Το οντολογικό βάρος της αναμονής

Το «Περιμένοντας τον Γκοντό», σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, παρουσιάστηκε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δεν έρχεται, άρα υπάρχει»
Γκίντερ Αντερς

Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος διερεύνησε το μυστηριώδες αίνιγμα του «Περιμένοντας τον Γκοντό» (1948), περιπλανήθηκε στον λεκτικό λαβύρινθο του μπεκετικού γρίφου και ερμήνευσε αυτό το αριστούργημα της παγκόσμιας δραματουργίας ως μια σύγχρονη φιλοσοφική αλληγορία.

Ποιος είναι ο Γκοντό; Ο Θεός, η ελπίδα, η ελευθερία, η αλήθεια ή τίποτε από όλα αυτά; Τι περιμένουν οι δύο φτωχοδιάβολοι του Μπέκετ; Μάλλον τίποτα. Ο Τερζόπουλος ορίζει το οντολογικό χάος του έργου αξιοποιώντας όλα τα σημαινόμενα της σκηνοθετικής του σημειωτικής, με κυρίαρχο το σώμα του ηθοποιού, ως σκηνική εικόνα, ως σημείο εκκίνησης και ως αρχέτυπο. Στο εικαστικό του σύμπαν, το σώμα πρωταγωνιστεί και έπονται ο φωτισμένος σταυρός, τα μαχαίρια, τα ρούχα, τα βιβλία της ανθρώπινης ιστορίας, όλα αιματοβαμμένα.

Ο Τερζόπουλος εργάστηκε με πληθωρικό τρόπο πάνω στο μινιμαλιστικό ύφος του Σάμιουελ Μπέκετ και ανιχνεύοντας την εσωτερική λογική του κειμένου, εστίασε στα χωρία με τα Ευαγγέλια, στις αναφορές στη Βίβλο, στους ληστές που σταυρώθηκαν μαζί με τον Χριστό, στις ερμηνείες των Ευαγγελιστών. Εικονοποίησε τη σταύρωση του σύγχρονου ανθρώπου με φόντο τις πολεμικές συρράξεις, πλαισιωμένες από εκκλησιαστικούς ύμνους, τρομακτικούς ήχους βομβαρδισμών και σειρήνων, αλλά και μουσικές τάνγκο, ως αντίβαρο σε αυτό το ολέθριο «παιχνίδι της σφαγής».

Το σκηνικό δοκίμιο του Τερζόπουλου, αφιερωμένο στην γκροτέσκα πτώση του ανθρώπου, «γράφτηκε» στη γοητευτική υπερεκφραστική, χυμώδη, ερωτικά ασθματική, ιταλική γλώσσα (μετάφραση Κάρλο Φρουτέρο), στη γλώσσα του ερωτικού πάθους, της μουσικότητας, των λυγμών και των τονικών εξάρσεων. Αυτή τη φορά, το «εγκεφαλικό» θέατρο του Τερζόπουλου ξεχείλισε από συναίσθημα. Η ιταλική γλώσσα έδωσε νόημα στο πάθος της αγωνίας, του σπαραγμού, της εναγώνιας υπενθύμισης ότι οι λούμπεν ήρωες του Γκοντό δεν περιμένουν τίποτα και από κανέναν. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης εμπνεύστηκε το μαύρο τετράγωνο του σκηνικού από τη γεωμετρική αφηρημένη τέχνη του Ρώσου ζωγράφου Καζιμίρ Μαλέβιτς και σκηνογράφησε έναν σταυρό διαιρεμένο σε τέσσερα τεταρτημόρια.

Οι δύο ήρωες είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα. Δύο ανθρώπινα ράκη, δύο μπουφόνοι που υποφέρουν από τα κοινωνικά δεινά.

Οι Βλαδίμηρος και Εστραγκόν, περιμένοντας τον «Γκοντό», παίζουν ακριβώς στη μέση αυτής της εγκατάστασης και από το βάθος εμφανίζεται ο Λάκι. Ακριβώς στην ευθεία από πάνω, σκίζει την επιφάνεια με ένα μαχαίρι ο Πότζο και όλοι συνθέτουν ένα κουαρτέτο σε σχήμα σταυρού. Το βασικό σκηνικό εύρημα του έργου απουσιάζει. Ο Τερζόπουλος αντέστρεψε το σύμβολο του δέντρου και το εμφάνισε στη μέση της σκηνής ως ένα λιλιπούτειο μπονσάι, μια μινιατούρα δέντρου, παραβλέποντας τις σκηνικές οδηγίες περί των φύλλων της ιτιάς στη δεύτερη πράξη, εξαφανίζοντας εσκεμμένα την όποια ελπίδα. Ερμήνευσε το «Περιμένοντας» ως ένα μεταφυσικό όραμα ενός επερχόμενου εφιάλτη. Δεν σκηνοθέτησε την ελπίδα των δύο ηρώων και δεν συνέλαβε τον «Γκοντό» ως την αναμονή, αλλά τον ανέγνωσε ως φρίκη και θρησκευτική απογοήτευση.

Στην μπεκετική σύλληψη, η δράση συντίθεται από την έλλειψη δράσης. Σε αυτήν πρωταγωνιστούν τέσσερα δραματικά πρόσωπα κι ένα αγόρι. Το δίδυμο Εστραγκόν και Βλαδίμηρου είναι κυρίαρχο. Οι Σιτσιλιάνοι ηθοποιοί Εντσο Βετράνο και Στέφανο Ράντιζι ερμηνεύουν με ιδιαίτερη υποκριτική ευφυΐα, ένστικτο και φαντασία το δίδυμο Γκογκό (Εστραγκόν) και Ντιντί (Βλαδίμηρος). Ως σιαμαίοι, ενωμένοι σε ένα σώμα με δύο κεφάλια, εικονοποιούν μια τρυφερή, ζεστή και ανθρώπινη σχέση. Υποκρίνονται ότι δρουν ενώ πάσχουν από αμνησία, μιλούν για να μην πουν τίποτα, εκπνέουν απλώς αέρα, κάνουν λεκτικές πιρουέτες στο κενό, μετεωρίζονται σε αυτό το κενό μνήμης και χρόνου. Αλληλοσπαράσσονται, βρίζονται, χαϊδεύονται, ονειρεύονται «πως ήταν κάποτε ευτυχισμένοι», απελπίζονται και σχεδιάζουν την αυτοκτονία τους, αγαπιούνται και μισούνται.

Αυτό που τους κάνει αστείους είναι η αδυναμία τους να συνειδητοποιήσουν ότι η ζωή τους κυλάει χωρίς νόημα, αλλά ελπίζουν ότι θα το αποκτήσει. Θλιμμένοι κλόουν, αποτυπώνουν όλη τη μοναξιά της σύγχρονης ανθρωπότητας. Οι δύο ήρωες είναι ολόκληρη η ανθρωπότητα. Δύο ανθρώπινα ράκη, δύο μπουφόνοι που υποφέρουν από τα κοινωνικά δεινά, ζουν στις ψευδαισθήσεις τους σε έναν κόσμο περιθωριακό που μοιάζει να τους απειλεί συνεχώς, χωρίς να τους οδηγεί πουθενά. Για ένα πράγμα είναι σίγουροι: «Οτι κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ώρα δεν περνά με τίποτα». Το δίδυμο των Ιταλών ηθοποιών παραδίδει μάθημα υποκριτικής σε όλα τα σημεία των απέλπιδων προσπαθειών των δύο προσώπων να κάνουν τον χρόνο να κυλήσει.

Ο Τζούλιο Τζερμάνο Τσέρβι πάλλεται ολόκληρος ως μουγγός Λάκι, στον παραληρηματικό μονόλογο του ανθρώπου δούλου, υποχείριου και εξουσιαζόμενου όντος. Ο Πάολο Μούζιο στον ρόλο του αυταρχικού Πότζο αλλά και ο Ρόκο Ανκάρολα στον μικρό ρόλο του αγοριού καταθέτουν επίσης ισχυρές ερμηνείες σε μια παράσταση με ιδιαίτερη εικαστική ταυτότητα.

Ο Τερζόπουλος αναζητά την απάντηση στο ερώτημα της μπεκετικής δραματουργίας «Κι αν έρθει;». Σκιαγραφεί τη ζωή των δραματικών προσώπων του έργου ως ένα αιφνίδιο ρήγμα φωτός ανάμεσα σε δύο αιώνια χρονοδιαστήματα σκοταδιού. Οι ζωές των δύο μοναχικών υπάρξεων γίνονται μία καθώς ο ένας παρακινεί τον άλλο: «Λοιπόν πάμε;» «Πάμε». Αλλά μένουν ακίνητοι.

* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT