εντελώς από τις συγγραφικές νόρμες της εποχής του, χαράζοντας νέους δρόμους.

Ακόμη και τα παιδιά του Μάη του ’68 θα ασχοληθούν μαζί του, θεωρώντας πως εκφράζει μια υποκειμενικότητα που αποδεσμεύεται, επιτέλους, από το ιεραρχικό πλαίσιο (κατά τον Ραούλ Βανεγκέμ).

Στα Σόδομα με οδηγό τον Σαντ-2
Πλάνο από το «Σαλό – 120 μέρες στα Σόδομα», το τελευταίο φιλμ του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Ο Ιταλός σκηνοθέτης μέσα από τον Σαντ μίλησε με συμβολισμούς για την ανθεκτικότητα του ολοκληρωτισμού και τις μεθόδους που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να καθυποτάξει τις ατομικότητες. [Metro Goldwyn Mayer Studios Inc.]

Ο Παζολίνι

Δεν γίνεται να μην υποσημειωθεί η μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι υπό τον τίτλο «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα». Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Δημοκρατία του Σαλό, ένα κρατίδιο-μαριονέτα των ναζί σε ιταλικό έδαφος. Οι φασίστες αναλαμβάνουν τη «διαπαιδαγώγηση» εννέα κοριτσιών και εννέα αγοριών και αφού τα υποβάλουν σε σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια τα μετατρέπουν σε δούλους.

Η ταινία ήταν μέρος της τριλογίας του θανάτου που σχεδίαζε ο Παζολίνι, αλλά –φευ!– δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να αποτελέσει το κύκνειο άσμα του Ιταλού σκηνοθέτη.

Οπως αναμενόταν, η προβολή της τάραξε τους κριτικούς και τους θεατές με τη βιαιότητα και τον ζόφο που απεικόνιζε με έκτυπο τρόπο.

Φυσικά, ο Παζολίνι παίρνει το έργο του Σαντ ως πρόσχημα ώστε να μιλήσει, με συμβολικό τρόπο, για την ανθεκτικότητα του ολοκληρωτισμού και τις μεθόδους που μπορεί να χρησιμοποιήσει για να καθυποτάξει τις ατομικότητες.

Τη στιγμή που το συλλογικό φαντασιακό ήθελε να αποτινάξει από πάνω του το βάρος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Παζολίνι ανασυνθέτει τη συλλογική μνήμη και υποσημειώνει με τον τρόπο του ότι οι μεταλλάξεις του ολοκληρωτισμού (με τη μορφή του νεοκαπιταλισμού και του καταναλωτισμού) ενδέχεται να ορθωθούν απειλητικές ξανά μπροστά μας.

Ποια από όλα τα ακραία συμφραζόμενα του έργου του Σαντ μπορούν να ταράξουν τις μέρες μας;

Πέρυσι το έργο ανέβηκε στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, σε σκηνοθεσία του Αρη Μπινιάρη, και θαυμάστηκε για το αισθητικό του αποτύπωμα.

Πλέον, οι δυτικές κοινωνίες έχουν μάθει να αφομοιώνουν τους κραδασμούς ακόμη και ακραίων έργων. Ισως διότι η μυθοπλασία υποσκελίζεται από την «πραγματική πραγματικότητα» που, ορισμένες φορές, εμφανίζεται εξόχως πιο σκληρή και αδυσώπητη.

Ακόμη κι αν ισχύει στις μέρες μας ότι όλα τα βιβλία δεν ταιριάζουν σε όλους τους αναγνώστες τους, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πως οι «Εκατόν είκοσι ημέρες των Σοδόμων», άρα ένα έργο μυθοπλασίας, θα προκαλέσουν στις δυτικές κοινωνίες διώξεις, απαγορεύσεις ακόμη και αντεγκλήσεις μεταξύ φανατικών –αντιμαχόμενων– μερών. Ο γραπτός λόγος δεν σοκάρει πια, όσο κι αν κάποιες φορές θα επιθυμούσε να το κάνει έτσι ώστε να ανακτήσει μέρος του παλαιού του κλέους. Η δύναμη της εικόνας, κυριαρχική στις μέρες μας, προσφέρει άπειρες ευκαιρίες για ένα συνολικό θέατρο ωμοτήτων που ούτε καν ο Σαντ θα μπορούσε να φανταστεί. Πολύ περισσότερο, να καταγράψει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT