ΚΑΝΝΕΣ – ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Καθώς το Φεστιβάλ Καννών βαδίζει προς το πρώτο του (παραδοσιακά) βαρυφορτωμένο Σαββατοκύριακο, η διοργάνωση πατάει γκάζι εντός και εκτός αιθουσών. Σχεδόν κυριολεκτικά, αφού ο εκκωφαντικός βρυχηθμός όλων των μηχανοκίνητων που εμφανίζονται στη «Furiosa» του Τζορτζ Μίλερ παραλίγο να διώξει και τους… γλάρους από την παραλία της Κρουαζέτ.
Ο βετεράνος Αυστραλός κινηματογραφιστής επέστρεψε σχεδόν μια δεκαετία έπειτα από το «Fury Road» με ακόμη ένα κεφάλαιο του επιτυχημένου μύθου του «Mad Max». Αυτή τη φορά πρωταγωνίστρια είναι η Φουριόζα, χαρακτήρας γνωστός μας από την προηγούμενη ταινία, τον οποίο εδώ υποδύεται σε πιο νεαρή ηλικία η Ανια-Τέιλορ Τζόι. Στους σκονισμένους ερημότοπους, που αποτελούν πια τον κόσμο (όπου φανερά έχει επέλθει κάποια οικολογική καταστροφή), το κυνηγητό με έπαθλο τα καύσιμα, τα φρέσκα τρόφιμα και φυσικά το νερό συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, την ώρα που η ηρωίδα μας έχει τη δική της αποστολή εκδίκησης κατά νουν.
Μένοντας πιστός στο πνεύμα του προηγούμενου φιλμ, αλλά δίχως τη συνεκτική ιστορία του, ο Μίλερ γυρίζει επί της ουσίας ένα εκτεταμένο βίντεο κλιπ δράσης, διασκεδαστικό, ροκ και με προσοχή στη λεπτομέρεια. Η σύγχρονη τεχνολογία των ειδικών εφέ είναι σίγουρα με το μέρος του, αν και είναι φανερή η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν αληθινά σκηνικά, οχήματα κ.ο.κ. όπου αυτό είναι εφικτό. «Το σινεμά εξελίσσεται και αλλάζει συνεχώς. Ξεκίνησα να κάνω ταινίες στην αναλογική εποχή του σελιλόιντ και στη συνέχεια έζησα τη μετάβαση στις ψηφιακές κάμερες και στα σύγχρονα ειδικά εφέ […] ακόμη και τώρα όμως η ιστορία είναι πάνω απ’ όλα. Επειτα υπάρχουν τα εργαλεία που χρησιμοποιείς για να την αφηγηθείς και είναι πραγματικά ενδιαφέρον ότι μόλις εννέα χρόνια μετά την προηγούμενη ταινία αυτά τα εργαλεία είναι τόσο πιο προηγμένα», ανέφερε ο Μίλερ στη μεσημεριανή συνέντευξη Τύπου.
45 χρόνια μετά το πρώτο «Mad Max», ο Τζορτζ Μίλερ, γυρίζει επί της ουσίας ένα εκτεταμένο βίντεο κλιπ δράσης, διασκεδαστικό και ροκ.
Εκεί ρωτήθηκε και για την πηγή έμπνευσης της ερημικής δυστοπίας του «Mad Max», η οποία αν και μετράει 45 χρόνια ζωής, φαντάζει σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. «Μεγάλωσα σε μια αγροτική περιοχή της Αυστραλίας με την έρημο κοντά. Δεν υπήρχε τηλεόραση ούτε φυσικά Διαδίκτυο· μόνο σχολεία, κόμικς και σχολικά βιβλία. Και ο κινηματογράφος της πόλης ήταν λίγο σαν ο κοσμικός καθεδρικός μας. Βλέπαμε καρτούν, τα επίκαιρα, σίριαλ και δύο ταινίες. Τον υπόλοιπο καιρό τα αδέλφια μου κι εγώ παίζαμε, προσπαθώντας να μιμηθούμε όσα βλέπαμε στην οθόνη. Νομίζω ότι όλες αυτές τις δεκαετίες κάτι παρόμοιο κάνω στο σινεμά».
Στις Κάννες όμως φέτος επέστρεψε ακόμη ένας σπουδαίος της Εβδομης Τέχνης. Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο οποίος εκτός από τα πέντε του Οσκαρ μετράει ακόμη δύο Χρυσούς Φοίνικες στην Κρουαζέτ, έφερε φέτος μαζί του εκείνο που ο ίδιος αποκαλεί έργο ζωής: το «Megalopolis». Στην ιστορία του σινεμά υπάρχουν χιλιάδες έργα δημιουργών που μπορούν να χαρακτηριστούν πολύ προσωπικά· συνήθως δημιουργούνται στις αρχές ή προς το τέλος της καριέρας ενός κινηματογραφιστή και είναι πάντοτε χαμηλού προϋπολογισμού, αφού κανείς δεν περιμένει από αυτά να βγάλει σοβαρά κέρδη. Αυτό το τελευταίο προφανώς συμβαίνει και με το «Megalopolis», με τη διαφορά ότι ο Κόπολα επέλεξε να ξοδέψει περισσότερα από 100 εκατ. δολάρια από την προσωπική του περιουσία προκειμένου να πραγματώσει το όραμά του.
Εδώ έχουμε βασικά έναν παραλληλισμό της σύγχρονης Αμερικής με την αρχαία Ρώμη. Δύο κεντρικοί χαρακτήρες, ένας νομπελίστας επιστήμονας (Ανταμ Ντράιβερ) κι ένας δημοφιλής δήμαρχος (Τζιανκάρλο Εσπόζιτο), ανταγωνίζονται για την ψυχή της πόλης-έθνους. Ο πρώτος έχει στα σκαριά το σχέδιο της Μεγαλόπολις, μιας «έξυπνης πόλης», στο οποίο ο δεύτερος αντιτίθεται. Τα πράγματα θα περιπλακούν όταν ο επιστήμονας ερωτεύεται την κόρη του δημάρχου (Νάταλι Εμάνουελ), ενώ κάπου εκεί εμφανίζεται και ένας τρίτος ανταγωνιστής (Σάια Λεμπέφ), τυχοδιώκτης και λαοπλάνος – λέγε με Ντόναλτ Τραμπ.
Ολα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν υλικό για ένα υποσχόμενο πολιτικό δράμα, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο φτάνουν στην οθόνη είναι σχεδόν… απερίγραπτος. Ο Κόπολα κάνει εκτεταμένη χρήση ειδικών εφέ προκειμένου να χτίσει έναν κόσμο που κινείται μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, συμπεριλαμβάνοντας ακόμη animation, b-movie αισθητική, περίπλοκες κατασκευές και κοστούμια, που συχνά ξεπερνούν το όριο του κιτς.
Οι δε θεματικές της μετα-αφήγησης ξεκινούν από την πολιτική και φτάνουν στον έρωτα, στην απώλεια και την ίδια τη μοίρα του κόσμου που (μάλλον) ταυτίζεται με αυτή της Αμερικής. Ο διδακτισμός βέβαια χτυπάει κόκκινο, όπως και η παράθεση Ρωμαίων συγγραφέων, ενώ η πρόσβαση του κοινού σε όλα αυτά ελάχιστα λαμβάνεται υπόψη. Κάποια στιγμή ένας άνθρωπος ανεβαίνει στη σκηνή μπροστά από την οθόνη και από μικροφώνου κάνει μια ερώτηση στον χαρακτήρα του Ανταμ Ντράιβερ, ο οποίος απαντάει κανονικά…