Παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων, ιδιωτικές συλλογές και ταυτότητες

Παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων, ιδιωτικές συλλογές και ταυτότητες

«Αφαιρώντας ένα αντικείμενο από κάπου, στερείς τη δυνατότητα των ανθρώπων της περιοχής να συνδεθούν μαζί του και με το παρελθόν τους», είπε ο καθηγητής του Κέμπριτζ Ανδρέας Πανταζάτος

2' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η αποψινή συζήτηση σηματοδοτεί το είδος των συζητήσεων που θέλουμε να κάνουμε στο μέλλον», έλεγε η Πέιτζ Aρθουρ, διευθύντρια παγκόσμιων προγραμμάτων του αμερικανικού ιδρύματος, έχοντας μόλις ανακοινώσει ότι το Global Center του Πανεπιστημίου Κολούμπια στην Αθήνα αναμένεται να αποκτήσει σύντομα φυσική έδρα. Ωστόσο, η εκδήλωση με τίτλο «Stolen Identities: Between Cultural Heritage, Art Collections and Looting», που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο στο Μουσείο Μαρία Κάλλας, είχε τη σημασία της σε ένα ακόμη πλαίσιο: αυτό της διεθνούς συζήτησης για ζητήματα λεηλασίας και διακίνησης αρχαιοτήτων.

Ο κεντρικός ομιλητής, ο αναπληρωτής καθηγητής Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου Κολούμπια Ιωάννης Μυλωνόπουλος, τόνισε ότι στο κέντρο του προβλήματος βρίσκονται οι ιδιωτικές συλλογές, γιατί τα μουσεία αποσύρονται σταδιακά από την αγορά αρχαιοτήτων· όμως, οι περισσότερες ευκαιρίες απόκτησης αντικειμένων από ιδιώτες συλλέκτες καθιστούν «πιο επιτακτικό από ποτέ να επιδεικνύουν ή να τους επιβάλλεται σύνεση στις αγορές τους». Η διαμόρφωση δημόσιας ταυτότητας μέσα από την κατοχή αρχαιοτήτων εντοπίζεται στον Aτταλο Α΄ της Περγάμου, ανέφερε ο καθηγητής και πρόσθεσε τα παραδείγματα των Ρωμαίων, των Μεδίκων, καθώς και των συλλεκτών Τόμας Χάουαρντ, Τζ. Π. Γκέτι κ.ά. Ενδεικτικό παράδειγμα κλεμμένης αρχαιότητας είναι ο κρατήρας του Ευφρονίου, που επιστράφηκε από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης στην Ιταλία το 2008, σημείωσε ο κ. Μυλωνόπουλος και αναρωτήθηκε «πόσες ανασκαφές παραμένουν αδημοσίευτες και πόσα αντικείμενα βρίσκονται αταύτιστα σε αποθήκες μουσείων και αρχαιολογικών εφορειών».

Η επίτιμη γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του υπουργείου Πολιτισμού Πολυξένη Αδάμ-Βελένη αναφέρθηκε στη σημασία της ενημέρωσης του κοινού και υπογράμμισε ότι μια ειδοποιός διαφορά των ελληνικών μουσείων κι εκείνων σε Ευρώπη και Αμερική είναι ότι οι αρχαιότητες των δεύτερων προέρχονται κυρίως από λαθρανασκαφές. «Αφαιρώντας ένα αντικείμενο από κάπου, στερείς τη δυνατότητα των ανθρώπων της περιοχής να συνδεθούν μαζί του και με το παρελθόν τους», τόνισε ο Ανδρέας Πανταζάτος, επίκουρος καθηγητής Πολιτιστικής Κληρονομιάς στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, υπογραμμίζοντας και τις σχέσεις εξουσίας που προκύπτουν όταν ο κάτοχος ενός αντικειμένου επιβάλλει τη δική του αφήγηση όσον αφορά την ταυτότητα των ανθρώπων της περιοχής προέλευσής του.

Και ενώ ορισμένοι υποστηρίζουν ότι επαναπατρισμοί «θα αδειάσουν τα μουσεία», η Κατερίνα Τιτή, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ερευνας της Νομικής στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS), αντέτεινε πως τέτοιος κίνδυνος δεν αφορά το Μουσείο της Ακρόπολης ή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης, αλλά όσα αποκαλούνται «παγκόσμια μουσεία», στο πλαίσιο μιας ρητορικής που εντοπίζεται και στην ιδέα να «μοιραζόμαστε» την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά, κάτι που στην περίπτωση της επιστροφής της συλλογής Στερν μεταφράζεται, όπως εξήγησε, σε ανταλλαγή αρχαιοτήτων, ό,τι δηλαδή προτείνεται για τα Γλυπτά του Παρθενώνα.

Aραγε υπάρχει άμεσος τρόπος αντιμετώπισης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων; «Να αλλάξουμε με νόμο το βάρος της απόδειξης της νόμιμης προέλευσης κάθε αρχαιότητας, ώστε να το φέρει ο πωλητής της», πρότεινε από την πλευρά του ο ακαδημαϊκός ερευνητής, ειδικός σε θέματα διεθνούς αρχαιοκαπηλίας, Χρήστος Τσιρογιάννης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT