Η μανία ενός υπνοβάτη για τη ζωή

Εκατό χρόνια από τον θάνατό του, κι όμως, τα κείμενά του δημιουργούν την αίσθηση ότι ο Κάφκα είναι πιο ζωντανός από ποτέ

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την πρώτη φορά που διάβασα Κάφκα, ήμουν δεκαπέντε χρόνων. Είχα ανακαλύψει ένα αντίτυπο της «Μεταμόρφωσης» στη βιβλιοθήκη του θείου μου. Είχε αφήσει ένα μεγάλο όγκο βιβλίων στο πατρικό του, στην Κυψέλη. Οταν έδειξα στον πατέρα μου την έκδοση του «Γαλαξία» με το κόκκινο εξώφυλλο, μου είπε: «Δεν θα καταλάβεις τίποτα». Και είναι αλήθεια. Δεν κατάλαβα τίποτα. Ακόμα να καταλάβω.

Θυμάμαι να διαβάζω την ιστορία του Σάμσα, κάτω από το θρανίο, για να μη με δουν οι καθηγητές. Δεν είχα καμιά πρεμούρα να την τελειώσω στην τάξη. Απλά το έκανα με την αφελή περηφάνια ενός εφήβου που είχε πιάσει στα χέρια του κάτι πολύτιμο, εν αγνοία των συμμαθητών μου. Πάντως, η ανάγνωση κυλούσε χωρίς εμπόδια. «Τόσο εύκολη και ωραία είναι η λογοτεχνία;», σκεφτόμουν. Στο λύκειο, μισούσα το φιλολογικά μαθήματα. Μου άρεσαν μόνο τα μαθηματικά.

Ο Κάφκα δείχνει τόσο απλός. Δεν έχει καθόλου έντονο ύφος. Δεν έχει καν ύφος. Είναι η γραφή ενός δημοσίου υπαλλήλου που σημειώνει πράγματα σ’ ένα τετράδιο και το κρύβει γρήγορα στο συρτάρι, μόλις έρχεται ο διευθυντής του. Αν και είναι γνωστό πως ο Κάφκα έγραφε τη νύχτα. Ηταν ένας τρόπος ν’ αντιμετωπίζει τις αϋπνίες του. Είχε έντονους πονοκεφάλους. Δεν άντεχε τον θόρυβο. Ο,τι άφησε, προήλθε από τη νυχτερινή σιωπή της Πράγας, την ώρα που οι κάτοικοί της κοιμούνταν στα κρεβάτια τους. Ο Κάφκα ήταν ο υπνοβάτης της πόλης.

Αξιοθέατο…

Το καλοκαίρι του ’16 πήγα στην Πράγα, αλλά δεν μπορούσα να βρω καθόλου το πνεύμα του στους δρόμους. Ηταν πλέον ένας τουριστικός προορισμός και ο Κάφκα ένα αξιοθέατο. Δεν θυμάμαι πολλά από το μουσείο του. Οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους, ρεπλίκες από τα γραπτά του σε φωτισμένες προθήκες, ένα πωλητήριο με αντικείμενα που είχαν τη φάτσα του. Τίποτα σπουδαίο. Βγαίνοντας, είχα βρει ένα μικρό πάρκο όπου κυκλοφορούσαν ελεύθερα παγώνια και είχα καθίσει να γράψω στο σημειωματάριό μου. Κάπου θα βρίσκεται καταχωνιασμένο.

Ο Κάφκα πέθανε ένα μήνα πριν κλείσει τα σαράντα ένα. Εχουν περάσει εκατό χρόνια από τότε. Κάτι που μοιάζει παράδοξο, αφού έχουμε την αίσθηση πως είναι πιο ζωντανός από ποτέ. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός πως προέβλεψε με ανατριχιαστική ακρίβεια τη σκληρότητα της γραφειοκρατίας, τη σαγήνη του φασισμού και το σύγχρονο σύστημα ελέγχου, αναλογικό και ψηφιακό, αλλά κυρίως επειδή τα γραπτά αυτά ξεπήδησαν από έναν ζωηρό άνθρωπο που είχε λαχτάρα για οτιδήποτε. Ενας νεαρός Τσέχος με μανία για ζωή, κόντρα στις κλειστές πόρτες: «Ανοιξε πύλη άνθρωπε βγες έξω».

Ο συγγραφέας που έφυγε από τη ζωή πριν κλείσει τα 40 του χρόνια περνούσε καλά, γελούσε δυνατά, ερωτευόταν, είχε φίλους και άραζε στα σανατόρια. Δεν ήθελε να πεθάνει.

Ο,τι ξέρουμε για τον Κάφκα, είναι παραπλανητικό. Μια σκευωρία εναντίον του, σχεδιασμένη από όλες τις εκδοχές της εξουσίας που ο ίδιος απεχθανόταν. Ο,τι έγραψε –ημιτελή μυθιστορήματα, διηγήματα, αφορισμούς, ημερολόγια και γράμματα– δεν βγήκε, όπως λέγεται, μέσα από ένα σκοτεινό κεφάλι με μελαγχολικά μάτια και πεταχτά αυτιά. Ο Κάφκα περνούσε καλά, γελούσε δυνατά, ερωτευόταν, είχε φίλους, έκανε βόλτες και άραζε στα σανατόρια. Δεν ήθελε να πεθάνει. Κανείς δεν θέλει.

Οι Ντελέζ και Γκουαταρί είχαν γράψει στο δοκίμιό τους για τον Κάφκα πως ένας συγγραφέας δεν είναι άνθρωπος. Είναι άνθρωπος -μηχανή, άνθρωπος-ζώο, άνθρωπος-πολιτικός, απάνθρωπος. Είναι σκύλος, ποντίκι, πίθηκος: «Η μηχανή του Κάφκα συγκροτείται από περιεχόμενα και άμορφα υλικά που μπαίνουν, βγαίνουν και περνούν απ’ όλες τις καταστάσεις». Ομως, για μένα, ο Κάφκα είναι περισσότερο επιφάνεια, παρά μηχανή. Μια παγωμένη λίμνη που γλιστράς πάνω της, μέχρι που έρχεται εκείνη η ανακατεμένη στιγμή από φόβο, πάθος, ευτυχία, και ο πάγος ραγίζει κι εσύ βρίσκεσαι στο πιο βαθύ σημείο της Γης: «Αυτό συμβαίνει γιατί οι λέξεις βγαίνουν από μέσα μου σαν μια κανονική γέννα, γεμάτη βρωμιά και βλέννες, και μόνο το δικό μου χέρι μπορεί να φτάσει ώς εκεί».

Βρίσκω, έπειτα από ώρα, τη «Μεταμόρφωση» στη βιβλιοθήκη μου. Στο οπισθόφυλλο, η χαρακτηριστική φωτογραφία του Κάφκα σε μαύρο πλαίσιο, λες και βρίσκεται παγιδευμένος σε μια οθόνη κινητού. Στην πρώτη σελίδα, γραμμένα με στιλό, τ’ όνομα του θείου μου και η ημερομηνία αγοράς. Δεκέμβρης του ’68. Αν υπολογίζω σωστά, ήταν τότε δεκαπέντε χρόνων. Να ξέρει όμως, αν διαβάσει το άρθρο, πως δεν πρόκειται να του επιστρέψω το αντίτυπο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT