Στο στούντιο με τον Μάνο Χατζιδάκι

Ο θρυλικός ηχολήπτης της Κολούμπια, Στέλιος Γιαννακόπουλος, μιλάει για τις συνεργασίες του με κορυφαίους δημιουργούς

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τον Φλεβάρη του 1962, σε ηλικία 33 ετών, πέρασε για πρώτη φορά το κατώφλι του ιστορικού στούντιο της Κολούμπια. «Φωνολήπτης» –έτσι λεγόταν ακόμη– ήταν ο Στέλιος Γιαννακόπουλος. Είχε παραλάβει τη σκυτάλη από τον Ευάγγελο Αρεταίο, που είχε ξεκινήσει να εργάζεται το 1935, λίγο πριν από τα εγκαίνια του εργοστασίου, και πλέον ήταν τεχνικός διευθυντής.

«Σε τρεις συνεντεύξεις, οντισιόν αν θέλεις, με υπέβαλε για να διαπιστώσει αν ήμουν κατάλληλος για τη δουλειά. Την τρίτη φορά με άφησε να ηχογραφήσω μόνος και ένα τραγούδι. Φαίνεται πως τα πήγα καλά και με προσέλαβαν. Στο διπλανό κτίριο υπήρχε ένα τεράστιο εργοτάξιο, για τα δύο καινούργια στούντιο που εγκαινιάστηκαν δύο χρόνια μετά», μας λέει ο κ. Γιαννακόπουλος, που πριν από λίγες εβδομάδες γιόρτασε τα 95α γενέθλιά του. Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια πολυετής δημιουργική πορεία, δίπλα σε θρυλικούς καλλιτέχνες. Την αφηγείται ο ίδιος στο βιβλίο «Ο ηχοπλάστης», το οποίο συνυπογράφει με τον Νίκο Πατηνιώτη, μουσικό και καθηγητή ηχητικής και μουσικής τεχνολογίας (εκδόσεις Απαρσις).

– Από πού κρατάει η σκούφια σας, κύριε Γιαννακόπουλε;

– Γεννήθηκα στο Ναύπλιο. Η μητέρα μου, Κατίνα, ήταν ασπρορουχού, έραβε σεντόνια, μαξιλαροθήκες και εσώρουχα, και ο πατέρας μου, Κώστας, μηχανικός ραπτομηχανών Σίνγκερ και ψάλτης. Τις Κυριακές και τις σχόλες με έπαιρνε στην εκκλησία. Από το διπλανό στασίδι άρχισα να εξοικειώνομαι με την εκκλησιαστική γλώσσα και το βυζαντινό μέλος. Μόνο διά της ακοής, βέβαια, γιατί όταν ήμουν μικρός κατάφερνα να διαβάσω μόνο το «Πάτερ ημών». Το «Πιστεύω» μού έπεφτε μεγάλο.

Στο στούντιο με τον Μάνο Χατζιδάκι-1
«Οι άνθρωποι που αποφάσισαν την κατεδάφιση της Κολούμπια είδαν μόνο ντουβάρια, όχι τον πολιτισμό που είχε γεννηθεί ανάμεσά τους», αναφέρει στην «Κ» ο ηχολήπτης Στέλιος Γιαννακόπουλος. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

– Η μουσική, δηλαδή, μπήκε πολύ νωρίς στη ζωή σας.

– Ηταν πάντα παρούσα. Στην εφηβεία μου, ακούγαμε τα σουξέ της εποχής στην παράγκα – καφενείο που είχαν οι Αφοί Μανιταρά στο πάρκο, πίσω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Θυμάμαι τη Δανάη να τραγουδάει την «Αμαπόλα», μια ρούμπα του Πωλ Μενεστρέλ…

– Με το τεχνικό κομμάτι πότε ασχοληθήκατε;

– Ως μαθητής είχα φτιάξει ένα πρωτόλειο ραδιόφωνο με μπαταρία τεσσεράμισι βολτ. Από τότε όλοι έλεγαν «Ο Λάκης θα γίνει… ηλεκτροτέτοιος!». Δεν υπήρχαν στο λεξιλόγιό μας πολλές λέξεις σχετικές με την τεχνολογία. Οταν τελείωσα το οκτατάξιο γυμνάσιο και προέκυψε το θέμα της επαγγελματικής μου αποκατάστασης, ο πατέρας μου έστειλε επιστολή στον αδελφό του, που ήταν προσωπάρχης στην ΑΣΔΑΝ (Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκησις Αττικής και Νήσων). «Μίμη, το παιδί θέλει να γίνει ηλεκτροτέτοιος», του είπε. Εκείνος πρότεινε να καταταγώ εθελοντής υπαξιωματικός, με ειδικότητα τεχνίτη τηλεπικοινωνιών. Πέντε χρόνια θα διαρκούσε η θητεία, πέντε θα ήταν και τα πλεονεκτήματα: θα έτρωγα, θα κοιμόμουν, θα ντυνόμουν, θα χαρτζιλικωνόμουν και θα μάθαινα. Ετσι έγινα επιλοχίας του 3ου Λόχου στο 487 Τάγμα Διαβιβάσεων του ΓΕΣ, που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Πολεμικό Μουσείο, και άρχισα να έρχομαι σε επαφή με την τεχνολογία της εποχής, από το τηλέφωνο με μανιβέλα μέχρι τη διαμόρφωση των λίαν υψηλών συχνοτήτων FM, τα οποία τότε χρησιμοποιούνταν μόνο για στρατιωτικούς σκοπούς. Το 1953 ολοκληρώθηκε η απόσβεση του κεφαλαίου που η πατρίδα είχε προβλέψει για μένα. Η πενταετής παραμονή μου στο στράτευμα ολοκληρώθηκε. Στη συνέχεια αποφοίτησα από τη σχολή του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας με την ειδικότητα του τεχνικού ραδιοθαλάμων και από το 1955 έως το 1961 εργάστηκα στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά μια περίεργη μουσική, την τζαζ, που έβγαινε από το πιάνο του Μίμη Πλέσσα!

Στο στούντιο με τον Μάνο Χατζιδάκι-2
Η είσοδος της Κολούμπια. Για πρώτη φορά την πέρασε τον 1962 για να παραλάβει τη σκυτάλη του «Φωνολήπτη» από τον Ευάγγελο Αρεταίο, έπειτα από τρεις συνεντεύξεις.

– Στην Κολούμπια πια, πώς ήταν τα πράγματα;

– Τη δεκαετία του 1960, αλλά και μετά, τα λαϊκά κέντρα διασκέδασης έμεναν ανοιχτά μέχρι το πρωί κι έτσι το πάλκο μεταφερόταν απευθείας στο στούντιο για την ηχογράφηση ενός δίσκου – μαζί με τον γαλατά. Μέχρι να πιάσουμε εμείς δουλειά, οι περισσότεροι λαγοκοιμούνταν πάνω σε καρέκλες και πάγκους μέχρι κάποιος να τους ξυπνήσει. «Σκούντα τον, μωρέ, ήρθε ο μηχανικός!».

Είχε τη μοναδική ικανότητα ο Χατζιδάκις να οργανώνει μια ομαδική εργασία και το χάρισμα να κάνει τη δράση μας απόδραση προς το όνειρο.

– Τι θυμάστε από τους συνθέτες και ερμηνευτές με τους οποίους συνεργαστήκατε;

– Ο Γιάννης Μαρκόπουλος μπορεί να χρειαζόταν και μισή μέρα να γράψει ένα κομμάτι, ενώ ο Κώστας Τουρνάς αργούσε επίσης και συχνά του γινόταν παρατήρηση γι’ αυτό. Το ρεκόρ πάντως για τις περισσότερες ώρες εγγραφής για ένα άλμπουμ το κατείχε ο Μάνος Λοΐζος· και για τις λιγότερες ο Μίμης Πλέσσας με το οργανικό κομμάτι «Τσιφτετέλι του Μπουρνέλη», που ηχογραφήθηκε μια κι έξω, και τα τραγούδια για τον «Δρόμο» που χρειάστηκαν μόλις δέκα ώρες. Το ρεκόρ καθυστερήσεων το είχε ο Μάνος Χατζιδάκις. Συνήθως έκλεινε το στούντιο για τις δέκα ή τις έντεκα το βράδυ. Πολλές φορές αργούσε δύο, ακόμη και τρεις ώρες και άλλοτε, αφού ερχόταν, ζητούσε να μείνει μόνος στη σάλα για να παίξει λίγο πιάνο πριν ξεκινήσει η διαδικασία της ηχογράφησης. Το ήξερα, οπότε πήγαινα στο σπίτι μου που ήταν κοντά, να κάνω ένα ντους και να ξεκουραστώ λίγο, μέχρι να τηλεφωνήσουν στη γυναίκα μου: «Βάσω, ξύπνα τον, έρχεται ο Χατζιδάκις». Ο Λοΐζος δεν συνήθιζε να φέρνει έτοιμες τις ενορχηστρώσεις· είχε πάντοτε πολλές και καινοτόμες ιδέες. Οταν τις ξεδίπλωνε μία μία, τα πράγματα πήγαιναν καλά. Οταν όμως έπεφταν όλες μαζί, τότε… φουρτούνα στα μπατζάκια μας. Ηταν μεγάλος ψαχουλευτής, έτσι τον έλεγα, από εκείνους τους δημιουργούς που τους άρεσαν οι αναζητήσεις. Πρόσεχε τα πάντα, ακόμη και τον ήχο μιας χορδής, και αμέσως αναρωτιόταν πώς αλλιώς θα μπορούσε να ακουστεί. Και αρκούσε ένα βλέμμα για να συνεννοηθούμε. Ο Ζαμπέτας ήταν ένας λαϊκότατος κύριος. Το ποτάμι της πενιάς του ήταν αμίμητο, ενώ είχε το χάρισμα να σχολιάζει τα πάντα και να περιλούζει τους πάντες, με τέτοιο τρόπο όμως που κανείς δεν τον παρεξηγούσε. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος δεν ήξερε να διαβάζει, οπότε είχε υποβολέα για τους στίχους, όποτε χρειαζόταν, την Αννούλα, τη σύζυγό του.

Στο στούντιο με τον Μάνο Χατζιδάκι-3
Ηχογράφηση στην Κολούμπια στα μέσα της δεκαετίας του 1960, όπου το πάλκο μεταφερόταν απευθείας στο στούντιο για την ηχογράφηση ενός δίσκου.

– Από τη συνεργασία με τον Χατζιδάκι τι άλλο σας έχει μείνει;

– Είχε τη μοναδική ικανότητα να οργανώνει μια ομαδική εργασία και το χάρισμα να κάνει τη δράση μας απόδραση προς το όνειρο. Στη διάρκεια της ηχογράφησης για τον «Μεγάλο ερωτικό» χάναμε την αίσθηση του χρόνου. Ηταν σαν να μπαίναμε όλοι μαζί μέσα σε ένα μίξερ και μετά δύο ή τρεις λήψεις ενός κομματιού ήμασταν σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Ομως στο μίξερ έμπαινε και ο ίδιος ο Μάνος. Οταν ηχογραφούσαμε τον «Επιτάφιο» για την «Εποχή της Μελισσάνθης», ήρθε η χορωδία του Τρίτου Προγράμματος να συμμετάσχει. Θυμήθηκα τότε τα παιδικά μου χρόνια στο Ναύπλιο. Πώς ακούγονταν οι ψαλμωδίες από τους επιταφίους που συναντιούνταν στην πλατεία Συντάγματος. «Μου επιτρέπεις να κάνω τη χορωδία σύμφωνα με την τρέλα μου;» τον ρώτησα. Μου επέτρεψε. Κι έτσι έγινε η διπλή τεχνητή αντήχηση στο συγκεκριμένο κομμάτι.

– Συνεργαστήκατε και με τη Σωτηρία Μπέλλου. Αληθεύει ότι σας ταλαιπωρούσε λίγο;

– Η Μπέλλου, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, δεν τα πήγαινε καλά με τα ζεϊμπέκικα, δεν τραγουδούσε ποτέ ζεϊμπέκικο πραγματικό. Τα 9/8 τα έκοβε στα 7 ή στα 6. Στο στούντιο δεινοπαθούσαμε. Οταν γράφαμε το «Δε λες κουβέντα» για το «Φράγμα» του Δήμου Μούτση, με τα «πάμε ξανά» και «πάμε ξανά» πέρασαν δύο μήνες και είχε πει μόνο το πρώτο κουπλέ. Τη θυμάμαι όμως και λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1972, όταν ήρθε στο στούντιο ο Διονύσης Σαββόπουλος με τα Μπουρμπούλια για να γράψουμε κάποια τραγούδια για το «Βρώμικο ψωμί», όπου εκείνη συμμετείχε με το «Ζεϊμπέκικο». Από εκείνη την ηχογράφηση ποτέ δεν θα ξεχάσω την ατάκα της που κατέγραψε σε φιλμ και ο Λάκης Παπαστάθης. Γύρισε στον Διονύση και του είπε: «Αχ, Διονύση, μ’ έκανες και τραγουδάω ποπ».

Στο στούντιο με τον Μάνο Χατζιδάκι-4
Με την ιδιόχειρη αφιέρωση «το λάθος ανήκει σε μένα», ο Χατζιδάκις αναλαμβάνει την ευθύνη για ένα μικρό λάθος που έγινε στην ηχογράφηση της «Εποχής της Μελισσάνθης».

– Τελικά, ποια ηχογράφηση δίσκου νοσταλγείτε περισσότερο;

– Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανέναν. Εξαρτάται από τις προσλαμβάνουσες με τις οποίες εξετάζει κανείς κάθε ηχογράφημα. Και εδώ μπαίνει η ψυχοακουστική, δηλαδή ένα κράμα ψυχολογίας και ακουστικής, που μας έχει διδάξει ότι το ίδιο ηχογράφημα, στο ίδιο μέρος, το αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά ανάλογα με τη διάθεσή μας. Γιατί μπορεί να μην αλλάζει το τραγούδι, αλλάζουν όμως οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνεται η ακρόασή του. Ολα για μένα ήταν συχνότητες, όσο βρισκόμουν στο στούντιο αισθανόμουν ότι ταξίδευα μέσα σε σύννεφα από συχνότητες.

– Θυμάστε την τελευταία σας μέρα στην Κολούμπια;

– Στις 23 Δεκεμβρίου 1983 ολοκληρώσαμε το μιξάζ τού «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Κυριάκου Σφέτσα. Εκείνο το απομεσήμερο τα ηχεία σίγησαν για πάντα. Ο ήχος της Κολούμπια, που από το 1936 διαμόρφωνε την αισθητική όλων των φιλοντίσκ, έκλεισε τον κύκλο του. Τον Μάιο του 2006, επί υπουργίας Γιώργου Βουλγαράκη, δρομολογήθηκε η κατεδάφιση του κτιρίου. Οι άνθρωποι που έβαλαν την υπογραφή τους σε αυτή την απόφαση είδαν μόνο ντουβάρια, όχι τον πολιτισμό που είχε γεννηθεί ανάμεσά τους…

Στο στούντιο με τον Μάνο Χατζιδάκι-5
«Ο ηχοπλάστης», το βιβλίο που συνυπογράφει με τον Νίκο Πατηνιώτη.
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT