Τέσσερις ώρες παράσταση, όπως και να το πει κανείς, δεν είναι λίγες. Οι θεατές ανακαθόμαστε στα άβολα για τέτοια διάρκεια καθίσματα, κουνάμε χέρια και πόδια για να ξεμουδιάσουμε, και οι πιο ανυπόμονοι τσεκάρουν στα κινητά τους τηλέφωνα την ώρα. Αυτές οι στιγμιαίες λάμψεις μέσα στο σκοτάδι είναι σαν φωτεινές τελείες που μπορεί να ενώσει κανείς, αν θέλει να κάνει τον χρόνο να περάσει, ενώ στη σκηνή το θέαμα είναι αδιάφορο.
Δεν είναι αυτή η περίπτωση της παράστασης του Κριστόφ Βαρλικόφσκι με τίτλο «Elizabeth Costello/ J. M. Coetzee: Επτά μαθήματα και πέντε παραβολές». Ο γνωστός ανά τον κόσμο και αγαπημένος του ελληνικού κοινού Πολωνός σκηνοθέτης εγκαινίασε προχθές την Πειραιώς 260, ενώ το Φεστιβάλ Αθηνών ως συμπαραγωγός παρουσίασε πρώτο το συγκεκριμένο έργο, αμέσως μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Πολωνία. Συνεπώς το εναλλακτικό κοινό της Πειραιώς –οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους αφού είναι ή έγιναν φίλοι με τα χρόνια– έσπευσε να τον καλωσορίσει και γέμισε τον χώρο Δ.
Η παράσταση έχει ώρα έναρξης στις 7 μ.μ., και παρά τη ζέστη, ο ανοιχτός χώρος όπου λειτουργεί η καντίνα και το υπαίθριο πωλητήριο του Φεστιβάλ γεμίζει από τις 6.30 μ.μ. Ενας σύντομος πρόλογος θεατρολογικού περιεχομένου που γίνεται στον κήπο, προσπαθεί να μας εισαγάγει στο θέαμα που θα ακολουθήσει, μια ιδέα που μπορεί να λειτουργήσει εάν οργανωθεί καλύτερα.
Από αυτή την εισαγωγή συγκρατώ τη φράση που αργότερα ακούστηκε στην παράσταση, μια ρήση του Μοντέν που λέει περίπου «Οταν παίζουμε με τη γάτα μας, πώς ξέρουμε ότι η γάτα μας δεν παίζει μαζί μας;». Μόλις σβήνουν τα φώτα και ο αναγνωρίσιμος σκηνικός κόσμος του Βαρλικόφσκι φωτίζεται, η πρώτη λέξη που προβάλλεται στην τεράστια οθόνη/ τοίχο είναι «Ρεαλισμός». Κι όμως, το έργο μιλάει ουσιαστικά για το τέλος του ρεαλισμού και τη δύναμη της μεταφοράς ως θεατρικού και λογοτεχνικού εργαλείου. Χάρη στη μεταφορά, λένε Κουτσί και Βαρλικόφσκι, γραφή και θέατρο, δηλαδή τέχνη, μπορούμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια μια πραγματικότητα στην οποία τίποτε δεν είναι πλέον αυτό που φαίνεται.
Ποια είναι η Ελίζαμπεθ Κοστέλο που πρωταγωνιστεί στην παράσταση; Σίγουρα δεν είναι απλώς ένας επινοημένος λογοτεχνικός χαρακτήρας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το καλλιτεχνικό alter ego του Νοτιοαφρικανού νομπελίστα συγγραφέα: μιλάει εξ ονόματός του και υφίσταται την κριτική και την οργή των αναγνωστών και των επικριτών του. Σύμφωνα με τον Τζ. Μ. Κουτσί, η Ελίζαμπεθ Κοστέλο εισβάλλει στη φαντασία του και στα γραπτά του, και στη συνέχεια χρησιμοποιεί τη δική του φωνή για να μιλήσει για φιλοσοφία, περιβάλλον, κοινωνικά και υπαρξιακά ζητήματα ή να ευαισθητοποιήσει τον κόσμο για την κακοποίηση των ζώων, την κοινωνική αδικία και τον αποκλεισμό των ηλικιωμένων και των αναπήρων. Ο δε Βαρλικόφσκι λατρεύει τα γραπτά του Κουτσί.
Το έργο «Elizabeth Costello/ J. M. Coetzee» μιλάει ουσιαστικά για το τέλος του ρεαλισμού και τη δύναμη της μεταφοράς ως θεατρικού και λογοτεχνικού εργαλείου.
Στη σκηνή η Κοστέλο χειραφετείται από τη μυθοπλαστική σύλληψη των δημιουργών της και ξεδιπλώνει τις ιστορίες της αδιαφορώντας για τους κανόνες. Είναι τολμηρή, ασυμβίβαστη, ερωτική, βλάσφημη, μαχητική. Αν η ιστορία αποτυγχάνει να μας δώσει μαθήματα, η Κοστέλο με τις διαλέξεις της επί σκηνής καταφέρνει να μας ταρακουνήσει. Πολλές φράσεις μένουν στο μυαλό του θεατή της παράστασης που είναι η πιο υπαρξιακή και μία από τις λιγότερο ναρκισσιστικές του ιδιοφυούς Πολωνού.
Ωστόσο η αφήγηση/αλληγορία για το μικρό κοτοπουλάκι του εκτροφείου που βαδίζει σε έναν ιμάντα προς τον θάνατό του νομίζοντας πως περνάει όλα τα τεστ για το καλό του, με τάραξε σαν τη γραμμή των ανίδεων κρατούμενων στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, που αφήνουν τα ρούχα τους στα πόδια των φρουρών και βαδίζουν προς τα ντους…
Μετά το ημίωρο διάλειμμα ένα μέρος των θεατών δεν επιστρέφει στην αίθουσα και όσοι παραμένουμε –οι περισσότεροι– φτιάχνουμε μια συμπαγή ομάδα που γεμίζει τις πρώτες 15 σειρές της πλατείας. Το δεύτερο μέρος της παράστασης, συντομότερο του πρώτου, φωτίζει το βασικό αίτημα της Κοστέλο: Διεκδίκηση της ελευθερίας στη ζωή και πρωτίστως στον θάνατο.
Βγαίνοντας από την αίθουσα περίπου στις 11.30 το βράδυ σκέφτομαι την ανθρώπινη κατάσταση με κάποια λύπη. Αλλά ο δρόμος προς την έξοδο με βγάζει στο «ξέφωτο» όπου το μίνι μουσικό φεστιβάλ «Τζαζ στην Πλατεία» μαζεύει νεαρόκοσμο που διασκεδάζει, κουβεντιάζει ή λικνίζεται πίνοντας ένα ποτό. Οι επώνυμοι της πρεμιέρας έχουν αποχωρήσει, το ίδιο και οι πιο μεγάλης ηλικίας λάτρεις του Φεστιβάλ, αλλά η νύχτα παραμένει νέα για όσους τώρα ξεκινούν τη σχέση τους με την Πειραιώς 260.
«Επτά μαθήματα και πέντε παραβολές», έως 7 Ιουνίου, Πειραιώς 260.