Φτερά ενός παγωνιού

Βρίσκαμε καταφύγιο στα εμπορικά κέντρα που είχαν δυνατό κλιματισμό. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Στα εμπορικά κέντρα μπορούσες να φας, να ψωνίσεις, να πας τουαλέτα, ακόμη και να κοιμηθείς

φτερά-ενός-παγωνιού-563031973

Στην Μπανγκόκ μέναμε στον ένατο όροφο ενός κτιρίου που βρισκόταν μεσοτοιχία με την πρεσβεία του Ιράν. Από το παράθυρο έβλεπα τους ουρανοξύστες, τις πισίνες στις ταράτσες των απέναντι πολυτελών πολυκατοικιών, γυναίκες που πότιζαν τα φυτά και καθάριζαν τις βεράντες των αφεντικών τους, εσωτερικά γήπεδα τένις που φωτίζονταν τη νύχτα, έρημα χωρίς παίκτες. Δεν ήξερα πώς είχα βρεθεί εκεί.

Ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, ο Αντι, είχε βγάλει χρήματα πουλώντας ρολόγια. Ηταν Αγγλος, είχε πολωνική καταγωγή και είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αυστραλία. Είχε γυναίκα και δύο παιδιά, ώσπου τα παράτησε όλα και βρέθηκε στην Μπανγκόκ. Επειδή είναι ασφαλής και φθηνή, όπως είπε. Γνώρισε τη Ρούνι, μια μικρόσωμη Ταϊλανδή, και η ζωή του άλλαξε. Ηταν συλλέκτης. Μια μέρα μάς είπε πως είχε το ρολόι του πιλότου που έριξε τη βόμβα στο Ναγκασάκι. Ο γιος μου πήγε και το είδε. Εγώ δεν είχα καμιά διάθεση να δω ρολόγια. Είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι, εξουθενωμένος από τη ζέστη, και προσπαθούσα να κοιμηθώ.

Η διαφορά ώρας με την Ελλάδα δεν είναι μεγάλη. Μόνο τέσσερις ώρες. Ομως τα βράδια καθυστερούσαμε να κοιμηθούμε, με αποτέλεσμα να ξυπνάμε αργά το πρωί. Βγαίναμε έξω στις δώδεκα το μεσημέρι, όταν ο ήλιος έκαιγε.

Πηγαίναμε βόλτα στους βουδιστικούς ναούς και μετά, ζαλισμένοι, βρίσκαμε καταφύγιο στα εμπορικά κέντρα που είχαν δυνατό κλιματισμό. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Στα εμπορικά κέντρα μπορούσες να φας, να ψωνίσεις, να πας τουαλέτα, ακόμη και να κοιμηθείς. Πλησίαζα τους ανθρώπους ενώ κοιμούνταν πάνω στα τραπέζια των μικρών εστιατορίων, που βρίσκονταν στο ισόγειο, και τους φωτογράφιζα με την πολαρόιντ μου, εξοργίζοντας τον γιο μου. «Δεν συμπεριφέρεσαι όπως ένας κανονικός μπαμπάς», μου έλεγε. Και μάλλον είχε δίκιο.

Ενα απόγευμα πήγαμε στον ναό του Γουάτ Πακ Ναμ. Μέχρι να φθάσουμε εκεί, περάσαμε από μια γειτονιά που θύμιζε την περιοχή του Ρέντη. Φορτηγά, συνεργεία, σκόνη, χαμόσπιτα, σκυλιά που γάβγιζαν στο ταξί. Διασχίσαμε τη στοά του μοναστηριού και ξαφνικά βρεθήκαμε κάτω από το πιο μεγάλο άγαλμα του Βούδα που μπορεί να δει κανείς στην πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης. Hταν τόσο χρυσό που έμοιαζε πλαστικό. Το τράβηξα μια ασπρόμαυρη πολαρόιντ από χαμηλά. Eνα τεράστιο πλάσμα σαν μωρό που αναπνέει τον μολυσμένο αέρα της πόλης. Στη βάση του, τουρίστες έβγαζαν φωτογραφίες, άνθρωποι που είχαν έρθει από διάφορες χώρες και είχαν συναντηθεί για μια στιγμή κάτω από το χρυσό βλέμμα του.

Eνας ηλικιωμένος Ασιάτης στεκόταν υπομονετικά κάτω από το άγαλμα και περίμενε τον γιο του να τον φωτογραφίσει. Φορούσε σκούρα ρούχα, είχε σταυρώσει ευλαβικά τα χέρια, τα μαλλιά του ήταν λευκά. Ακριβώς πίσω του υπήρχαν δύο μπουκέτα λουλούδια σε μαρμάρινα βάζα, μια μεγάλη ομπρέλα κήπου κι ένα τυλιγμένο χαλί. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας νεαρός κι άρχισε να συσκευάζει με σελοφάν κάτι ανεμιστήρες που βρίσκονταν αραδιασμένοι στο πάτωμα του αύλειου χώρου. Το έκανε με προσοχή. Eβγαλα την παλιά μου κάμερα και τον βιντεοσκόπησα. Το φως είχε πέσει για τα καλά όταν φύγαμε.

Στο ανταλλακτήριο

Την επόμενη μέρα πήγαμε ν’ αλλάξουμε χρήματα σ’ ένα ανταλλακτήριο και βρεθήκαμε σε μια γειτονιά με μπαρ. Γυναίκες κάθονταν έξω στο πεζοδρόμιο. Είχαν βάψει κόκκινα τα χείλη τους, φορούσαν στενά φορέματα και κοιτούσαν τους περαστικούς. Λίγο πριν βγούμε στον κεντρικό δρόμο, είδα έναν νεαρό, μάλλον Αμερικανό, με αμάνικο φανελάκι. Hταν ψηλός και γυμνασμένος, τα μαλλιά του ήταν σγουρά και έπινε μπίρα. Αριστερά του, ένα ανήλικο κορίτσι είχε πιάσει το φουσκωμένο μπράτσο του και δεξιά, μια ηλικιωμένη χάιδευε το χέρι του. Κάτι του ψιθύριζε στο αυτί. Αυτός, ατάραχος, κοιτούσε μπροστά του, κρατώντας το ποτήρι. Ο γιος μου με ρώτησε τι συμβαίνει. Αλλά δεν ήξερα τι να του πω. Δύσκολο να καταλάβεις κάθε φορά τι συμβαίνει.

Δυο μέρες πριν φύγουμε, βρεθήκαμε σ’ ένα από τα πιο ωραία βιβλιοπωλεία που έχω επισκεφθεί ποτέ. Βρισκόταν σε μια απομακρυσμένη περιοχή της πόλης και ήταν ανοιχτό μόνο τα Σαββατοκύριακα. Δύο το μεσημέρι με εξίμισι το απόγευμα. Εξω ο δρόμος ήταν άδειος, μα μόλις άνοιγες την πόρτα βρισκόσουν σ’ έναν ενιαίο χώρο, γεμάτο κόσμο που στεκόταν πάνω από τους πάγκους και χάζευε τις εκδόσεις, στο ημίφως.

Στην άκρη μιας ξύλινης μπάρας, μια κοπέλα ξεφύλλιζε ένα φωτογραφικό άλμπουμ. Υπήρχε μια στοίβα με βιβλία που μπορούσες να διαβάσεις, αλλά όχι ν’ αγοράσεις. Σε μια γυάλινη προθήκη ήταν τοποθετημένο το εξαντλημένο λεύκωμα από το «Παρίσι, Τέξας», με τυπωμένο το σενάριο του Σαμ Σέπαρντ και επιλεγμένα καρέ από το φιλμ. «Δεν το πουλάω», είπε χαμογελώντας το παιδί που «έτρεχε» το Vacilando Bookshop και στεκόταν πίσω από την μπάρα. «Αυτή την ταινία την αγάπησα αφού έγινα πατέρας», του εξήγησα και έδειξα τον γιο μου που έπαιζε απορροφημένος με το κινητό.

Στο αεροπλάνο, θυμήθηκα ξανά τον άνδρα που τύλιγε τους ανεμιστήρες. Λες και τύλιγε τα στρογγυλά μάτια από τα πράσινα φτερά ενός παγωνιού που ονομάζεται Μπανγκόκ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT