Ο θάνατος, η νύχτα και το αίμα

Ο Γιούκιο Μισίμα γράφει για τον κυνικό, ενοχικό και ομοφυλόφιλο εαυτό του σε μια αυτοκρατορία που καταρρέει

7' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΓΙΟΥΚΙΟ ΜΙΣΙΜΑ
«Εξομολογήσεις μιας μάσκας»
μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς
εκδ. Αγρα, 2023, σελ. 256

«Δεν μπορούσα να αρνηθώ τη ροπή της ψυχής μου προς τον Θάνατο, τη Νύχτα και το Αίμα». Και δεν μπορούσε να αρνηθεί αυτή τη ροπή σε καμία σελίδα της βιογραφίας του, η οποία ήταν εξίσου ενοχική και πεισιθάνατη με τη ζωή και το έργο του. Ο λόγος για τον Γιούκιο Μισίμα, τον Ιάπωνα γραφιά, που οχυρωνόταν πίσω από τον ακηδή –και τόσο ειλικρινή– κυνισμό για να δικαιολογήσει ότι «ακόμα και ο θάνατος με είχε απορρίψει».

Ο θάνατος, η νύχτα και το αίμα-1

Ο Γιούκιο Μισίμα, στις αυτοβιογραφικές «Εξομολογήσεις μιας μάσκας» (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Αγρα), διατρέχει όλη του τη ζωή από την παιδική του ηλικία έως και τη μετεφηβεία του, δηλαδή από τον ιαπωνικό μεσοπόλεμο (γεννιέται στις 14 Ιανουαρίου 1925) έως τη μεταπολεμική κατάρρευση της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, το πυρηνικό ολοκαύτωμα και την αναζήτηση εθνικής ταυτότητας μέσα σε ερείπια και ταπεινώσεις.

Με αυτό το ιστορικό συγκείμενο και τον νέο, φοβισμένο και αποπροσανατολισμένο Ιάπωνα πολίτη να παίρνει τη θέση της αριστοκρατίας, που τότε πλέον αποτελεί μνημείο μιας πάλαι ποτέ διαλαμψάσης εποχής, ο Γιούκιο Μισίμα βολεύεται στον θάνατο, στη νύχτα και στο αίμα.

Βολεύεται. Το ομολογεί πλείστες όσες φορές, καθώς μόνον έτσι αμύνεται στον διχασμένο εαυτό του: εκείνον που ζητεί την «κανονικότητα» και εκείνον που ποθεί σώματα αγορίσια, ανδρικά, σώματα προσωπικής τραγωδίας. Η ακηδία είναι ευγενής, για τον ίδιο, καταφυγή από την πραγματική πραγματικότητα, αφού το περιβάλλον –συντηρητικό στην αρχή, πολεμικό στη συνέχεια και ηττημένο στο τέλος– δεν του επιτρέπει τη θέληση για ζωή.

«Είχα μία έμφυτη αντιπάθεια να παραδέχομαι την ήττα μου». Χαίρεται όταν στρατολογείται, διότι «από την άλλη πλευρά υπήρχε ελπίδα να βρω έναν εύκολο θάνατο». «Περίμενα κάτι να μου κάνει τη χάρη να με σκοτώσει». Υβρις; Γενναιότητα; Απάθεια; Για ποιον λόγο ο Γιούκιο Μισίμα αφήνεται να γίνει βορά στους ρομαντικούς, στους πιστούς της αυταξίας της ζωής; Γιατί παρουσιάζει έναν εαυτό τόσο εκπεπτωκότα χωρίς περιστροφές;

«Περίμενα κάτι να μου κάνει τη χάρη να με σκοτώσει», γράφει όταν αναφέρεται στη στρατολόγησή του. «Υπήρχε ελπίδα να βρω έναν εύκολο θάνατο».

Ο Γιούκιο Μισίμα βγαίνει μέσα από την κληρονομιά των Γάλλων παρακμιακών των τελών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Διατηρεί την υπερφυσικότητα της ιαπωνικής παράδοσης, αλλά δεν αποφεύγει την αισθητιστική και αισθητηριακή παρατήρηση της ζωής γύρω του και μέσα του. Ηδη από τα τέσσερά του, όπως εξομολογείται ο ίδιος, ένιωσε κάτι μέσα του να μετακινείται όταν είδε έναν νεαρό να κουβαλά ανθρώπινα περιττώματα ασθενών για να τα απορρίψει. Την ίδια μετακίνηση ένιωθε όταν έβλεπε τους οδηγούς των τραμ και τους ελεγκτές του υπόγειου σιδηροδρόμου του Τόκιο – «και τα δύο αυτά επαγγέλματα μου έδιναν την εντύπωση ότι ζούσαν “τραγικές ζωές”». Τα δοχεία νυκτός και τα σιρίτια ήταν αρκετά για τη φαντασία του παιδιού που τότε ακόμη λεγόταν Κιμιτάκε Χιραόκα· ήταν αρκετά για μια ζωή γεμάτη ενοχές.

Ο θάνατος, η νύχτα και το αίμα-2
Ο Μισίμα σαν Αγιος Σεβαστιανός, με βέλη να σκίζουν το κορμί του.

Ο Ομι

Ενοχές που, ασφαλώς, έπαιρναν ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις όταν ερωτεύτηκε, με τον δικό του τρόπο όπως πάντα, τον Ομι, ένα κλασικό πρότυπο ευειδούς και καλλίπυγου νταή, που έμεινε δύο ή τρεις φορές στην ίδια τάξη. Ηταν η δική του πρώτη φορά, αλλά διόλου η τελευταία. «Αν μου συγχωρεθεί που μιλάω τόσο ωμό τρόπο, ήταν ξεκάθαρα ένας έρωτας στενά συνδεδεμένος με επιθυμίες της σάρκας. […] Τα μάτια με τα οποία έβλεπα τον Ομι ήταν πάντα αυτά της “πρώτης ματιάς” ή, αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο, της “αρχέγονης ματιάς”».

Οταν ένιωσε ζήλια, όταν ένιωσε ότι χάνει το παιχνίδι με την προσοχή του Ομι, όταν συνειδητοποίησε ότι «ποτέ σ’ αυτό τον κόσμο δεν θα μπορέσεις να μοιάσεις στον Ομι», παρότι υιοθετούσε όλα τα «σαν Ομι», αρνήθηκε να παραδεχτεί την ήττα και τη ματαίωση και διέκοψε –σαν αποφασιστικός διακόπτης– τον αρχέγονο έρωτα για ένα αγόρι που έχει ήδη τρίχες στη μασχάλη, ήταν δυνατός, ζόρικος και του προκαλούσε στύση (που από την ενοχή τη γράφει στα λατινικά – erectio). «Μια ζήλια αρκετά φλογερή ώστε να με κάνει να απαρνηθώ οικειοθελώς τον έρωτά μου για τον Ομι».

Ο θάνατος, η νύχτα και το αίμα-3
Ο Γιούκιο Μισίμα φωτογραφημένος στο Παρίσι [A.P. Photo/Jean-Jacques Levy]

Εναν έρωτα που, εντούτοις, δεν απαρνήθηκε ποτέ στη Σονόκο – κι ας γέμιζε πάλι ενοχές διότι ήταν για εκείνον η διέξοδος προς την «κανονικότητα». Χάριζε το μυαλό του σε μια γυναίκα και το κορμί του σπαρταρούσε στη θέα των ανδρικών σωμάτων. Θα θέλαμε να τον πούμε καβαφικό αυτό τον διχασμό μεταξύ των εν οίκω και των εν δήμω, αλλά ο Γιούκιο Μισίμα εξομολογείται όσα ποτέ δεν μπόρεσε να πει δημοσίως, με την παθιασμένη μελαγχολία ενός Αντρέ Ζιντ ή ενός Ζαν Ζενέ.

Η ενοχή τού διασφαλίζει ότι θα εξακολουθήσει να πιστεύει ότι το πνεύμα είναι για τον έξω κόσμο και η σάρκα για τον μέσα. «Ηταν δύσκολο για την ομοφυλοφιλία μου να πραγματωθεί στην περίπτωσή μου, απλώς και μόνο επειδή σε μένα η παρόρμηση δεν προχωρούσε πέρα από τη σεξουαλικότητα, δεν προχωρούσε πέρα από το να είναι μια σκοτεινή παρόρμηση που φωνάζει μάταια, που παλεύει αβοήθητη στο σκοτάδι. […] Μέσα μου υπήρχε ένα σχίσμα, σαφέστατο και απλό, μεταξύ πνεύματος και σάρκας. Για μένα η Σινόκο εμφανιζόταν ως ενσάρκωση της αγάπης μου για την ίδια την κανονικότητα, της αγάπης μου για τα πράγματα του πνεύματος, της αγάπης μου για τα αιώνια πράγματα».

Εγραψε με το ξίφος του τον επίλογο της ζωής του

Την έλλειψη αυτών των αιώνιων πραγμάτων –αφού σωματικά ήταν δοσμένος στη σεξουαλική παρόρμηση που κρατούσε όσο μια στιγμή– βίωνε ακόμα περισσότερο όταν αρρώσταινε, κάθε φορά που κάποια ασθένεια του αφαιρούσε κάτι από την αντοχή και τη θέληση για ζωή. Εξάλλου, ο Γιούκιο Μισίμα αποδίδει όλα τα ντεφό του ενήλικου εαυτού του στην παιδική του ηλικία, καθώς διάβαζε σε πολλές γλώσσες τι συνέβαινε στην Ευρώπη, στο λίκνο τότε κάθε μεγάλης ιδέας και κάθε λαμπρής καταστροφής. Μάλιστα, σε αυτά τα βιβλία σοκάρεται –και κάτι μετακινείται πάλι μέσα του– με τον «διπλό» θάνατο του μαρτυρικού αγίου Σεβαστιανού, αλλά και με τη συνειδητοποίηση ότι η Ιωάννα της Λωρραίνης ήταν… γυναίκα και όχι άνδρας, σημείο όπου ταράζονται μέσα του τα φύλα και η έκφρασή τους.

«Εξαιτίας της ασθενικής φύσης μου και της αμέριστης φροντίδας που είχε δεχθεί από τότε που ήμουν μωρό με αποτέλεσμα να γίνω κακομαθημένος, ήμουν πολύ δειλός ακόμα και για να κοιτάξω τους άλλους κατάματα». Το πρώτο κομμάτι της ζωής του αφαιρέθηκε όταν έπεσε από μια σκάλα, όταν ήταν περίπου ενός έτους· από το χτύπημα είχε «πεθάνει» για λίγο. Αργότερα διαγνώστηκε με αναιμία – τότε εμφανίστηκε η εμμονή με το αίμα, τα όνειρα που έβλεπε ή τα οράματα που ατένιζε γεμάτα με «θέατρα φόνων», με ανθρώπινο αίμα να ρέει άφθονο, με διαμελισμένα κορμιά, με κτηνωδία.

Ο θάνατος, η νύχτα και το αίμα-4
[A.P. Photo/Jean-Jacques Levy]

Αγωνία

Η προσμονή του να δει τα νεαρά σώματα των αγοριών μιας τοπικής γιορτής συνδέθηκε με την αιώνια σύνδεση με το αίσθημα της αγωνίας – και της καταφυγής στον κυνισμό. «Μπροστά σε πράγματα που περιμένω με ανυπομονησία, παραφορτωμένα με οράματα προσμονής, στο τέλος το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να το βάλω στα πόδια».

Ο Γιούκιο Μισίμα βάζει και βγάζει σε όλες τις σελίδες τη μάσκα του, αυτή που εξομολογείται σε αυτό το απελπισμένο αφήγημά του. Μέσα σε μια τέτοια ματαιότητα ζούσαν και άλλοι ήρωές του· το άχθος, φαίνεται, ήταν βαρύ για να το σηκώνει μόνος. Οπως το μίσος και η ζήλια που κουβαλούσε η Ετσούκο στο «Δίψα για ζωή» (μτφρ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη)· θανάσιμα αμαρτήματα μιας ζωής που ήθελε απλώς να ποθεί ελεύθερα. Σε μιαν ενοχική αντιστροφή, το ζευγάρι στον «Ηχο των κυμάτων» (μτφρ. Γιούρι Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτη) δεν αντέχει τη ζήλια του γύρω κόσμου, τον φθόνο και την προσπάθεια να καταπνίξει τον έρωτα δύο ανθρώπων.

Ο Μισίμα συμμετείχε μαζί με τον φερόμενο ως εραστή του Μασακάτσου Μορίτα σε αποτυχημένο πραξικόπημα. Αναγκάστηκαν να κάνουν χαρακίρι.

Ο Ιάπωνας συγγραφέας, που είχε ακουστεί πολλάκις για το Νομπέλ, σε άλλη μία βαθιά ριζωμένη παρόρμηση, έκανε δημόσιο χαρακίρι με τον φερόμενο ως εραστή του – όχι, όμως, επειδή η συντηρητική Ιαπωνία δεν σήκωσε τη σχέση δύο ανδρών· αλλά διότι ο Γιούκιο Μισίμα και ο Μασακάτσου Μορίτα ανήκαν σε μια παράνομη οργάνωση εντός του στρατεύματος που ήθελε την επιστροφή της χώρας στην παράδοση και την αποτροπή του εξαμερικανισμού της ιαπωνικής ζωής. Η απόπειρα πραξικοπήματος είχε αποτύχει. Εκείνος έπρεπε να ακολουθήσει το τελετουργικό, και μάλιστα εντός του επιτελείου του ιαπωνικού στρατού. Ηταν 25 Νοεμβρίου 1970. «Η αυτοκτονία του –το ύστατο “έργο τέχνης του”– θεωρείται η απόλυτη υλοποίηση των φαντασιώσεων του πόνου και του θανάτου που έτρεφε», όπως γράφει το εκδοτικό σημείωμα.

«[Ο αναγνώστης] συναινεί επομένως μόνο στο να γουρλώσει τα μάτια και να κοιτάξει κατάματα στο βάραθρο της σεξουαλικότητας που περιγράφεται εδώ. Θα είμαι ικανοποιημένος αν αυτή η εξομολόγηση ενός σχοινοβάτη πάνω από την άβυσσο μπορεί να βοηθήσει τον αναγνώστη να πιάσει το δίχτυ, με τρόπο αν μη τι άλλο οικείο και προσωπικό, αυτό που εντέλει είναι η “ζωή”». Ο Γιούκιο Μισίμα, σε κάθε λέξη του, αναζητούσε ανθρώπους να τον κατανοούν. Κι ας μην μπορούσαν ούτε στιγμή να τον δικαιολογήσουν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT