Ο κορυφαίος αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης σερ Τζον Μπόρντμαν (1927-2024), που απεβίωσε στις 23 Μαΐου, εκπροσωπούσε την αρχετυπική βρετανική γενιά που στη διάρκεια του 20ού αιώνα γαλουχήθηκε με τις αξίες του ουμανισμού και της ελληνορωμαϊκής κληρονομιάς. Ο Μπόρντμαν, με δεσμούς ανάμεσα στην ελληνική και στην παγκόσμια αρχαιολογική κοινότητα, άφησε ένα σημαντικό ερευνητικό και συγγραφικό έργο αναδεικνύοντας όψεις της κλασικής τέχνης, με έμφαση στη γλυπτική και στη ζωγραφική των αγγείων.
Η εκπαίδευση την οποία είχε λάβει στην Οξφόρδη, στο ονομαστό Μόντλιν (Μagdalene) Κόλετζ (με έτος ίδρυσης το 1428), τον είχε οδηγήσει από την ηλικία των 18 ετών σε εις βάθος επαφή με τον κόσμο των κλασικών. Νέος αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης, στα 1952, εγκαταστάθηκε για τρία χρόνια στην Ελλάδα εκτελώντας χρέη βοηθού διευθυντή στη Βρετανική Σχολή Αθηνών.
Η μακρά ακαδημαϊκή πορεία του στην Οξφόρδη τον συνέδεσε διά βίου με το Μουσείο Ασμόλεαν και μέσω αυτού με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Ο Μπόρντμαν δεν είχε μόνο ακαδημαϊκή σχέση με την αρχαιολογία, αλλά είχε πραγματοποιήσει ανασκαφές στην Ελλάδα (Χίος, Κρήτη), στην Τουρκία και στη Λιβύη. Σε συνέντευξή του το 2007 στην «Καθημερινή» είχε πει ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι πιο γενναιόδωρη απέναντι στην κληρονομιά της. «Υπάρχουν πολλά που παραμένουν κλειδωμένα σε υπόγεια, οι μελετητές δημοσιεύουν με πολύ αργούς ρυθμούς και είναι απρόθυμοι να αναγνωρίσουν ότι ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος, από την Καλιφόρνια έως τη Ρωσία, είναι και εκείνοι κληρονόμοι της ίδιας κλασικής παράδοσης όπως και οι σύγχρονοι Ελληνες», είχε σχολιάσει.
Ο σερ Τζον Μπόρντμαν (1927-2024), με ανασκαφές σε Χίο, Κρήτη, Τουρκία και Λιβύη, πίστευε ότι η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι πιο γενναιόδωρη απέναντι στην κληρονομιά της.
Το 2009 ο Τζον Μπόρντμαν είχε τιμηθεί στο Παρίσι (όπου είχε γίνει η απονομή) με το Διεθνές Βραβείο Αριστοτέλη Ωνάση για τα Γράμματα, του Ιδρύματος Ωνάση (ήταν τότε επίτιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας και Τέχνης στην Εδρα Lincoln του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας). Το βραβείο είχε απονεμηθεί από κοινού και στον Ζαν-Ιβ Αμπερέρ [διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών (CERN) της Γαλλίας και ιδρυτής του Κέντρου Αλεξανδρινών Σπουδών της Αλεξάνδρειας]. Η ακτινοβολία της προσωπικότητας του Τζον Μπόρντμαν υπερέβαινε τα στενά όρια της κοινότητας των αρχαιολόγων και των ιστορικών της τέχνης.
Τα βιβλία του Μπόρντμαν είχαν αποτελέσει κλασικές πηγές αναφοράς για τις μεταπολεμικές γενιές. Το συνοπτικό βιβλίο του «Ελληνική Τέχνη», που είχε κυκλοφορήσει στην περίφημη «μαύρη» σειρά της ιστορίας της τέχνης των εκδόσεων Thames & Hudson, είχε εξοικειώσει εκατομμύρια αναγνώστες με τον κλασικό κόσμο, από την πρώτη έκδοση (1964) έως τις μεταγενέστερες αναθεωρήσεις από τον ίδιο. Ιδιαίτερη ερευνητική ενότητα στο έργο του ήταν και η ελληνική διασπορά («Οι αρχαίοι Ελληνες στην υπερπόντια εξάπλωσή τους», μτφρ. Ηλέκτρα Ανδρεάδη, εκδ. Καρδαμίτσα).
Είχε το χάρισμα να εισχωρεί βαθύτερα από μια άρτια ακαδημαϊκή ιστόρηση και ανάλυση, καθώς φώτιζε πτυχές που διεύρυναν μια αναμενόμενη αφήγηση περί τέχνης. Αυτή η ικανότητά του ήταν ιδιαίτερα εμφανής στα περισσότερα βιβλία του, ιδίως στην «Αρχαιολογία της νοσταλγίας» (μτφρ. Βάσω Δημητρίου, εκδ. Πατάκη), που φωτίζει τον τρόπο που οι Ελληνες αναπαρέστησαν τους μύθους τους, και στην εξαιρετική μονογραφία του με θέμα τη δισυπόστατη μορφή του Πανός στη σύντομη μελέτη του «Ο μέγας θεός Παν. Η επιβίωση μιας εικόνας» (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Αγρα).
Πολλοί ακόμη τίτλοι βιβλίων του σερ Τζον Μπόρντμαν κυκλοφορούν στα ελληνικά. Από τα πιο πρόσφατα: «Η ιστορία των αρχαίων ελληνικών αγγείων» (μτφρ. Κωνσταντίνος Κοπανιάς, εκδ. Πατάκη).