Πού πάνε τα όνειρα όταν ξυπνάμε;

Οι φόβοι και οι οδύνες συνυφαίνονται με τις χαρούμενες πλευρές της παιδικής ζωής καθώς μεγαλώνουμε

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ
Το περίεργο μαξιλάρι
εικονογράφηση: Ντανιέλα Σταματιάδη
εκδ. Πατάκη, 2024, σελ. 32

Το ντεμπούτο του διακεκριμένου πεζογράφου και ανθρώπου των γραμμάτων Μισέλ Φάις (γενν. 1957) στη λογοτεχνία για παιδιά πραγματοποιείται με το «Περίεργο μαξιλάρι», σε ώριμη ηλικία. Καθώς ο ίδιος εκθέτει τα τελευταία χρόνια, χαριτωμένα και ευφρόσυνα, τη γονεϊκή εμπειρία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας επιτρέπει, παρακολουθώντας τον (και) από εκεί να τη φανταστούμε ως πηγή της έμπνευσής του στην καινούργια δημιουργική κατεύθυνση. Η τρυφερή εξωτερίκευση γονεϊκών συναισθημάτων που τέρπει όσες/ους παρακολουθούν τις «αναρτήσεις» του Φάις δεν μας προετοιμάζει, όμως, απαραίτητα γι’ αυτό το σοφά οργανωμένο βιβλίο για τα όνειρα. Η δομή και ο ρυθμός του μαρτυρούν περισσότερο τον έμπειρο λογοτέχνη παρά τον συγκινημένο γονιό.

Πού πάνε τα όνειρα όταν ξυπνάμε;-1Επαναλαμβάνοντας διαρκώς, από την αρχή έως το τέλος, ως ερωτηματικό αφηγηματικό μοτίβο το «πού πάνε τα όνειρα όταν ξυπνάμε», ο Φάις περιγράφει την καθημερινότητα ενός σύγχρονου παιδιού. Το ερώτημα και οι ποικίλες απαντήσεις συγκροτούν ένα έξυπνο ραπ που σιγά σιγά μας παρασέρνει: πού πάνε λοιπόν τα όνειρα; Και ποια/ος δεν θα ‘θελε να το ξέρει. Η πρωταγωνίστριά του είναι ένα ξανθό κοριτσάκι με ροζ μυτούλα –όλα τα πρόσωπα στο βιβλίο έχουν αυτή τη χαρακτηριστική ροζ μύτη!– που διατηρεί, μόνη αυτή από όλους τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, την ανωνυμία της, επιτρέποντας ίσως πιο αποτελεσματικές ταυτίσεις από την πλευρά των μικρών αναγνωστ(ρι)ών. Μπορούμε να τη φανταστούμε ως τυπικό παιδί μιας ελληνικής μικρο- ή μεσοαστικής οικογένειας στην πόλη, με τον γάτο και το ωδείο, το ποδήλατο και τον κολλητό συμμαθητή, τον άστεγο «στο παρκάκι κοντά στην πολυκατοικία μας», την οικιακή βοηθό που είναι από τη Μαλαισία και έρχεται μία φορά τον μήνα, την πολύγλωσση ξεναγό που είναι «η αγαπημένη ξαδέλφη της μαμάς».

Το λούτρινο αρκουδάκι έρχεται και δίνει την απάντηση: «Τα όνειρα όταν ξυπνάμε πηγαίνουν για ύπνο».

Διατηρώντας το ερώτημα ανοιχτό, κλιμακώνοντας μάλιστα, με τη διαρκή επανάληψή του, και μια κάποια αγωνία, αφού το πράγμα δεν είναι εντέλει τόσο απλό, ο Φάις, με τη βοήθεια της εξαιρετικής εικονογράφου Ντανιέλας Σταματιάδη, πραγματεύεται τους φόβους και τις οδύνες που συνυφαίνονται με τις χαρούμενες πλευρές της παιδικής ζωής καθώς μεγαλώνουμε. Αγαπώ ιδιαίτερα τα δισέλιδα (κάθε επανάληψη του αρχικού ερωτήματος έχει στη διάθεσή της ένα εικονογραφημένο δισέλιδο για να απαντηθεί) με το ποδήλατο και με την ξύλινη καρέκλα του γραφείου. Το μεν ποδήλατο χαρακτηρίζεται «ατίθασο» και η μικρή ξανθούλα χρειάζεται να χαϊδέψει τη σέλα του για να το ηρεμήσει. Η δε ξύλινη καρέκλα είναι σχεδόν… πλουτωνική! Δεν θέλει πολλά λόγια· δημιουργεί σεισμό, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο πολύ ξεκάθαρα ότι δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα. Υπάρχουν άβυσσοι και κίνδυνοι, και ο Φάις δίνει με ευγένεια και σεβασμό το σχετικό «σήμα». Οπως με ευγένεια και σεβασμό αντιμετωπίζει το παιδί που έχει χάσει τον γονιό του στον πόλεμο, τον κολλητό συμμαθητή Μιχάλη. Γι’ αυτόν, τα όνειρά πηγαίνουν στο «Σπίτι του Κανένα».

Θα προτιμούσα η οικιακή βοηθός από τη Μαλαισία να μη «βοηθάει τη μαμά», αλλά απλώς να βοηθά στις δουλειές του σπιτιού. Επίσης, δεν μου είναι σαφής ο τίτλος «Το περίεργο μαξιλάρι», δεν βλέπω δηλαδή πού «κολλάει» με την αφήγηση. Στοιχηματίζω ότι οι αναγνώστ(ρι)ες που θα αγκαλιάσουν, είμαι βέβαιη, το βιβλίο, θα το λένε «πού πάνε τα όνειρα». Υποδειγματική θεωρώ την εκ μέρους του Φάις αντιμετώπιση του άστεγου: «Δεν ξέρω», αναρωτιέται η μικρή, «ποιος από τους δυο μας ντρέπεται περισσότερο».

Σκέφτομαι ότι τα είπε όλα, με αυτή τη φράση. Το ίδιο και κατόπιν, με την αμηχανία του μπαμπά που βάζει τα χέρια στις τσέπες, γιατί δεν ξέρει τι να τα κάνει – η εικονογράφηση της Σταματιάδη είναι εν προκειμένω «μια εικόνα χίλιες λέξεις». Το κορίτσι, ασπρόμαυρο σκίτσο μέσα στην έγχρωμη εικόνα, ανταποδίδει νοερά μόνο το καθησυχαστικό χάδι στην πατρική κεφαλή, γιατί στην πραγματικότητα δεν φτάνει τόσο ψηλά. Το αφηγηματικό ραπάρισμα συνεχίζεται. Μικροί και μεγάλοι νιώθουμε τα όνειρα να φουσκώνουν κάτω από τα πόδια μας, μέσα στο στήθος μας. Ωσπου έρχεται το λούτρινο αρκουδάκι, γονεϊκό και ερωτικό συνάμα υποκατάστατο, και δίνει τη λύση: «Τα όνειρα όταν ξυπνάμε πηγαίνουν για ύπνο». Σαν στον φούρνο του Χότζα, ανακουφιζόμαστε. Ξαφνικά, υπάρχει πάλι αέρας και χώρος, γύρω μας και μέσα μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT