Ηταν –και– ο «Ορσον Γουέλς των Z-Movies»

Ηταν –και– ο «Ορσον Γουέλς των Z-Movies»

Οι εμβληματικοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί που ξεκίνησαν τις καριέρες τους μαζί με τον Ρότζερ Κόρμαν είναι αμέτρητοι – από τον Κόπολα και τον Σκορσέζε έως τον Τζακ Νίκολσον και τον Ρόμπερτ ντε Νίρο

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Εφυγε» στις 9 Μαΐου πλήρης έργων και ημερών, ο θρυλικός σκηνοθέτης και παραγωγός Ρότζερ Κόρμαν, ο «Πάπας του Ποπ Κινηματογράφου», όπως τον είχαν χαρακτηρίσει. Τα προσωνύμια που του δόθηκαν ήταν πολλά, όλα τους ενδεικτικά του μεγαλείου του: «Πνευματικός Νονός του Νέου Χόλιγουντ», «Βασιλιάς του Καλτ», αλλά και ο «Ορσον Γουέλς των Z-Movies». Στην εξηντάχρονη καριέρα του παρήγαγε ένα ουρανόμηκες κινηματογραφικό έργο, που σε αριθμούς ξεπέρασε ακόμα και αυτό γιγάντων όπως ο Τζον Φορντ ή ο Αλφρεντ Χίτσκοκ.

Γεννήθηκε στις 5 Απριλίου του 1926 στο Ντιτρόιτ, περνώντας τα παιδικά του χρόνια βλέποντας ταινίες στα κρυφά στις τοπικές αίθουσες και διαβάζοντας τις ιστορίες τρόμου του Εντγκαρ Αλαν Πόε μαζί με τον Τζιν, τον μικρότερο αδερφό του. Μεγαλώνοντας μέσα στους χιονισμένους χειμώνες του Μίσιγκαν και στα χρόνια του Μεγάλου Κραχ, τα δύο αδέλφια δεν μπορούσαν να φανταστούν πως λίγα χρόνια αργότερα η ζωή τους θα φωτιζόταν από τον ήλιο της Δυτικής Ακτής και τη λάμψη των κινηματογραφικών στούντιο. Ηταν ο ίδιος ήλιος που πρότεινε ο γιατρός στον πατέρα του ως αντίδοτο για ένα σοβαρό πρόβλημα που διέγνωσε στην καρδιά του, και έτσι στα δεκατέσσερά του βρέθηκε ουρανοκατέβατος στο γυμνάσιο του Μπέβερλι Χιλς, κάνοντας φίλους γόνους εύπορων οικογενειών και κορυφαίων παραγωγών του Χόλιγουντ.

Αποφοιτώντας, μετανάστευσε στο Πάλο Αλτο για να σπουδάσει μηχανικός στο περιώνυμο Στάνφορντ, κάνοντας ένα δίχρονο διάλειμμα για να θητεύσει στο Πολεμικό Ναυτικό. Και ενώ το αντικείμενο των σπουδών ταίριαζε γάντι με το εφευρετικό του μυαλό, η μικρή θητεία του ως κριτικός κινηματογράφου για τη φοιτητική εφημερίδα του πανεπιστημίου, τον έκανε να βρει το αληθινό του πάθος. Μέσα από γνωριμίες της οικογένειάς του, βρήκε δουλειά ως αγγελιαφόρος στα στούντιο της 20th Century Fox, για να προαχθεί σύντομα στον ρόλο του αναλυτή σεναρίων. Εκμεταλλευόμενος το G.I. Bill (την επιδότηση σπουδών που έδινε η κυβέρνηση στους βετεράνους του πολέμου) και γοητευμένος από τον μύθο της Ευρώπης, που εκείνη την εποχή παρέσερνε πολλούς νέους δημιουργικούς Αμερικανούς να περάσουν στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και έζησε για ένα διάστημα στο Παρίσι.

Το 1952 γύρισε πίσω στην Καλιφόρνια και έγραψε το πρώτο του σενάριο με τίτλο «The House in the Sea», το οποίο πούλησε στα στούντιο της Allied Artists, η οποία όμως το μεταποίησε εκτενώς και το μετονόμασε σε «Highway Dragnet». Mέσα από αυτή τη δουλειά έλαβε τους πρώτους του επαγγελματικούς τίτλους ως συν-συγγραφέας και συμπαραγωγός, αλλά απογοητευμένος από το πώς είχε σφαγιαστεί το σενάριό του, ξεκίνησε μαζί με τον αδελφό του τη δική του εταιρεία, την Palo Alto Productions. Με ελάχιστα χρήματα και έδρα τους ένα κλειστοφοβικό κοινόχρηστο γραφείο πάνω στο Σάνσετ Στριπ του Δυτικού Χόλιγουντ, γύρισαν την πρώτη τους ταινία, το «Monster from the Ocean Floor» του 1954, μια φτηνή, οριακά γελοία παραγωγή, με πρωταγωνιστή ένα μονόφθαλμο θαλάσσιο πλάσμα. Τα γυρίσματα κράτησαν έξι μέρες και στοίχισαν μόλις 12.000 δολάρια, και όμως, η ταινία πέτυχε. Κάπως έτσι, ο Κόρμαν είχε γίνει ξαφνικά ένας επιτυχημένος παραγωγός του Χόλιγουντ.

Η δεύτερη ταινία των δύο αδελφών ήταν το «The Fast and the Furious» – μια ταινία καταδίωξης υψηλής ταχύτητας που τράβηξε την προσοχή των ιδιοσυγκρασιακών παραγωγών Σαμ Αρκοφ και Τζιμ Νίκολσον, που εκείνη την εποχή ίδρυσαν την American International Pictures (AIP). Ο Κόρμαν έκλεισε μια συμφωνία μαζί τους, εξασφαλίζοντας χρηματοδότηση με την οποία έμελλε έως τα τέλη του ’50 να σκηνοθετήσει είκοσι τέσσερις ταινίες.

Ηταν η εποχή που τα αμέτρητα drive-in της Αμερικής (και μαζί τους και ένα αγριεμένο εφηβικό κοινό) διψούσαν για ιστορίες γεμάτες με δράση, βία, ναρκωτικά, ερωτισμό και θεοπάλαβη φαντασία, πράγματα που ο Κόρμαν τους πρόσφερε σε γενναίες δόσεις. Αρκεί κανείς να θαυμάσει τους απολαυστικά… άθλιους τίτλους των ταινιών που γύρισε τότε (όπως «Η επίθεση του γιγαντιαίου κάβουρα») για να πάρει μια γεύση από αυτόν τον θαυμαστά κακόγουστο κινηματογραφικό κόσμο ευτελούς φαντασίας και περιπέτειας, ένα συναρπαστικό σύμπαν μεταπολεμικής ποπ υποκουλτούρας με γεύση από κόμικς και ροκ εντ ρολ που αποτυπώθηκε εξαιρετικά όχι μόνο στην εκρηκτική γραφιστική των αφισών των ταινιών εκείνων αλλά και στα ηχητικά τους θέματα, πολλά από τα οποία είχε γράψει ο συνθέτης Ρόνι Στάιν. Και όμως, ενώ είχε γίνει ο βασιλιάς των drive-in, έβλεπε πως πλούτιζε περισσότερο η AIP και λιγότερο αυτός. Ετσι, αποφάσισε να ασχοληθεί με την παραγωγή και τη διανομή, δημιουργώντας την εταιρεία Filmgroup, με την οποία γύρισε με αστραπιαίους ρυθμούς (σε… μόλις δυόμισι μέρες) το εμβληματικό «Μαγαζάκι του τρόμου» (The Little Shop of Horrors) το 1960. Εκείνη η ανατρεπτική, μαύρη κωμωδία μαρτυρούσε πόσο σίγουρος ήταν πλέον πίσω από την κάμερα, έχοντας αρχίσει να αναπτύσσει ένα προσωπικό στυλ. Οι κριτικοί γρήγορα κατάλαβαν πως ήταν κάτι παραπάνω από ένας άσος της «γρήγορης και φτηνής ταινίας», βλέποντάς τον εκείνο τον καιρό να μετατρέπει σε υπέροχα μακάβριες ταινίες τις ιστορίες του Εντγκαρ Αλαν Πόε που είχαν στοιχειώσει την παιδική του ηλικία. Ξεκινώντας με το «The Fall of the House of Usher» το 1960, δημιούργησε οκτώ χαμηλού προϋπολογισμού κλασικές επιτυχίες, συμπεριλαμβανομένων των «The Tomb of Ligeia» και «The Masque of Red Death», ταινίες που έδωσαν δεύτερη νιότη στις καριέρες των Μπόρις Καρλόφ, Βίνσεντ Πράις, Μπέιζιλ Ραθμπόουν και Πίτερ Λόρε.

Το 1970 ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής και διανομής New World Pictures, εκφράζοντας μέσα από τους μηχανισμούς της τη νέα του αγάπη για το καλλιτεχνικό σινεμά της Ευρώπης, επανεφευρίσκοντας το μάρκετινγκ και τη διανομή του, δίνοντας στο αμερικανικό κοινό μια γεύση από τον παγκόσμιο κινηματογράφο που δεν είχε απολαύσει στο παρελθόν. Από τις αρχές του ’70 έως τη δεκαετία του ’80 έφερε στην Αμερική, ανάμεσα σε άλλους, τον Μπέργκμαν («Κραυγές και ψίθυροι», «Φθινοπωρινή σονάτα») τον Τριφό («Η ιστορία της Αντέλ Ουγκώ») τον Φελίνι («Αμαρκορντ») και τον Χέρτζογκ («Φιτζκαράλντο»).

Οι εμβληματικοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί που ξεκίνησαν τις καριέρες του μαζί του είναι αμέτρητοι – από τον Κόπολα και τον Σκορσέζε έως τον Τζακ Νίκολσον και τον Ρόμπερτ ντε Νίρο. Το 1998 έλαβε το πρώτο Βραβείο Παραγωγών που απονεμήθηκε ποτέ στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT