Αγκυρα, Μάρτιος του 1945. Η τουρκική κυβέρνηση ενημερώνεται από διπλωματικό διάβημα ότι η Μόσχα δεν θα ανανεώσει το 20ετές τουρκοσοβιετικό Σύμφωνο Φιλίας και Αδελφότητας, εκτός αν, όπως έχει ήδη ζητήσει, της παραχωρηθούν οι περιοχές Καρς και Αρνταχάν και αναθεωρηθεί η Συνθήκη του Μοντρέ ώστε να της δίνεται δυνατότητα παρέμβασης σε Δαρδανέλλια και Βόσπορο. Η ΕΣΣΔ καθιστά έτσι όλο και σαφέστερες τις μεταπολεμικές διαθέσεις της, ενώ η Τουρκία επιβεβαιώνει με άλλον έναν τρόπο την απόφασή της να ενταχθεί πλέον στο δυτικό μπλοκ. Με τη Βουλγαρία, την Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και την Αρμενία στη γειτονιά της, φοβάται επίσης ότι περικυκλώνεται από κομμουνιστές. Και στην Ελλάδα, τα πράγματα δεν εξελίσσονται εντελώς ομαλά.
«Για την Τουρκία, η Ελλάδα ήταν το πιο ασφαλές λιμάνι στη Μεσόγειο και η μοναδική γέφυρα που της είχε απομείνει ώστε να έχει επαφή με τη Δύση. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να πέσει στα χέρια των κομμουνιστών», λέει στην «Κ» ο Τούρκος Μουράτ Εσέρ (φωτ.), υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης και σύμβουλος του Κέντρου Καππαδοκικών Μελετών στη Νέα Καρβάλη. «Ηδη λοιπόν από τα Δεκεμβριανά του 1944», συνεχίζει, «οι τουρκικές εφημερίδες ανησυχούν και αρχίζουν να παρακολουθούν στενά τα γεγονότα στην Ελλάδα».
Εχοντας ερευνήσει αρχεία τουρκικών εφημερίδων καθώς και μια βιβλιογραφία προερχόμενη από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, ο Εσέρ ολοκλήρωσε μια μελέτη με τίτλο «Ο ελληνικός Εμφύλιος πόλεμος 1946-1949 μέσα από τον τουρκικό Τύπο της εποχής». Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νίκας και παρουσιάστηκε στην 20ή Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης – ο Μουράτ Εσέρ έκανε την παρουσίαση στα ελληνικά. Μιλώντας σήμερα στην «Κ», διευκρινίζει κατ’ αρχήν ότι όλες οι τουρκικές εφημερίδες της εποχής –η Akşam, η Cumhuriyet, η Ulus, η Vakit κ.ά.– έχουν σχεδόν την ίδια προσέγγιση απέναντι στον ελληνικό Εμφύλιο: αριστερές εφημερίδες δεν κυκλοφορούν τότε στην Τουρκία. Και το ενδιαφέρον όλων τους είναι τόσο μεγάλο, που συνεργάζονται με Ελληνες δημοσιογράφους, αλλά στέλνουν και δικούς τους ανταποκριτές.
Τι γράφουν λοιπόν; Τα Δεκεμβριανά, ο δημοσιογράφος Ναντίρ Ναντί της Cumhuriyet τα περιγράφει ως «αποτέλεσμα του κλονισμού της κοινωνίας», ενώ γράφει ότι «η ρίζα της έντασης που επικρατεί στη γειτονική και φίλη Ελλάδα, που φέρνει αντιμέτωπο τον λαό μεταξύ τους, δεν μπορεί να βασίζεται στις ιδεολογικές συγκρούσεις. Αν ήταν έτσι, πώς θα ήταν δυνατόν αυτός ο ίδιος λαός να επιδείξει τέτοιου υψηλού ήθους αντίσταση και να προσθέσει έτσι στο βιβλίο της Ιστορίας του σελίδες τιμής και δόξας;».
«Για την Τουρκία, η Ελλάδα ήταν το πιο ασφαλές λιμάνι στη Μεσόγειο και η μοναδική γέφυρα με τη Δύση. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να πέσει στα χέρια των κομμουνιστών».
Επίσης, λέει ο Εσέρ, η επίσκεψη του Τσώρτσιλ τον Φεβρουάριο του 1945 στην Αθήνα, «ενδιέφερε πολύ τον τουρκικό Τύπο της εποχής, που ασχολήθηκε αρκετά με το γεγονός, γιατί έβλεπαν τον Βρετανό πρωθυπουργό ως μια σωτηρία, πρώτα για την Ελλάδα και αυτόματα και για την Τουρκία». Για του λόγου το αληθές, ο Χουσεΐν Τζάχιντ Γιάλτσιν έγραφε στην Tanin ότι «ο Τσώρτσιλ φέρνει στην Ελλάδα όχι μόνο ελευθερία, φέρνει και εθνική ενότητα», ενώ ο Ασίμ Ους της Vakit εκτιμούσε ότι στην πλατεία Συντάγματος θα στηθεί άγαλμά του, το οποίο «θα δείξει και στις επόμενες γενιές την αξία της ελευθερίας και της ευημερίας της χώρας».
Οι εκλογές του Μαρτίου του ’46 ενδιαφέρουν επίσης τις τουρκικές εφημερίδες. Μετά τη νίκη του Τσαλδάρη η Vatan γράφει ότι αν οι εκλογές διεξάγονταν μετά την απομάκρυνση των Γερμανών, τότε αναμφίβολα θα κέρδιζε το ΕΑΜ, όμως στο μεταξύ η γνώμη του λαού άλλαξε, γιατί «τα κομμουνιστικά όργανα, υποκινούμενα απ’ έξω, έχουν επιλέξει τον δρόμο της βαρβαρότητας και της βίας», κάτι που κάνει τον λαό να αναζητά «σταθερότητα και απελευθέρωση μέσω του συντηρητισμού». Το δημοψήφισμα της ίδιας χρονιάς για την επιστροφή του βασιλιά απασχολεί επίσης τον τουρκικό Τύπο, με τον Σουκρού Εσμέρ να γράφει στην Ulus ότι στην περίπτωση που επιστρέψει η βασιλεία «και η χώρα σταθεροποιηθεί, τότε θα πέσουν οι λόγχες των ακροαριστερών και δεν θα υπάρχει καμία πιθανότητα η Ελλάδα να μπει στη σοβιετική σφαίρα επιρροής».
Οι διεθνείς εξελίξεις, λέει ο Μουράτ Εσέρ, όπως το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ, αναλύονται για ημέρες στις τουρκικές εφημερίδες. «Και επίσης παρακολουθούν τη ρήξη στις σχέσεις Τίτο και Στάλιν», λέει ο ιστορικός, «θεωρώντας ότι είναι μια πληγή στο κομμουνιστικό μπλοκ που δείχνει ότι η ΕΣΣΔ δεν ήταν τόσο ισχυρή στην περιοχή».
Ποια είναι όμως η γλώσσα των τουρκικών ρεπορτάζ για τον ελληνικό Εμφύλιο; Χρησιμοποιούνται λόγου χάρη όροι αντίστοιχοι του «συμμοριτοπόλεμος»; «Συνήθως περιγράφουν τους αριστερούς αντάρτες ως “τσέτες”», εξηγεί ο Εσέρ. «Για παράδειγμα, ένα πρωτοσέλιδο εφημερίδας θα έγραφε “Κομμουνιστές τσέτες χτύπησαν χωριά, έκλεψαν περιουσιακά στοιχεία – Ταλαιπωρείται ο κόσμος”».
Ο κομμουνισμός ως κοινός εχθρός, είχε ενώσει τότε Ελλάδα και Τουρκία, λέει ο ιστορικός. «Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις», υπενθυμίζει, «είχαν αρχίσει να βελτιώνονται από τη δεκαετία του ’30, ενώ το 1952 εντάχθηκαν και οι δύο χώρες στο ΝΑΤΟ». Το έγραφε εξάλλου και ο Φαλίχ Ρίφκι Ατάι στην Ulus, έστω και με ένα πνεύμα που σήμερα ίσως μοιάζει μακρινό: «oι Ελληνες κι εμείς θα σταθούμε δίπλα στους συμμάχους και στις δημοκρατίες τους ως υπέρμαχοι και υπερασπιστές της ελευθερίας, της ασφάλειας και της ειρήνης. Θα είμαστε εκεί ταγμένοι στην υπεράσπιση της ειρήνης και της ελεύθερης βούλησης των εθνών και δεν θα χωριστούμε ποτέ σε αυτόν τον σκοπό».