Σε όλους εσάς που ξέρετε ν’ ακούτε

Η Αναγνωστάκη το 2003, την περίοδο της δανεικής ευμάρειας και της αναμονής των Ολυμπιακών Αγώνων, γράφει στο έργο πως «όλη η Ευρώπη θα έρθει τα πάνω κάτω. Λένε ότι η ψαλίδα ανοίγει, ο φτωχός θα γίνει φτωχότερος»

2' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Λούλα Αναγνωστάκη έγραψε το «Σε εσάς που με ακούτε» το 2003. Βερολίνο. Η πόλη φλέγεται – διαδηλώσεις, αναταραχές και βία. Ο σκηνικός χώρος ένα μικροαστικό διαμέρισμα. Τα βασικά πρόσωπα του έργου –η Μαρία, ο Αγης, η Σοφία, ο Ιβάν– Ελληνες μετανάστες στη Γερμανία και η μητέρα της Σοφίας με τον ανάπηρο γιο της και τον φίλο του. Ολοι προσπαθούν να επιβιώσουν κάνοντας ψευτοδουλειές, τρώγοντας τη σύνταξη του υπερήλικα Γερμανού συζύγου της Μαρίας, φτάνοντας ακόμη και στις μικροαπάτες. Μετεωρίζονται ανάμεσα στο όνειρο που πίστεψαν και στην πραγματικότητα που έχουν. Ζουν σε έναν κόσμο που και ο ίδιος μετεωρίζεται. Ο Αγης θα μιλήσει την επομένη ημέρα σε ένα φόρουμ και προτείνει στους υπόλοιπους να μιλήσουν, σαν πρόβα για το φόρουμ, για τα προβλήματά τους, τις διαψεύσεις, τις ελπίδες τους.

Ευτύχησα να παρακολουθήσω το έργο στο πρώτο του ανέβασμα, το 2003, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή με μια ομάδα σπουδαίων συντελεστών. Το έργο μιλάει για τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, την οικονομική μετανάστευση, την άνοδο των φασιστικών πολιτικών ομάδων, την ανεργία. Η παράσταση του Βογιατζή στο θέατρο της οδού Κυκλάδων ανέδειξε την ασφυκτική πραγματικότητα τόσο μέσα στο κουκούλι της «αγίας» –και εξαιρετικώς προβληματικής– ελληνικής οικογένειας, όσο και μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο που εξυψώνει τους λαμπερά επιτυχημένους και εξωθεί στο περιθώριο τους… loosers. «Και τι να κάνουμε τους αποτυχημένους, να τους πετάξουμε στον Καιάδα;» λέει απεγνωσμένα η 60χρονη μητέρα της Σοφίας, που στην Ελλάδα είχε μείνει άνεργη, χωρίς εισοδήματα και άστεγη. Η Σοφία τής έστελνε χρήματα από το Βερολίνο κάνοντας το βαποράκι ναρκωτικών.

Η Αναγνωστάκη το 2003, την περίοδο της δανεικής ευμάρειας και της αναμονής των Ολυμπιακών Αγώνων, γράφει στο έργο πως «όλη η Ευρώπη θα έρθει τα πάνω κάτω. Λένε ότι η ψαλίδα ανοίγει, ο φτωχός θα γίνει φτωχότερος». Το κείμενο δεν έγινε τότε πολύ κατανοητό, δεν είχε την ενθουσιώδη υποδοχή που –και δικαίως– επιφύλασσαν το κοινό και η κριτική στις παραστάσεις του Βογιατζή. Η Ελλάδα βίωνε τον ολυμπιακό οίστρο της.

Ξαναείδα το έργο προ ημερών, μια εικοσαετία κλεισμένη μετά, στην παράσταση του ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Χρήστου Θεοδωρίδη. Πάλι σε μια εποχή απολιτίκ, επίσης σε μια εποχή που οι ιδεολογίες έχουν ξεθωριάσει, όχι γιατί «γέρασαν» αλλά διότι θόλωσαν στην πράξη. Μετά τη χρεοκοπία και μια περίοδο σκληρών οικονομικών μέτρων, που άλλαξαν τις κοινωνικές ισορροπίες και σημάδεψαν τραυματικά την πολιτική ζωή της χώρας, η Ελλάδα αφού πλήρωσε (και πληρώνει) τον δανεικό οίστρο της, βρίσκεται σε τροχιά σταθερότητας και ελπίδας.

Η παράσταση του ΚΘΒΕ στην κορύφωσή της παίρνει τη μορφή του μανιφέστου, με τους ηθοποιούς να ξεγυμνώνονται και να μιλούν για τις ιδέες τους. Η έννοια της επανάστασης μπορεί να έχει ξεπεραστεί, όμως οι ισχυρές στον πυρήνα τους ιδεολογίες μετεξελίσσονται και υπηρετούν τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες κάθε εποχής. Τα αιτήματα έχουν αλλάξει, τα μέσα έκφρασής τους επίσης. Αλλά οφείλουμε να μιλάμε με δύναμη για τα πιστεύω μας, για τις ιδέες μας, για τις επιθυμίες μας. Είναι λυτρωτικό, ακόμη κι αν στην αρχή δεν βρίσκουμε κάποιον που να μας ακούσει. Η πρόκληση είναι να «τον» πείσουμε να μας ακούσει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT