Βασίλης Καρράς: Ο «μουντζούρης» που έγινε φαινόμενο

Βασίλης Καρράς: Ο «μουντζούρης» που έγινε φαινόμενο

Ο βιογράφος του μιλάει στην «Κ» για την πολυκύμαντη διαδρομή της ζωής του λαϊκού τραγουδιστή

7' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν έφθασε ένα μεσημέρι της δεκαετίας του ’70 σε κέντρο στις Σέρρες για να τραγουδήσει, πρόσεξε ότι το όνομά του, Βασίλης Κεσογλίδης, έλειπε από την ταμπέλα. Αντίθετα υπήρχε ένα άλλο: «Βασίλης Καρράς». «Το όνομά σου είναι μεγάλο και δεν χωράει στην ταμπέλα», του εξήγησε γελώντας η ιδιοκτήτρια. «E, έτσι μαύρος καθώς είσαι… είπαμε να το κάνουμε Βασίλης Καρράς».

Βασίλης Καρράς: Ο «μουντζούρης» που έγινε φαινόμενο-1Εκανε μήνες να το συνηθίσει. Ετσι κι αλλιώς, «Βασιλάκη» τον αποκαλούσαν όλοι. «Ηταν πολύ ευθύς άνθρωπος και συγχρόνως πολύ ευαίσθητος», λέει στην «Κ» ο βιογράφος του, Θάνος Κανούσης (φωτ). «Δεν ξέχασε ποτέ τα φτωχικά του χρόνια. Δέκα χρόνων και ξυπνούσε στις 3 το πρωί για να πουλήσει κουλούρια και μετά λαχεία. Επίσης δεν ξέχασε ποτέ το σπίτι της οικογένειας όταν ήρθαν από το χωριό στη Θεσσαλονίκη, μια παράγκα μέσα σε ένα ρέμα που, όταν έβρεχε, το νερό παρέσυρε ό,τι υπήρχε μέσα. Πάντα μιλούσε για την ποντιακή καταγωγή του, πιάνοντας το νήμα από την Κερασούντα, όπου έζησαν οι πρόγονοί του».

Μέσα από τις αφηγήσεις του Βασίλη Καρρά ολοκληρώθηκε η βιογραφία του «Καλησπέρα και καλή βραδιά» (εκδ. Ταξιδευτής). «Η ζωή του μοιάζει με σενάριο ταινίας», συνεχίζει ο Θ. Κανούσης, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε 20 χρόνια ως ηθοποιός και κειμενογράφος πριν ασχοληθεί με την παραγωγή συναυλιών (με πολλούς εκφραστές του έντεχνου τραγουδιού) και τη συγγραφή. Με τον ερμηνευτή γνωρίστηκαν το 2004 στη συναυλία των Πυξ Λαξ στον Λυκαβηττό, στην οποία ήταν γκεστ. «Εκτοτε συνεργαστήκαμε σε συναυλίες και φεστιβάλ, και δέσαμε με φιλία προσωπική και οικογενειακή».

Πιτσιρικάς στο Κοκκινοχώρι, ο «Βασιλάκης» εντυπωσιάστηκε όταν είδε για πρώτη φορά πώς στήνεται μια ορχήστρα. Επηρεάστηκε και από τον Χρύσανθο, το «αηδόνι του Πόντου», που ήταν φίλος της οικογένειας. Ονειρευόταν μικρόφωνο και ορχήστρα, αλλά, προσγειωμένος από μικρός, τελείωσε τη σχολή του Δημοκρίτου και έγινε μηχανικός αυτοκινήτων. Ομως, ένα βράδυ στην ταβέρνα «Ο Πρόσφυγας» άλλαξε η ζωή του.

Βασίλης Καρράς: Ο «μουντζούρης» που έγινε φαινόμενο-2
Ο Βασίλης Καρράς αγαπήθηκε από τους Ελληνες σε όλο τον κόσμο. Εδώ, σε εμφάνιση στην Αυστραλία, όπου οι θαμώνες του νυχτερινού κέντρου πετούσαν δολάρια στην πίστα. Ηταν από τους τραγουδιστές που δούλευαν επτά ημέρες την εβδομάδα, συχνά σε δύο μαγαζιά το ίδιο βράδυ.

«Εγώ το τραγούδι δεν το ξέρω… μουντζούρης είμαι», απάντησε όταν ο μαέστρος της ορχήστρας ξεχώρισε την μπάσα, δυνατή φωνή που τραγουδούσε στην παρέα των εφήβων. Δέχθηκε να τραγουδάει κάποια βράδια, όμως αγωνιούσε πώς θα απομακρύνει τη μουντζούρα του συνεργείου από τα χέρια του την πρώτη βραδιά. Βοήθησε η μάνα του με πίτουρα, Tide και τη βούρτσα των χαλιών.

Οταν έγινε γνωστός και ευκατάστατος, της ζήτησε να σταματήσει να δουλεύει καθαρίστρια σε εργοστάσιο, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Του ζήτησε απλώς να την πηγαίνει το πρωί στη δουλειά, όχι από το σπίτι, αλλά από τη στάση. Ηθελε να βλέπει όλη η γειτονιά ότι την πάει ο γιος της. Είχε πάρει και την πεντακοσάρα Mercedes.

«Εκαιγε το λαρύγγι»

Ο Βασίλης Καρράς ήταν από τους τραγουδιστές που δούλευαν επτά ημέρες την εβδομάδα, συχνά σε δύο μαγαζιά το ίδιο βράδυ. «Εκαιγε το λαρύγγι» όταν τραγουδούσε, έλεγαν οι παλιοί. Το λυγμικό γρέζι της φωνής του παρηγόρησε το κοινό κακόφημων μαγαζιών της επαρχίας, αλλά και εκείνο που τον ακολουθούσε αργότερα στις λουστραρισμένες πίστες. Ακόμη και όταν η μπάσα φωνή του ράγισε από το τσιγάρο, το ουίσκι και το ξενύχτι, εκείνος τα έδινε όλα. Το όνομά του έγινε τατουάζ σε γυναικεία και ανδρικά κορμιά.

Ο τίτλος «άρχοντας της καψούρας»; «Τον είχε σαν παράσημο», σημειώνει ο συγγραφέας. Ο Καρράς έφθανε δέκα ημέρες νωρίτερα στην πόλη όπου επρόκειτο να εμφανιστεί, τα βράδια πήγαινε σε όλα τα μπαρ, γνώριζε κόσμο και, όταν ξεκινούσε, γέμιζε το μαγαζί. Δέκα χρόνια όργωσε κάθε κέντρο της επαρχίας με στήριγμα τη σύζυγό του Χριστίνα, και ήταν εκείνη που επέμεινε να στεριώσουν στη Θεσσαλονίκη. Είχε βγάλει πολλά χρήματα και από τη «χαρτούρα» στη Γερμανία, αλλά εκεί «κολλήσαμε πολλά μικρόβια», έλεγε. Εως το 1989 κράτησε η αρρώστια του τζόγου. Εχασε ένα σπίτι.

Τον στήριξαν αυτοί με τους οποίους έπαιζε μπαρμπούτι. «Ερχονταν στα μαγαζιά και έκαναν μεγάλες “ζημιές”, οπότε τα χρήματα με κάποιον τρόπο γύριζαν πάλι σ’ εμένα». Ζημιές ήταν οι ντάνες των πιάτων. Αργότερα το ζευγάρι απέκτησε την Ειρήνη – η κόρη του ήταν η αδυναμία του.

Βασίλης Καρράς: Ο «μουντζούρης» που έγινε φαινόμενο-3
Με τον φίλο του, Τόλη Βοσκόπουλο.

«Αλλαξε τις αμοιβές των τραγουδιστών στη Θεσσαλονίκη», υπογραμμίζει ο συγγραφέας. «Το μεροκάματο, Μπίλι, είναι 1.700 δρχ. τη βραδιά», του έλεγε ο φίλος του Πασχάλης Τερζής, αλλά ο Καρράς που έβγαζε τα δεκαπλάσια από τη χαρτούρα είχε στόχο. «Ασε να δούμε πώς θα πάει το μαγαζί. Πλήρωνε μόνο τους μουσικούς και άσε με εμένα», είπε στον επιχειρηματία όταν πήγε στο «Μινουί». Πέτυχε να παίρνει το 25% του τζίρου από τα πιάτα. Το 1990 ο παραγωγός Αχιλλέας Θεοφίλου της Minos τον έπεισε να έρθει στην Αθήνα. Στο «Νέο Στορκ» οι λουλουδούδες, σε δυάδες, στέκονταν έξω από το μαγαζί, στην Πατησίων, μέσα δεν χωρούσαν.

Ο τραγουδιστής αφηγήθηκε πολλά για την ξέχειλη περίοδο 1980-2000. Ιδιαίτερα στην επαρχία τα λαϊκά μαγαζιά ήταν επικίνδυνα. Ανθρωποι με φορτωμένο ποινικό μητρώο κινούσαν τα νήματα της νύχτας και την «προστασία» των μαγαζιών. Οταν έφευγε από ένα κέντρο για να πάει σε άλλο, υπήρχαν… συνέπειες.

Δεν ξέχασε ποτέ τα φτωχικά του χρόνια. Δέκα χρόνων και ξυπνούσε στις 3 το πρωί για να πουλήσει κουλούρια και μετά λαχεία.

Το 1985 θα τραγουδούσε σε ένα καινούργιο μαγαζί φίλων του στην Ξάνθη που τον φώναξαν για τα εγκαίνια. Οπως συνήθιζε, πήγε δέκα ημέρες νωρίτερα για να κάνει δημόσιες σχέσεις, σημειώνει ο συγγραφέας. «Πιο κάτω από το μαγαζί υπήρχε ένα σκυλάδικο που το είχε ένας απόστρατος. “Γιατί μπλέκεσαι στα πόδια μας, ρε Βασίλη;”», του είπε σε πατσατζίδικο της πόλης. Μία ημέρα πριν από την πρεμιέρα τον χτύπησαν πέντε άτομα λίγο έξω από το ξενοδοχείο. «Του τελευταίου, όμως, πρόλαβε και του δάγκωσε το ένα δάχτυλο και τον τράβηξε μέσα στο ξενοδοχείο». Οταν ήρθε η Αστυνομία αποκαλύφθηκε ότι τους είχε βάλει ο απόστρατος για να μη γίνει η πρεμιέρα.

Η περιπέτεια που έζησε στην Αλεξανδρούπολη ήταν χειρότερη. Στο μαγαζί δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο, αλλά όταν βγήκε στην πίστα υπήρχε μόνο μία παρέα και στη σκηνή ένας τενεκές. «Θα τραγουδήσεις μόνο για μας απόψε, Βασιλάκη», του φώναξε από το τραπέζι ο «μεγάλος» σε σπασμένα ελληνικά. Ο Καρράς ρώτησε για τον τενεκέ: «Μόλις τελειώσεις το πρόγραμμα, θα κάψουμε το μαγαζί… Μπενζίνα έχει». Μέχρι τις 5.30 το πρωί τους τραγούδησε. Η Αστυνομία δεν πήγε ποτέ, παρότι οι άλλοι πελάτες ειδοποίησαν όλη την πόλη. «Ο αρχηγός της μαφίας μόλις είχε βγει από τη φυλακή».

Βασίλης Καρράς: Ο «μουντζούρης» που έγινε φαινόμενο-4
Ισορροπώντας σε ένα «βουνό» από σπασμένα πιάτα.

Αλλη φορά στη Χαλκιδική επιχειρηματίας του ζήτησε να τραγουδήσει για λίγο σε μαγαζί φίλου του και να επιστρέψει στο δικό του στη Θεσσαλονίκη, όπου εμφανιζόταν. Ο Καρράς πήγε, αλλά όταν στις 12 ετοιμάστηκε να φύγει, ένα σπασμένο μπουκάλι τον πίεζε στον αυχένα και ένα όπλο στα πλευρά. Αν αυτή ήταν η χειρότερη στιγμή της καριέρας του, η απαγωγή του σε ένα χωριό του Αγρινίου το 1996, για να μην τραγουδήσει σε ένα πανηγύρι, ήταν ακόμη μία.

Στην πίστα είδε να χύνεται και αίμα. Το 1980 μια όμορφη Γαλλίδα, που είχε χωρίσει με τον Ελληνα σύντροφό της, του ζήτησε επίμονα να πει το «Γιατί να χωριστούμε;». «Οταν άρχισα να το τραγουδάω, ανεβαίνει στην πίστα κρατώντας στα χέρια της ένα ποτήρι σαμπάνια. Το σπάει και τραβάει μια χαρακιά από τον καρπό μέχρι το μπράτσο πάνω και γέμισε η πίστα αίματα».

Οι συνήθειες του κοινού

Στις αφηγήσεις του καταγράφονται και οι συνήθειες του κοινού – από τα μπαλόνια των δέκα δραχμών που οι πελάτες έσπαγαν με την καύτρα του τσιγάρου τους, περάσαμε στα πιάτα που έκοβαν σαν ξυράφια τα πόδια, έπειτα στα γύψινα πιάτα, και ακολούθησαν τα λουλούδια και οι χαρτοπετσέτες. Οσο για τις σαμπάνιες, ο Καρράς έλεγε ότι «βρωμούσαν πολύ, δεν άγγιζες ούτε το ποτήρι» και συνήθως ήταν γεμάτες με θαλασσινό νερό για να κάνουν αφρό.

Ηθελε να γνωρίζει ο κόσμος τα πάντα για εκείνον, την περιπέτεια του καρκίνου, αλλά και την κατάθλιψη που «θόλωσε» τα λογικά του στα τέλη της δεκαετίας του ’90. «Ημουν άρχοντας και αντί να νιώθω υπέροχα, ένιωθα χάλια». Τότε ξεκίνησε τη ζωγραφική.

Στην εντατική σε ένα χαρτί που ζήτησε από τη νοσοκόμα «έγραψε για συναδέλφους του που ήθελε να ευχαριστήσει με τον τρόπο του». Αποχαιρέτησε και τη σύζυγό του: «Στο ταξίδι αυτό, δεν θα σε πάρω μαζί μου, Χριστίνα. Πρέπει να μείνεις πίσω, να βοηθάς τους ανθρώπους, έχεις τρόπο δικό σου εσύ… γι’ αυτό σ’ αγαπώ».

«Αρνιόταν να μιλήσει για όσα προσέφερε», μας λέει ο Θ. Κανούσης. «Ρε φίλε, αν αρχίσω να μιλάω γι’ αυτά, δεν είναι φιλανθρωπία, αλλά διαφήμιση του εαυτού μου», το ξέκοψε. Ομως ο συνεργάτης του Στράτος Γκιάτας αναφέρει ένα περιστατικό όταν δούλευε στον «Διογένη» στην Αθήνα. Εξω από το ξενοδοχείο είχε ένα εκκλησάκι και εκεί κοιμόταν ένας άστεγος. Περνώντας ένα βράδυ του ζήτησε να σταματήσει. «Βγάζει τον φάκελο με όλα τα χρήματα που πήρε από τον “Διογένη” και μου λέει “τράβα και βάλ’ τα στο προσκεφάλι του, χωρίς να σε πάρει είδηση”».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT